Ένα ευχαριστώ από πληγωμένο αλβανό μετανάστη προς την ελληνική πολιτεία

Ένα ευχαριστώ από πληγωμένο αλβανό μετανάστη προς την ελληνική πολιτεία

Γράφει ο Μηνάς Λέκκας

Γλίτωσε σαν από θαύμα. Έντεκα αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι τον γκρέμισαν αναίσθητο καταγής, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον παραδώσουν στο Χάρο. Γλίτωσε και γύρισε ζωντανός στο σπίτι του, στο Τεπελένι, με εμφανή στο κεφάλι και σε όλο το σώμα του τα σημάδια της δολοφονικής απόπειρας. Ο λόγος είναι για τον Μπαριάμ Αλκούσι από το Τεπελένι, ένας απ’ τους πολλούς Τεπελενίτες μετανάστες που από χρόνια ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Τον συνάντησα σε ένα καφενείο στο Τεπελένι, όπου εργάζεται σερβιτόρος και μου διηγήθηκε:

-Eίχα πάνω από δυο χρόνια στην Ελλάδα. Εργαζόμουν σχεδόν καθημερινά και κέρδιζα καλά λεφτά. Μαζί με δυο αδέρφια μου και τρία ανίψια κατοικούσαμε σε ένα δωμάτιο στα Σπάτα. Μια μέρα του Οκτώβρη, στις τρεις η ώρα το πρωί, ξυπνήσαμε από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα, που δεν άργησαν να τη σπάσουν. Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι. Δεν προλάβαμε καλά-καλά να ιδούμε τι συμβαίνει και δέχτηκα απανωτά χτυπήματα στο κεφάλι μ’ ένα σιδερένιο λοστό. Σωριάστηκα αναίσθητος καταγής. Όταν συνήλθα, είδα πλάι μου έναν μασκοφόρο μ’ ένα αυτόματο στο χέρι και τρεις άλλους με λοστούς και τσεκούρια. Πήρα το θάρρος και τους μίλησα: «Τι κάνετε, βρε παιδιά…, εμείς είμαστε αδέρφια σας!». Εκείνος που μου καθόταν στο κεφάλι, με κοίταξε άγρια και μου μίλησε με δυνατή φωνή: «Ήσουν τυχερός. Εμείς δε σε χτυπήσαμε για να σηκωθείς και να μιλήσεις ξανά. Αλλά μια που τη γλίτωσες, για πες μας από που είσαι και ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;»

-Είμαι από το Τεπελένι και λέγομαι Μπαριάμ Αλκούσι – τους απάντησα.

Μου πέταξαν ένα πεντοχίλιαρο από τις 200 σχεδόν χιλιάδες δραχμές που άρπαξαν από το δωμάτιο μας και μου ξαναφώναξαν: «Ήσουν τυχερός, πήγαινε τώρα στο νοσοκομείο».

Και οι τέσσερις μασκοφόροι συμπατριώτες μου, απομακρύνθηκαν, επιβαίνοντας σ’ ένα αυτοκίνητο. Σε λίγο έφθασε και η Ελληνική Αστυνομία. Μας μετέφερε όλους στο νοσοκομείο. Ήμασταν όλοι πληγωμένοι. Εγώ όμως πιο σοβαρά απ’ όλους. Και οι γιατροί εξέφρασαν την απορία τους για το πως γλίτωσα. «Έχεις στέρεο κεφάλι», μου είπαν αστειευόμενοι.

Στο νοσοκομείο κάθισα ένδεκα μέρες. Με επισκέπτονταν φίλοι μου Αλβανοί και γνωστοί και φίλοι Έλληνες, που είχα γνωρίσει πάνω στη δουλειά. Δεν θα ξεχάσω το ζεύγος Σημαιών και τους κ. κ.  Σταύρο Κουλοχέρη και Γιώργο Παπακώστα. Με επισκέπτονταν συχνά και με φρόντιζαν σαν δικό τους άνθρωπο. Μεγάλη και απαράλλαχτη ήταν και η φροντίδα των γιατρών.

Κι ενώ τους ευχαριστούσα όλους για τη φροντίδα τους, το ’χα πολύ δύσκολο να τους μιλήσω γι’ αυτούς που με χτύπησαν και με λήστεψαν. Συμφωνούσα, τα χρήματα που μου λήστεψαν, τα ’χω βγάλει με πολύ κόπο και ιδρώτα. Ευλογώ όμως το Θεό, που γλίτωσα απ’ το θάνατο, γιατί πολλοί συμπατριώτες μου σε παρόμοιες περιπτώσεις, έχουν χάσει τη ζωή τους, καταλήγει  ο συνομιλητής μου.

Εγώ τον άκουγα, σκεπτόμουν σε πόση δύσκολη θέση βρέθηκε ο άνθρωπος αυτός εκεί στον ξένο τόπο. Οι συμπατριώτες του να τον ληστεύουν, να τον πληγώνουν και οι Έλληνες να του συμπαραστέκονται, να τον φροντίζουν. Ποιόν να κατηγορούσε; Γι’ αυτό και σιωπούσε. Το Αλβανικό κράτος όμως, δεν πρέπει να σιωπήσει σε αυτές τις περιπτώσεις, που όχι αραιά συμβαίνουν με τους Αλβανούς μετανάστες σε όλη την Ευρώπη.

Αργυρόκαστρο  30.11.1995

Σχετικά άρθρα: