Ένας Δεροπολίτης υποστρατηγός του Σοβιετικού Στρατού

Ένας Δεροπολίτης υποστρατηγός του Σοβιετικού Στρατού

Ο Ιωάννης Χρήστου Λούφης γεννήθηκε στο χωριό Σωφράτικα Δερόπολης στις 15 Μαΐου του 1931. Η μητέρα του ήταν η Θεοδώρα Κοπάλη από το Κηπάρο. Η παιδική του ηλικία χαρακτηρίστηκε από την πρόωρη απώλεια του πατέρα του και τις δύσκολες συνθήκες ζωής στα Σωφράτικα με τη μητέρα του. Ξεκινά το σχολείο το 1939 με δάσκαλο τον Σπύρο Τζια. Το ίδιο έτος, η Αλβανία καταλαμβάνεται από τη φασιστική Ιταλία και το σχολείο κλείνει, διακόπτοντας τη βασική εκπαίδευση του. Η βία και η βαρβαρότητα των Ιταλών κατακτητών, ιδιαίτερα έναντι των γυναικών του χωριού του, άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη του Γιάννη Λούφη και διαμόρφωσε την αντίληψή του για δικαιοσύνη και ελευθερία, οδηγώντας τον τελικά στην απόφαση να συμμετάσχει στο παρτιζάνικο κίνημα.

Το 1944 χάνει τη μητέρα του και εντάσσεται στο μειονοτικό τάγμα ΘΑΝΑΣΗΣ ΖΗΚΟΣ της XIX Ταξιαρχίας Κρούσης του Αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού. Το βάπτισμα του πυρός λαμβανει στις 9 Ιουνίου 1944 σε μια ενέδρα εναντίον της γερμανικής φρουράς της πόλης του Δέλβινου. Παρότι τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα, οδήγησαν σε σημαντικές απώλειες για τη γερμανική μονάδα και οι παρτιζάνοι τελικα κατάφεραν να υποχωρήσουν στα βουνά.

Το 1950, ο Λούφης και άλλοι 150 δόκιμοι στάλθηκαν στο γυμνάσιο Σκεντέρμπεη των Τιράνων πρόδρομο της στρατιωτικής ακαδημίας. Οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικές, καθώς πέρασε τις εξετάσεις τριών τάξεων σε ένα χρόνο. Παράλληλα, συνέχισε τη στρατιωτική του καριέρα και το 1951 ανέλαβε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Το 1957 γίνεται διοικητής του τάγματος απόδοσης τιμών του Αλβανικού Στρατού, ενώ από αυτήν τη θέση έρχεται σε επαφή με εξέχοντες πολιτικούς της Αλβανίας και των κρατών του Ανατολικού Μπλοκ, μεταξύ των οποίων και ο στρατάρχης του Κόκκινου Στρατού, Γεώργιος Ζούκοφ.

Το 1959 φεύγει για σπουδές στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία Φρουνζέ της Μόσχας. Στα επόμενα χρόνια, οι σχέσεις Αλβανίας και Σοβιετικής Ένωσης επιδεινώνονται δραματικά, οδηγώντας την Αλβανία να ανακαλέσει όλους τους αλβανούς υπηκόους πίσω.

Ο Ιωάννης Λούφης, μετά το πέρας του πολέμου, συνέχισε την πορεία του όχι μόνο ως πολεμιστής αλλά και ως άνθρωπος με έντονες πολιτικές πεποιθήσεις. Η συμμετοχή του στην Ακαδημία “Frunze” στη Μόσχα ήταν ένα σημαντικό βήμα στην εκπαίδευση και την πολιτική του διαμόρφωση. Ωστόσο, η διαφωνία του με την πολιτική γραμμή της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας, η οποία εκλαμβάνεται ως αντιμαρξιστική και αντισοβιετική, κατέληξε σε μια ρήξη που έμελλε να σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή του.

Η απόφασή του να αρνηθεί την επιστροφή στην Αλβανία το 1961, όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του προς την Αλβανική Πρεσβεία στη Μόσχα, είναι ενδεικτική της βαθιάς διαφωνίας του με την κατεύθυνση που είχε πάρει η πολιτική της χώρας του. Ο Λούφης, αναφέροντας την απόφασή του να παραμείνει στη Σοβιετική Ένωση, εκφράζει την αντίθεσή του σε μια πολιτική που θεωρούσε αντίθετη προς τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και τη διεθνιστική αλληλεγγύη.

Η στάση αυτή του Λούφη δεν έμεινε αναπάντητη από την κυβέρνηση της Αλβανίας, με την κομματική οργάνωση να τον κατηγορεί για προδοσία και να αποπειράται να υπονομεύσει την προσωπική του ακεραιότητα με σειρά κατηγοριών. Η αντιπαράθεση αυτή αποκαλύπτει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε ο Λούφης στην προσπάθειά του να παραμείνει πιστός στις αρχές του, ακόμη και όταν αυτό σήμαινε την αποξένωση από την πατρίδα του.

Η ιστορία του Ιωάννη Λούφη αποτελεί μια μαρτυρία των πολιτικών και προσωπικών αγώνων που διεξήγαγαν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων στην Αλβανία, αντιμετωπίζοντας τις εσωτερικές και διεθνείς πολιτικές αναταράξεις. Η ζωή και οι επιλογές του Λούφη αναδεικνύουν τη σύνθετη φύση της πολιτικής ταυτότητας και την ανάγκη για ακεραιότητα και πίστη στις αρχές, ακόμη και υπό δύσκολες συνθήκες.

Ο Λούφης καταφέρνει να γλιτώσει, καθώς κατά τη διάρκεια των διακοπών του αρρώστησε και νοσηλεύτηκε στο σανατόριο του Τρουσκαβετς στα σύνορα της δυτικής Ουκρανίας με την Πολωνία, έτσι κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές του, αποφοιτώντας το 1962.

Μετά την αποφοίτησή του, εντάσσεται στον σοβιετικό στρατό ως διοικητής του 201ου συντάγματος. Στις 8 Μαΐου 1969 προάγεται σε αντισυνταγματάρχης. Από το 1977 ως το 1983 υπήρξε Αρχηγός του Επιτελείου του 12ου Σώματος Στρατού της Στρατιωτικής Περιφέρειας του Βορείου Καυκάσου στο Κρασνοντάρ. Το 1983 προήχθη στο βαθμό του Υποστράτηγου. Αποστρατεύτηκε το 1989 και συνέχισε να ζει στο Κρασνοντάρ. Το 2008 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του στα ρωσικά, η οποία μεταφράστηκε και στα αλβανικά. Αναφέρεται στον ελληνικό χαρακτήρα του χωριού του, αλλά και στους έντονους δεσμούς με την αλβανική ταυτότητα της μητέρας του. Απεβίωσε στις 15 Ιουλίου 2023 στην Ρωσία.

Σχετικά άρθρα: