Ένας Δερβιτσώτης ανέβηκε σε βουνοκορυφή που πετούν μόνο αετοί
Δεν θα ήμουν ούτε δέκα χρονών, σίγουρα, όταν τα καλοκαίρια παρακολουθούσα με περιέργεια μικρού έναν κατσαρομάλλη, γαλανομάτη, ψηλό, όμορφο, χαμογελαστό, ευκίνητο νεαρό και με ωραίο γεροδεμένο σώμα αθλητή. Άκουγα να έλεγαν στο χωριό μας ότι ο Μπέμπης έρχεται από τα Τίρανα.
Έβγαινε από το σπίτι του Κορκάρη (Ντούτε), περπατούσε περήφανα στην πιάτσα, έστριβε στο πέτρινο στρόγγυλο με τη συκαμιά του Κρασά στη μέση, διέσχιζε το στενό σοκάκι που σε οδηγούσε στις οικίες του Μήλου, του Καραντζά και τα Σταμουλάτικα κι έπαιρνε δύο – δύο τις σκάλες που σε έμπαζαν στο φτωχικό σπίτι της γιαγιας – Τσίλαινας.
Δεν γνώριζα συγκεκριμένα γεγονότα για το Βασίλη (Μπέμπη) Σταμούλη. Μόνο εικόνα διατηρούσα στη φαντασία μου. Προέκυψαν αυτόπτες μάρτυρες που τον έζησαν από κοντά και ο καθένας καταθέτει με περίσσια αγάπη τις εντυπώσεις του:
«Ξεκίνησε με την πυγμαχία και διακρίθηκε στην ομάδα του, την “Partizani”- δηλώνει ο Παναγιώτης Κιάμος. Για μερικά χρόνια στη σειρά κατόρθωσε να είναι ο προπονητής της Εθνικής Ομάδας Πυγμαχίας της Αλβανίας. – Τη χρονική περίοδο που ένας πυγμάχος σε κάποια χώρα από γροθιά στο κεφάλι έπεσε νεκρός πάνω σε αγώνα και η αλβανική κυβέρνηση κατήργησε την πυγμαχία, ο Μπέμπης έκανε άλλη επιλογή. Ασχολήθηκε με την ορειβασία. Διακρίθηκε και σε αυτό το άθλημα, που απαιτούσε όπως και το προηγούμενο, αντοχή και τόλμη. Τον στήριξε σε όλη την αθλητική διαδρομή του ο Φίλιππος Λίτσιος, που κατείχε αξιόλογη θέση τότε στα Τίρανα.»
Ο Χρήστος Ντρίτσος αθλητικός τύπος και αυτός εκείνη την εποχή, που συμμετείχε σε ομάδα βόλεϊ, τ’ Αργυροκάστρου, ανεβάζει ψηλότερα το γόητρο του πετυχημένου ορειβάτη. Αναφέρει ότι ο γιος του Θωμά Σταμούλη και της Βιργινίας Κορκάρη, με τις ικανότητες που είχε, δυνατό χαρακτήρα και σφυρηλατημένο σώμα, συμμετέχοντας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ορειβασίας, κατόρθωσε να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο βουνό του κόσμου, κατάκτησε την κορυφή του. Πάτησε το πόδι του εκεί που πετούν μόνο οι αετοί. Και κατατάχτηκε στους καλύτερους ορειβάτες του κόσμου.
Ο Αλέκος Λαμποβιτιάδης δηλώνει: «Ο Βασίλης ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος, εργατικός, κοινωνικός, αγαπητός, καλός φίλος, καλός οικογενειάρχης, καλός πατριώτης… Για την εργατικότητά του και τις ικανότητές του, τον τίμησαν τότε με τον τίτλο του «Σταχανοβίστα» και τον έστειλαν να σπουδάσει στην ονομαζόμενη σχολή «Shkolla e Stahanovistave». Τελειώνοντας του δόθηκε το δικαίωμα, παράλληλα με τη δουλειά, να συνεχίσει το Πανεπιστήμιο, όπου πήρε το πτυχίο του Μηχανολόγου Μηχανικού. Παράλληλα με την εργασία δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται και με τον αθλητισμό. Ήταν τολμηρός και ακούραστος ορειβάτης. Στόχος του ήταν να σκαρφαλώνει στα βουνά και να κατακτάει τις υψηλότερες βουνοκορυφές. Της Αλβανίας και όχι μόνο.»
Ένα συγγενικό πρόσωπο, που γνωρίζει καλά, «από μέσα» την πορεία της ζωής του Βασίλη, ο Κωνσταντίνος Κορκάρης, αναφέρει τη γέννησή του στην Αθήνα, καταγράφει θανάτους, διαζύγια, ορφάνια.., αναφέρει άτομα που τον ανάθρεψαν και τον μεγάλωσαν μέσα σε ανοιχτή αγκάλη, τις σπουδές, την τιμητική διάκριση, προσφορά τίτλου σαν κορυφαίος αθλητής, την απόχτηση της ελληνικής ταυτότητας μετά το 1990, το θάνατό του το 2006, καθώς κι άλλες πολλές λεπτομέρειες της οικογενειακής κατάστασής του.