«Δεν έχει λάδι, μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη, καφέ… το μαγαζί… πώς να ζήσει ο κόσμος…»

«Δεν έχει λάδι, μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη, καφέ… το μαγαζί… πώς να ζήσει ο κόσμος…»

Είχε το κατάστημα του χωριού ή του έλειπαν τα προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης, ήταν τα ράφια άδεια, εσύ έπρεπε να σιωπήσεις, να μη μιλήσεις. Αν εξέφραζες ανοιχτά τη δυσαρέσκειά σου, έλεγες απλά την αλήθεια, την έπιανε το αφτί του καταδότη και τη μετέφερε στα αρμίδια όργανα…, θα αντιμετώπιζες μεγάλο πρόβλημα. Πιθανών να κατέληγες και στη φυλακή. Τόσο αυστηρά ήταν τα πράγματα. Ανυπόφορη η κατάσταση. Γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόσβαλλες το καθεστώς, δυσφήμιζες το σοσιαλιστικό σύστημα.

Ο Γιώργος Στόλης από την Πέπελη, χωριό τώρα στη δικαιοδοσία του Δήμου Δρόπολης και Πωγωνίου, δεν μπορούσε να κρύψει την πραγματικότητα, να δαγκώσει τη γλώσσα του. Να έλεγε κι αυτός ό,τι έχουμε απ’ όλα τα καλά. Όπως έλεγε ο κόσμος στη γενικότητα.

«Μα, εσένα δεν σου λείπει τίποτε, το σπίτι σου ήταν και παραμένει Μοναστήρι, είχες και έχεις γεμάτα τα χέρια σου», τον συμβούλευε συγχωριανός του, για να του κλείσει το στόμα, να τον προστατέψει τέλος πάντων … σαν τον άκουγε να διαλαλεί τη δυσαρέσκειά του: «Δεν έχει λάδι, μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη, καφέ… το μαγαζί… πώς να ζήσει τούτος ο κόσμος…»

Ο Γιώργος δεν άλλαζε τροπάρι, συνέχιζε το χαβά του: «Έχω εγώ, αλλά δεν έχουν άλλοι…και τους λυπάμαι».

Όταν βγήκε από τη φυλακή, του είπαν: «Ξέρουμε ότι ποτέ δεν θα πεις καλά λόγια εσύ. Όμως τη χολή που θα βγάζεις για το σύστημα, να μη τη φωνάζεις. Γιατί αν τη μάθουμε, η πόρτα για σένα εδώ στο Σπατς, θα είναι πάντα ανοιχτή και θα σε περιμένει…»     

Σχετικά άρθρα: