Γενέθλια πόλη, το Γιαννιώτικο παρελθόν μου και το σπίτι με το χαγιάτι

Γράφει
η Ανθούλα Διαμάντη – Κηπιώτη
Η γενέθλια πόλη για κάθε άνθρωπο αντιπροσωπεύει μια απόλυτα εξειδικευμένη, προσωπική, ίσως και αδιερεύνητη σχέση. Όσο ήμουν μικρούλα δεν ήθελα να λέω ότι γεννήθηκα στα Γιάννενα, προσπαθούσα να το αποφεύγω. Προφανώς δεν το εύρισκα αρκετά αριστοκρατικό, ίσως δεν με κάλυπτε, τελικά μου ήταν άγνωστοι οι λόγοι και δεν το έψαχνα. Μεγαλώνοντας όμως και μπαίνοντας στη ζωή μαθαίνεις να εκτιμάς το αυθεντικό, το ανεπιτήδευτο, το γνήσια λαϊκό και αρχίζεις να αναζητάς τη ρίζα σου. Έτσι αυτό απενοχοποιείται, ξεκαθαρίζει, αποκτά αξία και σταδιακά κερδίζει τον σεβασμό σου. Τι σήμαιναν λοιπόν τελικά για εμένα τα Γιάννενα, τουλάχιστον μισό αιώνα πίσω. Μοιάζει πολύ μεγάλη απόσταση, αλλά δεν είναι. Στο μυαλό-ή μήπως στην καρδιά- ο χρόνος είναι μηδενισμένος. Χώροι, δρόμοι, μυρωδιές, χρώματα δεν έχουν χάσει τίποτε από την αλήθεια τους. Τα έχω μέσα μου και τα επαναφέρω με νοσταλγία. Όσο για τους ανθρώπους, αυτοί είναι μόνιμα εγκατεστημένοι.
Νοσταλγία λοιπόν ή αναμνήσεις ή τάσεις κατασκευασμένες από το οικογενειακό περιβάλλον; Το γεγονός ότι γεννήθηκα εκεί ήταν τελείως συμπτωματικό. Έζησα την πόλη ως βρέφος, άρα καμία ανάμνηση, καμία νοσταλγία από εκεί. Τα πολλά και ανεκτίμητα τα κέρδισα αργότερα στα σχολικά και τα πανεπιστημιακά χρόνια, γιατί σε όλες μου τις διακοπές ανεξαιρέτως και με κάθε ευκαιρία, ξαναπήγαινα. Ενστικτώδης τάση επαναπατρισμού ή οι συγκυρίες που δεν επέτρεπαν άλλου είδους διακοπές και παραθερισμούς. Ήταν η ανέμελη και ανετότερη ζωή, η τρυφερή αγκαλιά της θείας, η απελευθέρωση από την αυστηρή επίβλεψη της μαμάς; Ίσως όλα μαζί και άλλα περισσότερα, εμφανή ή καταχωνιασμένα.
Τελικά γνώρισα από πολύ μικρή την πόλη μου. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι περνούσαμε οικογενειακώς στην θεία Ελένη, αδελφή της μητέρας μου, που ζούσε μόνιμα στα Γιάννενα, με αποτέλεσμα η πόλη, η ιστορία και οι θρύλοι της να με συναντούν.
Τώρα έχουμε μεγαλώσει και εγώ και η πόλη, λες και η μία συναγωνίζεται ή παρακολουθεί την εξέλιξη της άλλης. Οι αναμνήσεις μου είναι πολλές, όχι μόνον από χώρους ή συμβάντα, αλλά και από πρόσωπα, καταστάσεις, σπίτια. Ακόμη και από μυρωδιές χαρακτηριστικές, κυρίως στους μαχαλάδες και στις φτωχές συνοικίες, όπως στην Καλούτσα, ή κοντά στη λίμνη και το κάστρο. Εκεί, ένα μείγμα υγρασίας, μούχλας, ανακατεμένη με μυρωδιά από τις ακαθαρσίες και τα δέρματα των ζώων, μαζί με καπνό από τα σιδηρουργεία και αμμωνία από τα ούρα των περαστικών μου χάρισε μια οσφρητική ανάμνηση απόλυτα ιδιαίτερη και αξέχαστη. Μυρωδιές από τον φούρνο της Κυρα-Χαριτίνης στην πλατεία Πάργης, από το σαμαράδικο του Γκαζάρη στη Μανωλιάσσης, από το μεγάλο μπατσαριό στο Αρχιμανδρειό. Μυρωδιές από τα λουλούδια στους κήπους των σπιτιών όπου πήγαινα επισκέψεις με τη θεία.
Η θεία Ελένη μας παρότρυνε συχνά, μικρά παιδιά ακόμη, «ντυθείτε για να πάμε βόλτα στην Κυρά Φροσύνη». Το όνομα ήταν οικείο και η συγκεκριμένη γυναίκα γινόταν κάτι σαν γειτόνισσα ή φιλενάδα της ή συγγενής μας, κοντινή και ολοζώντανη. Η βόλτα στον μώλο, στον παραλίμνιο χώρο ήταν πάντοτε ευχάριστη, χαλαρή, με πολύ παιχνίδι και με «υποβρύχιο» βανίλια για τα παιδιά, στο ομώνυμο καφενεδάκι όταν οι μεγάλοι απολάμβαναν το ουζάκι τους. Εκτός από την βόλτα στην πλατεία με την θεία, το βραδάκι, δεν είχαμε πολλές εξόδους. Τα παιδιά στη γειτονιά, δηλαδή στην περιοχή της πλατείας Πάργης που ζούσε η θεία, ήταν αγόρια τα περισσότερα. Δεν ήταν «κόσμιο», δηλαδή δεν ήθελαν να συγχρωτίζομαι μαζί τους και να εμπλέκομαι σε αγορίστικα παιχνίδια και χαζολογήματα. Ο καθωσπρεπισμός της οικογένειας σε όλο του το μεγαλείο! Κάποτε η θεία μετακόμισε πιο κεντρικά, στην οδό Μανωλιάσσης. Από μια στρατιωτική διμοιρία που περνούσε συντεταγμένη από τον δρόμο άκουσα για πρώτη φορά ένα άγνωστο εμβατήριο. Δεν το ξανάκουσα πουθενά και ποτέ μετά από εκείνη την εποχή. Προφανώς «κόπηκε» για «εθνικούς λόγους»!
«Έχω μια αδερφή, κουκλίτσα αληθινή
την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ!!
Της κόψαν την φωνή, κουκλίτσα αληθινή
την πιάσανε αιχμάλωτη οι άπιστοι Αλβανοί.
Και τώρα που μπορώ, το όπλο να κρατώ
και ανήκω εις τον ένδοξο Ελληνικό στρατό,
Θα ανέβω ένα πρωί, με δόξα και τιμή
για να αγκαλιάσω στοργικά την δόλια μου αδερφή».
Η οικογένεια του Μιχάλη Μάνου ήταν μια όμορφη οικογένεια, το ζευγάρι και οι τρείς κόρες τους που επισκεπτόμουν συχνά. Ο πατέρας ήταν φίλος, συγχωριανός και βλάμης του πατέρα μου. Έμεναν σε ένα σπίτι παλιό, στο κέντρο της πόλης κοντά στην αγορά. Δεν θυμάμαι τους δρόμους, αλλά είμαι σίγουρη ότι, αν υπάρχει ακόμη, θα μπορέσω να το βρω! Θα με οδηγήσει η ανάμνηση και η καρδιά μου. Πήγαινα συχνά εκεί, ήμουν καλοδεχούμενη και ευτυχούσα. Με αγαπούσαν όλοι, τους αγαπούσα και εγώ!
Η οικονομική ευμάρεια και ο πλούτος που δημιουργήθηκε στα Γιάννενα από τα μέσα του 18ου αιώνα έδωσαν τη δυνατότητα στους εύπορους Γιαννιώτες, αλλά και στους Τούρκους που κατείχαν την πόλη να χτίσουν σπουδαία σπίτια. Τα αρχοντικά της ήταν αρκετά και πανέμορφα. Το σπιτικό που έμενε η οικογένεια Μάνου πρέπει να ήταν παλαιό Τούρκικο. Ήταν ένα μεγάλο, ευρύχωρο σπίτι, κτισμένο σε τρία επίπεδα, από ντόπια πέτρα εξωτερικά και με πολύ ξύλο στο εσωτερικό. Έβλεπε σε δύο δρόμους έναν κεντρικό και μεγάλο και σε έναν μικρότερο. Στον μικρό δρόμο ήταν η μεγάλη ξύλινη εξώθυρα προσαρμοσμένη σε μια υπέροχη πελεκητή πέτρινη καμάρα. Η πλευρά του σπιτιού στο μεγάλο δρόμο είχε μικρά παράθυρα με καφασωτά. Η εσωτερική πλευρά του σπιτιού έβλεπε στην αυλή και αυτή έβγαζε στον μικρότερο δρόμο. Η ηρεμία της οικογενειακής ζωής φυλαγόταν από αδιάκριτα βλέμματα, αφού η αυλή περιστοιχιζόταν από υψηλούς μαντρότοιχους. Σε αυτή την εσωτερική πλευρά ήταν και το χαγιάτι που έβλεπε στην αυλή και ήταν τεράστιο ή εγώ το έβλεπα έτσι. Το χαγιάτι ήταν ένας σκεπαστός εξώστης στον όροφο του σπιτιού. Η λέξη χαγιάτι νομίζω ότι δεν είναι ελληνική. Ίσως την έχουμε δανειστεί από την τούρκικη γλώσσα αν και το χαγιάτι εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο πριν από τους Οθωμανούς. Χαρακτηρίζει πολλά σπίτια στα Γιάννενα και πολλοί ντόπιοι το λένε «ηλιακό» ή «κρεββάτα». Σε άλλες περιοχές το λένε και «λιακωτό». Το χαγιάτι προεξείχε αρκετά από τον τοίχο, ήταν ανοιχτό και στηρίζονταν σε αντηρίδες ξύλινες με προσκέφαλα που κρατάγανε τα δοκάρια της στέγης. Από το χαγιάτι έμπαινες στους τεράστιους οντάδες και τις κάμαρες. Οι οντάδες είχαν πολλά ξύλινα στοιχεία στα ταβάνια και στα πλαϊνά, διακοσμημένα και δουλεμένα από έμπειρους ξυλογλύπτες.
Μαγειρειά και πλυσταριά ήταν στο ισόγειο πάτωμα και στο κατώγι ήταν οι αποθήκες. Μικρά βοηθητικά δωμάτια, καταπακτές και κρυφοί αθέατοι χώροι ήταν σκορπισμένοι παντού στο μεγάλο σπίτι. Δεν ήταν εύκολα προσβάσιμοι οι χώροι αυτοί και συνήθως δεν χρησιμοποιούνταν από την οικογένεια. Όταν τυχαία τους ανακαλύπταμε μαζί με τα κορίτσια, θεωρούσαμε ότι αυτοδίκαια μας ανήκαν, τους βαπτίζαμε «κρυψώνες», «σπηλιές» ή «λαγουμάκια» και η χαρά μας ήταν τεράστια. Στο μυαλό μου οι χώροι αυτοί είχαν κάτι το συνωμοτικό, το μυστηριώδες και με οδηγούσαν να πλάθω ιστορίες εξωτικές που τις χρησιμοποιούσα ανάλογα.
Η αυλή, αρκετά μεγάλη, είχε μια σκάλα ξύλινη για είσοδο προς το σπίτι. Φιλοξενούσε μικρά ασήμαντα δέντρα, που σπάνια έδιναν λίγο καρπό και πολλά όμορφα λουλούδια στις βραγιές. Τα ευνοούσε το κλίμα τα λουλούδια, γιατί ήταν υγρό και βροχερό. Ορτανσίες δυνατές και μεγαλειώδεις γέμιζαν τον τόπο και του έδιναν μια απαλή απόχρωση ροζ, ενώ κρίνοι της Παναγίας, νεραγκούλες, φρέζες, και βασιλικοί χρωμάτιζαν και μοσχομύριζαν τη ζωή του σπιτικού.
Αυτά θυμάμαι, ίσως όχι με πολλή ακρίβεια, για το σπίτι και τους χώρους του. Μπορεί η λεπτομέρεια να ξεθώριασε δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το συναίσθημα. Θυμάμαι έντονα πόσο ήθελα να πηγαίνω εκεί και να «ζω» μαζί τους.
Κάποτε οι δρόμοι μας χώρισαν! Η οικογένεια αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στις Η. Π. Αμερικής. Οι ζωές μας συνεχίστηκαν, οι αναμνήσεις και η τρυφερότητα δεν εξατμίστηκαν. Στο εξοχικό σπίτι μας στο χωριό κρατώ πολύτιμο ενθύμιο δύο ξύλινα διακοσμητικά «ραφάκια» άγνωστης προέλευσης, από μαύρο υλικό και μαρκετερί.

Στα Γιάννενα έχω να πάω τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Από τότε που πέθανε η θεία μου φυλάω την πόλη και τις αναμνήσεις μου ευλαβικά στην ψυχή μου!!!
Στο εξώφυλλο: ο μικρός Μιχάλης, ο Γιάννης Διαμάντης, ο Μιχάλης Μάνος και η Ανθούλα σε βόλτα…