«Για Ελληνισμό εργάστηκες που τον πολυποθούσες, / στο Προξενείο ήταν γραφτό εσύ να ξεψυχούσες…»

«Για Ελληνισμό εργάστηκες που τον πολυποθούσες, / στο Προξενείο ήταν γραφτό εσύ να ξεψυχούσες…»

ΣΤΟΝ ΚΙΤΣΙΟ ΚΟΛΛΑ (Μοιρολόι)

Η μάνα του Κίτσιου Κόλλα, του Κίτσιου και ο πατέρας,
μοιρολογούν και σκέφτονται, δεν βγαίνουνε σε πέρας:
«Κίτσιο μας, παλικάρι μας, καμάρι του σπιτιού μας,
καμάρι εδώ της γειτονιάς, καμάρι του χωριού μας!»
Κίτσιος Κολλάς εδιάβαινε και κουνιόταν ο δρόμος,
τον αγαπούσε το χωριό, τον σέβονταν ο κόσμος.
Από μικρός εφάνηκε, που ήταν παλικάρι,
έξυπνος, χεροδύναμος Κίτσιος Κολλάς με νάμι.
στο δίκιο αίμα σου ‘παιρνε, στο φρύδι το γαϊτάνι.
Είκοσι εννέα του Θεριστή, πρωί πέντε η ώρα,
του Κίτσιου η μάνα ούρλιαξε, άκουσε όλη η χώρα.
Σε σκότωσαν πισώπλατα οι άνανδροι εχθροί σου
και σ’ άφησαν να αιμορραγεί το άχαρο κορμί σου.
Το αίμα σου το ελληνικό, στις φλέβες σου κυλούσε,
Ελλάδα το ιδανικό, Ελλάδα νοσταλγούσε.
Ο Φώτος ο πατέρας σου, δεν το πιστεύει ακόμη,
ο Κίτσιος να σκοτώνονταν, τέτοιο παιδί με τόλμη.
Ήσουνα Κίτσιο δίκαιος, ειλικρινής, αθώος,
δυο λέξεις δεν εγνώριζες: υποκρισία και φόβος.
Φρούριο ήταν το σπίτι σου, Σούλι και Ρωμιοσύνη,
δεν πείραζες κανένανε, πασχούσες για ειρήνη.
Για Ελληνισμό εργάστηκες, που τον πολυποθούσες,
στο Προξενείο ήταν γραφτό, εσύ να ξεψυχούσες.
Κι ο πρόξενος εδιέταξε για δόξα και τιμή σου,
σημαία γαλανόλευκη να ντύσουν το κορμί σου!
Μία γεννιέται ο άνθρωπος και μια φορά πεθαίνει
κι η ιστορία σου έγινε, δαφνοστεφανωμένη.
Την Κυριακή των εκλογών, έγινε μέρα θρήνους,
η Δερβιτσάνη σ’ έθαψε με λούλουδα και κρίνους.
Και Έλληνες και Αλβανοί, ήρθαν για παρηγοριά.
Λιάζηδες, Κάστρο, Δρόπολη, Πωγώνι και Ζαγόρια.
Και ο φίλος ο ομοιοπαθής, πατέρας του Μαρκάκη,
που ήπιε πριν λίγο καιρό, το ίδιο το φαρμάκι.
Τυχαίνω να ‘μαι γείτονας κι ακούγω κάθε μέρα,
το βάι το ουρλιαστικό, της δόλιας σου μητέρας
το βούγγιγμα εκδίκησης, το γέροντα πατέρα.
Οι αδερφές και ο αδερφός δεν παύουν όλη μέρα
Η Βέργω η κοπέλα σου, η καλοκαμωμένη,
ορφάνεψε τόσο μικρή… έλα σε περιμένει!
Μα εσύ πας και δεν γύρισες, πας αδικοχαμένος,
έφυγες αχαιρέτιστος και δολοφονημένος.
Η Γκέντα η γυναίκα σου, μικρή κοπελοπούλα,
έχασε το στεφάνι της, ανήλικη μικρούλα.

Κώστας ΜΕΤΣΗΣ

Σχετικά άρθρα: