«Δουλεύω ήλιο με ήλιο»

«Δουλεύω ήλιο με ήλιο»

Εσένα ίσως να σε έπιανε ο ύπνος το πρωί. Αυτόν, πριν βγει ο ήλιος, τον είχες έξω από την πόρτα. Καθισμένο στο σουφά με τα εργαλεία έτοιμα για δουλειά. Ακουμπημένα κάπου σε μιαν άκρη.

Ο Φώτος Ζντάβος, σου έλεγε, όταν γινόταν η συμφωνία για οποιαδήποτε δουλειά:

– Δουλεύω ήλιο μ’ ήλιο.

Αυτή ήταν η συμφωνία. Χειμώνας ήταν ή καλοκαίρι, δεν τον έμελλε. Τα ίδια σου έλεγε.

– Και η απολαβή;

– Παίρνω ενάμισι και το τσ(ψ)ωμί.

(Ένα ναπολιόνι και μισό εκείνου του καιρού).

Δεν το πρόφερε εύκολα το «ψ» ο δόλιος.

Έφτιαχνε οβορούς, έσκαβε κήπους, καθάριζε τους βόθρους των σπιτιών… Συνήθως τον έβλεπες μ’ ένα κάρο μπροστά. Να το σπρώχνει, να το σπρώχνει, να το σπρώχνει … μια ζωή…!

Τα βασικά σύνεργα της δουλειάς του ήταν: Ο κασμάς και το φτυάρι. Συμπλήρωμα η βαριά και οι σφήνες για να έσχιζε ξύλα. Δεν ήξερε Κυριακή ήταν ή καματερή. Δούλευε ακατάπαυτα ο φουκαράς, ο κακομοίρης.

Δεν προλάβαινε να βγάλει από το κορμί τα ρούχα της δουλειάς. Με αυτά έπεφτε, με αυτά σηκωνόταν.

(Το παντελόνι στη μέση του, σπαγκοδεμένο σφιχτά. Το ξεφτισμένο καπέλο του τσαλακωμένο και με σκεπή περισπωμένη.)

Ήταν κωφάλαλος ή βούλωνε μόνος του με βαμβάκι τ’ αφτιά, για να μην άκουγε το συνομιλητή, τον κόσμο στην γενικότητα, δεν το ξέρουμε! Ούτε και προσπαθήσαμε να το μάθουμε.

Του έκανε παρατήρηση τ’ αφεντικό:

– Ρε Φώτο, μα… αφού βάζεις ράμμα, γιατί ο οβορός είναι στραβός;

– Το ράμμα που μου ‘δωσες… ήταν στραβό…, ήταν η απάντηση του Φώτου.

Το βράδυ, όταν τελείωνε τη δουλειά, ζητούσε να του έβαζες στην πάνινη σακούλα λίγο ψωμί, για να το πάρει μαζί του. Εδώ χαλούσε κάπως τη συμφωνία.

– Να φάνε – έλεγε – και τα παιγιά τη Κίτσαινα… Κίμα είναι…

Δάγκωνε και το «δ», αλλά το «ρ» και το «σ» τα έτρωγε, τα καταβρόχθιζε ολόκληρα. Δεν τα πρόφερε καθόλου. Έλλειπαν απ’ το αλφάβητό του…

Υστερόγραφο:

Στο βιβλίο μας με πεζογραφήματα «Έρχονται να μας πάρουν οι Έλληνες», που είναι σχεδόν έτοιμο για έκδοση, το μοναδικό κείμενο που δεν θα συνοδεύονταν με φωτογραφία, θα ήταν το αφιέρωμα που αναγνώσατε. Ποιος να φωτογράφιζε πρώτα και να διατηρούσε έπειτα τη φωτογραφία ενός κακομοίρη – εργαλείο δουλειάς.

Πρόσφατα, δεν ξέρουμε τι μας φώτισε και προτείναμε σε συγχωριανό ζωγράφο που έζησε και θυμούνταν κάπως το Φώτο, να κάνει ένα σκίτσο. Δέχτηκε με χαρά και ικανοποίηση ο Νικόλαος Μήλος την πρότασή μας. Έβαλε σε λειτουργία μνήμη και έμπνευση και πέτυχε το έργο. Τον ευχαριστούμε θερμά!         

Σχετικά άρθρα: