Ελλάδα-Αλβανία: στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα…
ΑΠΟΨΕΙΣ
Γράφει
ο Αλέξανδρος Μαλλιάς
9 Μάϊου 2019. Ήταν μία σημαντική στιγμή. Η σημαντικότερη μετά βεβαιότητας, για τον υπογράφοντα, κατά την προεκλογική εκστρατεία ως υποψήφιος ευρωβουλευτής.
Ο -τότε αρχηγός της Αξιωματικής αντιπολίτευσης και σύντομα πρωθυπουργός- κύριος Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε στην Αθήνα με τον Πρόεδρο του Κόμματος Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ) κύριο Βαγγέλη Ντούλε και τον (παράτυπα και τότε) αποκλεισμένο από τις εκλογές-παρωδία υποψήφιο Δήμαρχο Χειμάρρας κύριο Φρέντι Μπελέρη.
Η πρωτοβουλία ήταν ορθή και επιβεβλημένη. Το μήνυμα τόσο προς τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό, όσο και προς τα Τίρανα ήταν σαφές. Η κυβέρνηση που προέκυψε εν συνεχεία, από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, είχε κατά συνέπεια συγκεκριμένη πολιτική έναντι της Αλβανίας. Υπό την αυτονόητη, βέβαια, προϋπόθεση ότι θα υπήρχε βούληση να εφαρμοσθεί ως πλαίσιο κυβερνητικής πολιτικής το περιεχόμενο της ανακοίνωσης τύπου μετά τη συγκέντρωση της 19ης Μάϊου.
Παραθέτω ένα απόσπασμά της: «ο πρόεδρος της ΝΔ επανέλαβε το έντονο ενδιαφέρον του και την αμέριστη συμπαράστασή του στα δίκαια αιτήματα των ομογενών. Κατέστησε ακόμη μία φορά σαφές ότι η πρόοδος στις διμερείς σχέσεις Ελλάδος-Αλβανίας και η έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε., εξαρτώνται άμεσα από το σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας και, ιδιαίτερα, από την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων των μελών της και την κατάργηση των λεγόμενων ‘μειονοτικών ζωνών’. Αυτά άλλωστε αποτελούν και ρητές δεσμεύσεις της Αλβανίας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Επιμένω στην σημασία της συνάντησης και της ανακοίνωσης διότι η ηγεσία και οι υπουργοί της τότε κυβέρνησης (του ΣΥΡΙΖΑ) απέφευγαν επί μακρόν να συναντηθούν με συγκεκριμένα στελέχη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Ας θυμηθούμε ότι η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία, ειδικά δε στη Χειμάρρα, είναι η μόνη βορείως των συνόρων μας συμπαγής ελληνική μειονότητα. Τους καλοκαιρινούς μήνες, και ειδικά τον Αύγουστο, η περιοχή της Χειμάρρας κατακλύζεται και από χιλιάδες ομοεθνείς μας που έχουν αναζητήσει ασφάλεια και προκοπή στην Ελλάδα. Πολλοί όμως, μα πάρα πολλοί εκεί παραμένουν και δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά. Μεταξύ αυτών ο κ. Φρέντι Μπελέρης. Όπως από τη φυλακή ξαναθύμισε ο κ. Μπελέρης πρόσφατα στον προπετή και αλαζόνα πρωθυπουργό κ. Έντι Ράμα, η Αλβανία, εφαρμόζοντας ακόμη και σήμερα την πολιτική του Ενβέρ Χότζα, δεν αναγνωρίζει τον Ελληνισμό της Χειμάρρας ως Εθνική Μειονότητα. Η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας κανονικά έπρεπε να περνάει μέσα από την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιουσιών των μελών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Σειρά λαθών
Αλήθεια, έτσι είχαν μέχρι σήμερα τα πράγματα; Φοβούμαι πως αρνητική είναι η απάντηση στο ρητορικό, άλλωστε, αυτό ερώτημα. Επανειλημμένα και συνήθως πολύ πριν εκδηλωθούν ανάγλυφα οι δυσκολίες και τα εγγενή προβλήματα, μόνιμο χαρακτηριστικό της πολιτικής μας έναντι της Αλβανίας είναι η έλλειψη σταθερότητας, συνέχειας και συνέπειας. Η -με περισσή αυταπάτη- αυτοαναιρούμενη συμπεριφορά μας έχει -διαχρονικά- τα αντίστροφα του επιδιωκόμενου αποτελέσματα. Αφαιρεί, όταν απαιτείται, από την Ελλάδα τη δυνατότητα να δρα σε σχέση με την Αλβανία κατά τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό. Χαρακτηριστική δε είναι η παλινδρόμηση και η αστάθεια στόχων, μέσων και πολιτικής που εδώ και μία δεκαετία -από τον Ιούνιο του 2013- σταθερά χαρακτηρίζει την, έναντι της Αλβανίας, πολιτική μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εν συνεχεία, είχαμε τα λάθη του Ιουνίου 2018, καθώς και την προηγηθείσα απόφαση του Ιουνίου 2014 με τη δικαιολογία -ισχυρισμό μάλλον- της άσκησης της Προεδρίας μας στην Ε.Ε. Πράσινο φως άνευ χειροπιαστών όρων και των συνηθισμένων καθιερωμένων και αναπόφευκτων, όπως ισχυρίζομαι στην Ένωση, προϋποθέσεων. Σε τίποτα δεν ωφέλησε. Ούτε την Ελλάδα, ούτε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις ούτε το «κράτος δικαίου» στην Αλβανία. Με εξαίρεση γνωστές δηλώσεις περί ευχαριστιών κ.λπ. και άφθονα άνευ αντικρίσματος χαμόγελα. Κάθε φορά –η κατάσταση αυτή δυστυχώς συνεχίσθηκε -η Αθήνα χωρίς απτά ανταλλάγματα εμφανίζεται να παρεκκλίνει από τις διακηρυγμένες θέσεις της. Ούτε η λεγόμενη, από κάποιους, δυναμική πολιτική -αγνοώ τι σημαίνει ό όρος- ούτε σκληρή… Έναντι της Αλβανίας χρειάζεται σταθερή πολιτική. Είναι η μόνη πειστική και μπορεί να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, εξακολουθεί να απουσιάζει. Αν δεχθούμε ότι υπάρχει, τότε οι προθέσεις και οι στόχοι μας δεν επιβεβαιώνονται από τα αποτελέσματα.
Απώλεια ελέγχου των εξελίξεων από την Ελλάδα
Άλλωστε, η πείρα μας έχει διδάξει ότι, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, η αυξομείωση της έντασης του τόνου των δημοσίων δηλώσεων και αντιδράσεων των Αθηνών, σε ενοχλητικές ενέργειες των Τιράνων, δεν αρκεί. Ακόμη και τώρα, παρά τη συνεχή παρουσία του μέτρου που χαρακτηρίζει τη διατύπωση των επισήμων θέσεων της Ελλάδος στην υπόθεση της σκευωρίας κατά του κ. Φρέντι Μπελέρη και της φυλάκισης του, η Ελλάδα χάνει τον έλεγχο των εξελίξεων. Είναι πολύ δυσάρεστο να διαπιστώνει κανείς πόσο γρήγορα πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους οι μετέχοντες, κατά λόγο αρμοδιότητας, της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Τι υποστήριζαν για τον κ. Ράμα, την προσωπικότητα και το ζωγραφικό του ταλέντο, μόνο προ λίγων μηνών ή εβδομάδων, και που έχουν φθάσει τα πράγματα σήμερα. Η απλή λογική θα αρκούσε. Το Δεκέμβριο του 2022, ο υποψήφιος δήμαρχος Χειμάρρας κ. Μπελέρης οργάνωσε την επίσκεψη, υπεδέχθη και προσφώνησε στον παράκτιο πεζόδρομο της ιστορικής αυτής πόλης τον κ. Πρωθυπουργό. Αλήθεια, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η τωρινή συμπεριφορά του κ. Ράμα έναντι του κ. Μπελέρη στρέφεται κατά ή, εν πάση περιπτώσει, αφορά και στον κ. Πρωθυπουργό; Σταθερός παραμένω στην αρχή και θέση ότι, στις σχέσεις μας με το βαθύ κράτος των Τιράνων, τίποτα δεν αποτελεί έκπληξη. Όλα είναι προγραμματισμένα να συμβούν, όταν πρέπει, από πλευράς Αλβανίας. Αρκεί να γνωρίζουμε καλά το παρελθόν και να διαβάζουμε σωστά και όχι με προσωπίδες τους οιωνούς.
Οι προτάσεις-θέσεις πολιτικής και η λήψη μέτρων
Οι αναγνώστες μας γνωρίζουν, εδώ και μία δεκαετία, τις δημόσια διατυπωμένες προτάσεις–θέσεις πολιτικής. Ως βασική παραμένει μία: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αρχίσουν μόνο εφόσον πληρωθούν δύο βασικές προϋποθέσεις:
– α) οριστική απόδοση και κατοχύρωση των περιουσιακών τίτλων των δικαιούχων στην Χειμάρρα και κατοχύρωσή τους στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών.
– β) Κατάργηση, δια νόμου, των λεγομένων Μειονοτικών Ζωνών.
Οι λοιπές διμερείς εκκρεμότητες, που απαιτούν και προϋποθέτουν νομοθετικό έργο και δύσκολες πολιτικές αποφάσεις και από τις δύο χώρες, ας αναζητηθούν στη λύση-πακέτο που είχε ήδη, από το 2016, δρομολογηθεί. Με όποιες διορθώσεις και βελτιώσεις χρειάζονται.
Επιπλέον, λίαν αποτελεσματική είναι και η, εκ μέρους της Ελλάδος, λήψη προσωποπαγών διοικητικών μέτρων για πολιτικά και μη πρόσωπα του κρατικού μηχανισμού της Αλβανίας που αποφασίζουν και εκτελούν -κυριολεκτικά- το ξερίζωμα του Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση έλαβε εθνικά διοικητικά μέτρα στη περίπτωση του δημάρχου Χειμάρρας κ. Γκέργκι Γκόρο. Σκόπιμο είναι να λάβουμε έστω τώρα -καλύτερα αργά παρά ποτέ- διοικητικά μέτρα (π.χ. απαγόρευση εισόδου στην Ελλάδα) για συγκεκριμένα -γνωστά μας- στελέχη και πολιτικά πρόσωπα του κυβερνητικού μηχανισμού. Δεν αρκεί, συνεχώς, να επικαλούμεθα την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας, εάν δεν έχουμε τη βούληση και την ετοιμότητα να λάβουμε ταυτόχρονα και εθνικά μέτρα. Τα περισσότερα, π.χ. απαγόρευση εισόδου στην Ελλάδα, αυτομάτως ισχύουν σε όλη την περιοχή Σένγκεν. Άρα είναι επώδυνα. Συνάμα δε, αποτελεσματικά.
Στο πρόσφατο παρελθόν, η κυβέρνηση της Αλβανίας δεν δίστασε και δημόσια είχε ανακοινώσει ότι προέκρινε τη λήψη ανάλογων μέτρων απαγόρευσης εισόδου κατά υπηκόων της Ελλάδος. Με αφορμή και πρόσχημα μάλλον την κηδεία του φονευθέντος, την 28η Οκτωβρίου 2018, Έλληνα υπηκόου Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Γνωστοποιήθηκε και ανακοινώθηκε ότι είχαν ληφθεί αποφάσεις και επίσημα διοικητικά μέτρα για απαγόρευση εισόδου, στην επικράτεια της Αλβανίας, συγκεκριμένων Ελλήνων. Δεν είναι αποδεκτό να επιβεβαιώνεται, διαρκώς, η ενδόμυχη πεποίθηση των κυβερνητών της Αλβανίας ότι «στις σχέσεις Αθηνών-Τιράνων, η Αλβανία πρέπει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, της διαμόρφωσης κλίματος και το πάνω χέρι».
Στενοχωρούμαι με τη διαπίστωση ότι -εξαιρουμένων των καθαρών τοποθετήσεων του κ. Πρωθυπουργού σε σχέση με την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας- άλλος επίσημες δηλώσεις, το Μάϊο και τον Ιούνιο, άφηναν τη γεύση ότι στην Αθήνα υπήρχαν πλέον της μίας σχολής και πέραν μίας πολιτικής για την αντιμετώπιση της σύλληψης και φυλάκισης του κ. Μπελέρη.
Επιδείνωση
Την απουσία -τότε- αποφάσεων για λήψη εθνικών μέτρων διαδέχεται σήμερα μία κατάσταση όπου, κατά τα φαινόμενα, βρισκόμαστε ενώπιον της επιδείνωσης των σχέσεων με υπαιτιότητα μεν της Αλβανίας, αλλά και λόγω της διαχρονικής συνολικής ερμαφρόδιτης στάσης μας έναντι της γειτονικής χώρας. Η μη πρόσκληση του κ. Ράμα στην -επετειακή της ιστορικής Συνάντησης Κορυφής της Θεσσαλονίκης του Ιουνίου 2003-Διάσκεψη των Αθηνών και η απουσία της Αλβανίας δείχνει ότι στην πραγματικότητα φθάσαμε σε ένα αδιέξοδο, χωρίς καν να έχομε λάβει εθνικά μέτρα. Έπρεπε εξ αρχής να σταλούν καθαρά μηνύματα, χωρίς υπεκφυγές. Τούτο δεν έγινε. Αποτέλεσμα να χάσουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και έχουμε πλέον περιορισμένα εθνικά μέσα, στη διάθεσή μας, για να παρέμβουμε .
Με άλλα λόγια, φθάσαμε σήμερα στο σημείο να «εξαντλήσουμε» αναποτελεσματικά τη φαρέτρα των διμερών πολιτικών και διπλωματικών μας όπλων, χωρίς να έχουμε λάβει κλιμακωτά, όπως επανειλημμένως από το Μάϊο προτείνω, ούτε ένα εθνικό μέτρο. Η σημερινή κατάληξη των σχέσεων δεν αποτελεί έκπληξη. Μπορώ να πω ότι ήταν απόλυτα προβλέψιμη. Η αποφυγή και η διστακτικότητά μας, στην κατάλληλη στιγμή, λήψης μέτρων -προειδοποιητικών μεν, πειστικών δε- οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο. Το ζήτημα σίγουρα δεν είναι μόνο σημερινό.
Είναι όμως και σημερινό. Στην Αθήνα εναπόκειται είτε να εφαρμόσει επιτέλους την πολιτική αντιστοιχίας λόγων και πράξεων είτε να συνεχίσει την αποτυχημένη, ιδίως έναντι της Αλβανίας, διαχρονική πολιτική λόγων που, δυστυχώς, δεν γίνονται έργα.
Για μία ακόμη φορά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο χειρισμός των σχέσεών μας με την Αλβανία, διαχρονικά, πάσχει. Κάναμε λάθος στη διάγνωση των σαφών εξ αρχής προθέσεων του κ. Ράμα, στέλναμε -το Μάϊο κυρίως- αντικρουόμενα μηνύματα δύο κορυφαίων θεσμικών κέντρων της Αθήνας με συνέπεια να δώσουμε περιθώρια στα Τίρανα, δεν λάβαμε υποτυπώδη έστω εθνικά μέτρα, ενώ ορισμένες ελληνικές δηλώσεις είχαν αμφισημία. Για μία ακόμη φορά, καλούμεθα να διαχειρισθούμε, από πολύ χαμηλό σημείο, τις σχέσεις μας με την Αλβανία. Τέλος, ας κάνουμε την πολιτική μας αυτοκριτική για την απόρριψη -δημόσια μάλιστα- συγκεκριμένων προτάσεων και όρων του προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν που αφορούσαν, ειδικά, τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας.
Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα…
amynanet.gr