Ένα ταξίδι για την «άκρη του κόσμου»
Γράφει
ο Ηλίας ΣΤΟΛΗΣ
Ο. Χρ. Κυρούσης, ο πιο ηλικιωμένος, επιζών σήμερα, Πεπελιώτης, ξενιτεύτηκε στην Αμερική και από τις αρχές του εικοστού αιώνα, ζει στην Βοστόνη. Τον συναντήσαμε το 1996 στην Αθήνα και μας μίλησε για το πρώτο ταξίδι του. Πότε με ελαφρύ χαμόγελο, πότε με πικρία και πότε με δόσεις ειρωνείας, μας εξιστόρησε την περιπέτεια της ζωής του:
«Δεν είχε αρχίσει ακόμα ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Με τον πατέρα σου, φύγαμε μαζί από το χωριό, πιτσιρικάδες. Μικρά παιδιά, ζούσαμε απόλυτη φτώχια. Με ένα πουκάμισο, ένα παντελόνι, παλιά μισοσκισμένα τσαρούχια και την κοιλιά, τις περισσότερες μέρες, άδεια…
Μας ξεπροβόδησαν με τραχανά, λίγο γάλα και δύο τηγανίτες για πρωινό, ενώ μια κουλούρα λιπανό, ένα κομμάτι τυρί, λίγες ντομάτες και από ένα σφοντύλι συκομαΐδας μας έβαλαν για το ταξίδι.
Στο σακούλι, τυλιγμένα με πανί, μια αλλαγή εσώρουχα και δυο ζευγάρια χοντρές μάλλινες κάλτσες, ψηλές, ως κάτω από το γόνατο. Τσουράπια τα λέγαμε. Ήταν μαλακές και κρατούσαν τα πόδια ζεστά.
Το χαρτζιλίκι, όσο που μας έφτανε για τα απαραίτητα του δρόμου. Ζαλωμένοι το σακούλι, «βγήκαμε» στου Γιάννακα και από κει στο μπογάζι της Γράψης προς τη Μουζίνα. Που αυτοκίνητα τότε.
Πριν βγούμε στη Μουζίνα, ο ήλιος είχε γύρει στο βάθος, πάνω από τη θάλασσα. Καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε πίσω από το Χάνι, μας πήρε ο ύπνος και κοντά το σούρουπο συνεχίσαμε την ποδαροδρομία μέχρι πάνω από το Δέλβινο. Εκεί καθίσαμε ξανά. Μετά, πήραμε μια κατηφόρα, προσπεράσαμε τα σπίτια του Δελβίνου και βγήκαμε στην καμπιά.
Αρχικά με λίγο φεγγάρι και μετά σε σκοτεινιασμένη νύχτα, περπατούσαμε σε στενά δυσδιάκριτα μονοπάτια. Βαδίζαμε «στα τυφλά», κατάκοποι, ανάμεσα σε θάμνους βάτων, σε καλάμια και πολλές λάσπες.
Τα ξημερώματα, βγήκαμε από τις τελευταίες καλαμιές. Μαζί με το θρόισμα των φύλλων των καλαμιών, ακούστηκε και ελαφρύ κελάρυσμα νερού. Ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ποτάμι με λιγοστό νερό. Ως το γόνατο. Με τα τσαρούχια και τα τσουράπια στην πλάτη, οι δυο, πιασμένοι χέρι-χέρι, περάσαμε το νερό και πήραμε την ανηφόρα.
Οι πρώτες πρωινές ακτίνες του ήλιου, μας χτύπησαν πισώπλατα την ώρα που περνούσαμε στον αυχένα πάνω από το λιμάνι. Αγναντέψαμε τη θάλασσα. Στο βάθος της λάκκας, ξεχώριζες το μόλο. Ο θεός να το κάνει μόλο.
Κάπου εκεί, ένα μεμονωμένο δίπατο και μερικές παράγκες. Στην αριστερή καμπύλη του κόλπου, δεξιά και αριστερά βράχια, και στη μέση, μια στενόμακρη λωρίδα αμμοχάλικα στην ακροθαλασσιά. Την έκοβε στα δύο μια ξύλινη γέφυρα από σανίδες, καρφωμένες πάνω σε χοντρούς πασσάλους, μπηγμένους στην άμμο. Από την μια άκρη ακουμπούσαν στην αμμουδιά και από την άλλη, έφταναν ως βαθιά στη θάλασσα. Στην άκρη της γέφυρας, δεμένη μια μεγάλη μαυρόχρωμη βάρκα. Βγαίνοντας στην ακροθαλασσιά διακρίναμε τέσσερις-πέντε χαμάληδες που ανεβοκατέβαιναν ζαλωμένοι.
Κουρασμένοι και άυπνοι, τρέξαμε να βρούμε τον καπετάνιο της βάρκας. Τον βρήκαμε σε μια χαμηλή παράγκα, στην άκρη της γέφυρας. Εκείνος, στην αρχή μουρμούριζε, δήθεν δεν μπορούσε να μας πάρει, θα αργούσε να φορτώσει, θα φόρτωνε γελαδικά, θα…, θα…, θα… Τελικά, βγήκε στην πόρτα, αγνάντεψε την βάρκα και γυρίζοντας προς εμάς, με ύφος επιβολής μας λέει: -Αν θέλετε να ταξιδέψετε με το καΐκι μου, καλό θα ήταν να πάτε να κοιμηθείτε λιγάκι γιατί το απογευματάκι, θα βοηθήσετε στο φόρτωμα των ζώων, να φύγουμε όσο πιο σύντομα.
Φυσικά το δεχτήκαμε. Μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς; Ακουμπήσαμε δίπλα, σε κάτι βράχους, στην άκρη του μόλου και ο ύπνος μας έπιασε αμέσως. Ξυπνήσαμε αργά, σχεδόν μεσημέρι, αλλά δεν ορίζαμε τα πόδια μας. Πρησμένα από την ημερονύκτια ταλαιπωρία, δεν υπάκουαν.
«Τσιμπήσαμε» λίγη μαμάτσα με τυρί, φάγαμε και μερικές τηγανίτες των μανάδων και έτσι όπως ήμασταν, ξαπλώσαμε και ξανακοιμηθήκαμε μέχρι το πρωί της επ’ αύριο. Όταν πλησιάσαμε το καΐκι, δεν είχε τελειώσει το φόρτωμα.
Ο καπετάνιος, εκνευρισμένος μας στόλισε με τις πιο απαίσιες βωμολογίες, διότι δεν είχαμε συμμορφωθεί στις εντολές του. Μας απείλησε πως δεν θα μας επέτρεπε να ταξιδέψουμε με το «καΐκι του».
Λουφάξαμε και σαν δαρμένα σκυλιά, με σκυμμένο το κεφάλι, μαζευτήκαμε κουβάρι. Όταν ηρέμησε κάπως, μας κάλεσε κοντά του, αλλά δεν έπαψε να μας απειλεί πως αν δεν δουλεύαμε «όπως έπρεπε», θα μας άφηνε και θα έφευγε.
Βοηθήσαμε στο φόρτωμα ακόμα μια μέρα και την άλλη, πρωί-πρωί, το «καΐκι» του καπετάνιου μας, άρχισε το ρυθμικό του, ντουκ-ντουκ…, ντουκ- ντούκ… Έστρεψε νότια, ακολουθώντας την ακτή. Ούτε εκατό μέτρα μακριά της. Μόνον όταν περνούσαμε σε κάνα κολπίσκο τραβούσε σταθερά μπρος, κάπως απόμακρα απ’ τη στεριά.
Μας στρίμωξε ανάμεσα σε κάτι κασόνια στο κατάστρωμα, μαζί με τα ζώα. Όταν το καΐκι έγερνε, τα ζώα γλιστρούσαν στο κατάστρωμα και συχνά έπεφταν πάνω μας. Μέχρι την Πάτρα, μας χρειάστηκαν τέσσερις μέρες και τέσσερεις νύχτες ταξίδι. Περάσαμε από την Πάργα, στην Πρέβεζα στη Λευκάδα, απέναντι στο Μεσολόγγι, σταματήσαμε τρείς ή τέσσερις ώρες, κατέβασε κάτι γελαδικά και εφοδιάστηκε με καύσιμα.
Τη μέρα μας έκαιγε το λιοπύρι και την νύχτα κρυώναμε. Εκεί χωριστήκαμε με τον πατέρα σου: Εκείνος πήρε καΐκι για τον Πειραιά, να πάει στους δικούς του, ενώ εγώ έμεινα στην παραλία για μια εβδομάδα, περιμένοντας το πλοίο για την Αμερική.
Γνωρίστηκα με πολλούς, άντρες, γυναίκες, παιδιά και όλοι μας περιμέναμε πλοία. Άλλοι για Θεσσαλονίκη και για Κωνσταντινούπολη, άλλοι για τα νησιά, ή απέναντι στη Σμύρνη και άλλοι για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μερικοί, περίμεναν το πλοίο από την Οδησσό, για να τους πάει «στην άκρη του κόσμου», όπως έλεγαν, στην Αυστραλία. Οι περισσότεροι όμως, τσούρμο κόσμου, περιμέναμε το πλοίο για την Αμερική.
Τραβήξαμε «τα μαύρα της ελιάς», να κόψουμε εισιτήριο και άλλο τόσο, να επιβιβαστούμε στο πελώριο, παλιό πλοίο, «υπερωκεάνιο» το λέγαμε. Κατάμαυρό απ’ όπου και αν το κοίταζες. Το μισοσβησμένο όνομά του διακρινόταν στα δύο πλευρά του.
Ταξιδέψαμε περίπου ένα μήνα. Περάσαμε σε λιμάνια της Ισπανίας, Πορτογαλίας, Γαλλίας… Ατελείωτες μέρες και νύχτες στο κατάστρωμα και στα αμπάρια του πλοίου. Μόνο θάλασσα γύρω μας, ενώ πελώρια κύματα ξεσπούσαν πάνω του. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο από εμετούς λιπόθυμων και εξαντλημένων ταξιδιωτών.
Ένα βράδυ αργά, όταν αντικρίσαμε θαμπά φώτα στο βάθος της θάλασσας και μάθαμε πως σύντομα θα πιάναμε στεριά στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ξελαρυγγιαστήκαμε κραυγάζοντας από χαρά.»
Ο κυρ Χρήστος, αναστέναξε βαθιά και συνέχισε χαμηλόφωνα: Δεν γνωρίζαμε τι μας περίμενε από κει και πέρα!… Έκλεισε την αφήγησή του με ένα ξερό, «Περασμένα-ξεχασμένα.»