Για να μην ερημώσει ο τόπος

(Το ζητούμενο και για σήμερα, κάτι που ακούγεται πλέον σαν παραμύθι…)
Συνέβη στο χωριό μου παλιά, τη Δερβιτσάνη – σε δύσκολη χρονική περίοδο – το γεγονός που θα σας περιγράψω. Όταν ο κόσμος ήταν βουτηγμένος στη φτώχεια και τη νίλα. Όταν παρατούσε ο ζευγίτης το αλέτρι στην αυλακιά κι έφευγε μακριά. Έπαιρνε τα έρημα.
…Εκείνη την ημέρα, θα ήταν μαζική η φυγή. Κάπου στα 40 άτομα, συγχωριανοί, μαζεύτηκαν στο «Νταμπόρι», που τότε ήταν πλατεία του χωριού κι ετοιμαζόταν για το ξεκίνημα.
(Όταν πρωτάκουσα αυτό τον αριθμό, τα 40 άτομα, δεν τον πίστεψα. Τον θεώρησα υπερβολικό. Σαν τον σύγκρινα μετά με τη μαζική μας φυγή του ‘90-’91, που τρέξαμε σαν λαγοί, για να προλάβουμε, μη μας έφευγε η Ελλάδα μακριά, τον θεώρησα μικρό).
Ο πιο παλιός, με το παχύ, μακρύ μουστάκι, έριξε μια ματιά στο μπουλούκι. Διέκρινε να είχαν μπει ανάμεσα στους άνδρες και λίγα αμούστακα παιδιά. Νεολαία.
Τους δίνει σήμα, τα βγάζει στην άκρη. Τα μαζεύει γύρω του και τα συμβουλεύει:
«Ακούστε με με προσοχή: Θα έρθει και η ώρα σας, να ξενιτευτείτε κι εσείς. Έχουν μια σειρά τα πράγματα. Η Νότια και η Πόλη δεν φεύγουν, εκεί είναι, σας περιμένουν. Μόνο λίγη υπομονή χρειάζεται από σας. Παντρευτείτε πρώτα, νοικοκυρευτείτε, κάντε την οικογένειά σας, ρίξτε ρίζα και μετά δρόμο!»
Η φιλοσοφημένη συμβουλή του γέροντα, με αγάπη, πόνο για τον τόπο, για να μην εγκαταλειφθεί, να μην χαθεί, αλλά να έχει πάντα ζωή, έπιασε τόπο.
Τα παιδιά, χωρίς καμιά αντίρρηση, δεύτερο λόγο, όταν το μπουλούκι αναχώρησε, με κατανόηση γύρισαν σπίτι τους. Συνέχισαν τη ζωή στο χωριό.
01.07.2017