«ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΙ ΕΔΩ»

«ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΙ ΕΔΩ»

(Συμβουλές μάνας με πόνο)

Από την πρώτη στιγμή που άνοιξε ο δρόμος της ξενιτιάς, η σκουριασμένη πόρτα της Κακαβιάς, η μάνα μου συμβούλευε. Μάλλιασε το στόμα της λέγοντας: «Μη φεύγετε, Ελλάδα έχουμε κι εδώ! Μόνο δουλειές να ανοίξετε! Έχουμε κάμπο, βουνά, νερά, ήλιο όμορφα χωριά… Σαν στον τόπο σου, δε βρίσκεις αλλού πουθενά στον κόσμο!».

Όταν φύγαμε, συνέχισε να μας λέει ξανά «Εσείς διαλέξατε την ξενιτιά. Δήθεν το εύκολο, το έτοιμο, σας πήρε το μυαλό αέρα. Και καταντήσατε, όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τα σπίτια σας, από τα χωράφια σας, από τον άγιο τόπο μας, όλοι εργάτες».

Καθόταν μόνη της στο χωριό, δεν ήθελε να ξεριζωθεί, να αφήσει το χωριό και να έρθει στην Αθήνα. «Δε αντέχω τα μπετά και τον τόπο χωρίς «καλημέρα», έλεγε».

Έλεγε και το άλλο, σκουλαρίκι στο αφτί τα έχω όλα: «Γλυκός ο τόπος σου, μέλι, τον ξέρεις, σε ξέρει. Με λίγα εδώ κανονίζεσαι. Αλλού θα χαθείς. Θα χαθεί η φύτρα σου. Άμα φύγεις, χτίσεις φωλιά αλλού, δε γυρίζεις πίσω».  

Ως τότε ήταν δυνατή, μια χαρά. Συγυριζόταν ακόμα μόνη της. Έστρωνε το τραπέζι κι έτρωγε από όλα τα καλά. Αν είχε πχ, φασολάδα από χθες στην κατσαρόλα, έβραζε και μια απλοχεριά πιλάφι, για να την ανακάτευε. «Ήρθες κι εσύ, να τηγανίσουμε, για νοστιμιά και καμιά πιπεριά, κανένα αυγό…», έβρισκε αιτία κι έβαζε αμέσως στο μάτι της σόμπας το τηγάνι.

«Κοίτα, τι τρως! Και του πουλιού το γάλα έχεις βάλει μπροστά» – την πείραζα.

«Για δες, καρέκλες άδειες έχω γύρω μου, έλεγε με παράπονο. Μόνο εσένα έχω τώρα, για λίγες μέρες ακόμα και θα φύγεις ξανά, θα πας στην μοίρα σου! Εγώ, (σταυροκοπιέται) ότι καλό κι αν τρώγω, δε μου κατεβαίνει κάτω, αφού δεν έχω εσάς εδώ. Γεμίσαμε το τραπέζι με όλα τα καλά κι αδειάσαμε την ψυχή».

Μιλούσε και δάκρυζε!

(Το σκίτσο της μάνας μου – έργο του ταλαντούχου ζωγράφου, Γιάννη ΖΩΚΟΥ)

Σχετικά άρθρα: