Γιάννης Ιωαννίδης: Το σακάκι του «ξανθού» κρεμάστηκε
Γράφει
ο Άκης Τριανταφύλλου
Τα γούρια, οι επιτυχίες, οι αποτυχίες και οι κώδικες τιμής του ανθρώπου που έπαιζε μπάσκετ από τον πάγκο
Ένα σακάκι που πότε έμπαινε, πότε έβγαινε και άλλοτε πετιόταν στα μούτρα κάποιου. Ένα ιδρωμένο μέτωπο σε ένα αγριεμένο πρόσωπο, που οι αδιάκοπες φωνές και οι βαθιές τζούρες από το τσιγάρο, λες και το είχαν σμιλέψει.
Ο «ξανθός» αρχάγγελος του ελληνικού μπάσκετ πέταξε για τα πιο ψηλά καλάθια. Και εκεί θα είναι προπονητής. Έτσι γεννήθηκε και έτσι «έφυγε», έτσι θα τον θυμάται ολόκληρος ο ελληνικός αθλητισμός.
Προπονητές ανέδειξε και θα αναδείξει και άλλους το ελληνικό μπάσκετ. Προπονητή όμως σαν τον Γιάννη Ιωαννίδη, που να παίζει μπάσκετ από τον πάγκο, δύσκολα θα ξαναδούμε. Οι 50άρηδες θα μπορούν στο μέλλον να εξιστορούν στους νεότερους για τον τύπο αυτό που τα έβαζε με όλους και με όλα, προκειμένου να βγει νικητής.
Που… μπινελίκωνε τους αντιπάλους, τους διαιτητές, τους παίκτες του, ακόμη και τους οπαδούς της ομάδας του, όποιον τέλος πάντων θεωρούσε πως του φράζει τον δρόμο προς τη νίκη.
Που έπαιρνε τα τάιμ άουτ το ίδιο δευτερόλεπτο ακόμη κι αν ήταν μπροστά 20 πόντους, γιατί έτσι ήταν το γούρι. Που φόραγε το ίδιο σακάκι χειμώνα καλοκαίρι και άλλαζε δρόμο βλέποντας μαύρη γάτα πριν το παιχνίδι.
«Η ζωή η ίδια, αναγκάζει τον άνθρωπο να είναι προληπτικός. Όταν ορισμένα πράγματα σου έρθουν βολικά με ορισμένες καταστάσεις, είναι επόμενο να τις επαναλαμβάνεις. Η ενδυμασία είναι καθαρά θέμα δικό μου. Δεν ενοχλώ κανέναν, δεν πάω για γαμπρός για να αλλάζω κάθε φορά γραβάτα και κοστούμι».
Σαφές δείγμα πως τον Θεσσαλονικιό το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κερδίζει. Με κάθε τρόπο. Πάντα στηρίχθηκε στις δικές του δυνάμεις, στα δικά του πιστεύω και στη δική του φιλοσοφία, που ίσως σε κάποιους δεν άρεσε.
Γι′ αυτό εκτός από πολλούς φίλους είχε και εχθρούς, Γι′ αυτό για κάποιους ήταν ο καλύτερος, για κάποιους άλλους όχι.
Οι έξι φορές που βρέθηκε στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας (τρεις με τον Άρη, δύο με τον Ολυμπιακό και μία με την ΑΕΚ) και δεν κατάφερε να σηκώσει σε καμία την κούπα ήταν το «τρωτό» του σημείο. Εκεί τον χτυπούσαν οι επικριτές του, μειώνοντας τα επιτεύγματά του και κολλώντας του τον τίτλο του «λούζερ».
Ωστόσο οι ίδιοι οι αριθμοί αλλά και η πραγματικότητα μέσα στο παρκέ έλεγαν την αλήθεια.
18 τίτλοι (12 πρωταθλήματα Ελλάδας, 6 κύπελλα), οι περισσότεροι από κάθε άλλον. Και βέβαια σε όποια ομάδα και αν κάθισε στον πάγκο της (Αρης, Λάρισα, Ολυμπιακός, ΑΕΚ) έγινε πρωταγωνίστρια.
Αναμορφωτής με τις αρχές του σε προτεραιότητα
Ήταν ο κατάλληλος για να φτιάχνει από το μηδέν ομάδες (Ολυμπιακός), να μην καταλαβαίνει από παίκτες βεντέτες. Ήταν ο ιδιόρρυθμος αυτός χαρακτήρας, που λίγα λεπτά μετά τα «καντήλια» που κατέβαζε στους παίκτες του, έκανε τον σταυρό του ζητώντας την άνωθεν βοήθεια.
Γέννημα θρέμμα Αρειανός, η ζωή τον πήγε εκεί που έπρεπε, παρά το ότι τα έπαιρνε τα γράμματα. Αμούστακο παιδί ακόμη φόρεσε την κίτρινη φανέλα και την ελβιέλα και μετά τη δυναστεία που έστησε τη δεκαετία του ’80 ως προπονητής της μεγάλης ομάδας των Γκάλη και Γιαννάκη, με το ασύγκριτο ταμπεραμέντο του, αναμόρφωσε και τον Ολυμπιακό τη δεκαετία του ’90.
Εκεί απέδειξε πως δεν ήταν ένας προπονητής που είχε μόνο την τύχη να διαθέτει το καλύτερο περιφερειακό δίδυμο της Ευρώπης (Γκάλης-Γιαννάκης), φτάνοντας με αυτούς στις επιτυχίες αλλά τις έφτιαχνε ο ίδιος.
Με ένα ταπεινό ρόστερ που ο μόνος σταρ που είχε ήταν ο Ζάρκο Πάσπαλι, αλλά με όλους τους παίκτες να παίζουν «σκυλίσια» άμυνα και να μην ξεφεύγουν ούτε γράμμα από τις εντολές του, ο Ολυμπιακός, όχι μόνο κατάφερε να σπάσει το δίδυμο (Άρης, ΠΑΟΚ) της Θεσσαλονίκης, αλλά αργότερα να φτάσει και στο φάιναλ φορ.
Το ίδιο μετέπειτα και στην ΑΕΚ όπου με συνθήκες παρόμοιες με τον Ολυμπιακό, παρέλαβε μια ομάδα σε ανυποληψία και την έφτασε στους ελληνικούς τελικούς του 1997 και στον τελικό της Ευρωλίγκας το 1998.
Στη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό και ενώ το μπάσκετ άλλαζε από τις παραστάσεις των ξένων προπονητών που ήρθαν (Ιβκοβιτς, Ομπράντοβιτς) στη χώρα μας και χάριζαν τίτλους, χαρακτηρίστηκε παρωχημένος. Γι′ αυτό και στα τελευταία του προπονητικά χρόνια σε συλλογικό επίπεδο έδειξε πρόθυμος να πειραματιστεί.
Με χαμηλά σχήματα είχε νικήσει και στα τέσσερα ματς της κανονικής περιόδου τους Παναθηναϊκό και ΑΕΚ των Ομπράντοβιτς και Ιβκοβιτς.
Ο Ιωαννίδης ήταν προσαρμοστικός, αν φανταστεί κανείς πως όταν ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα δεν υπήρχε καν το τρίποντο και οι ομάδες έπαιζαν άμυνα χώρου.
Όμως σαφώς και δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις αρχές του και αυτό φάνηκε όταν ανέλαβε τον πάγκο της εθνικής ομάδας το 2002.
Στον Παναθηναϊκό δεν πήγε ποτέ. Όπως είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος, «ο Θανάσης (σ.σ. Γιαννακόπουλος), σε μια γιορτή για τον Δημήτρη, στην οποία ήμουν καλεσμένος, είχε πει μπροστά στους δημοσιογράφους πως ό,τι ήθελε στη ζωή του το είχε. Κύπελλα Ευρώπης, πρωταθλήματα και άλλα τέτοια. Ο μεγαλύτερος του όμως νταλκάς ήταν να πάω στον Παναθηναϊκό. Δεν μπορούσα όμως να πάω ποτέ».
Γιατί όμως; Κι αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει, μετά το επεισοδιακό διαζύγιο με τον Σωκράτη Κόκκαλη. «Είχα δηλώσει πως όσο είμαι στον Άρη, δεν θα πήγαινα ποτέ στον ΠΑΟΚ. Όσα εκατομμύρια και αν μου έδιναν! Στην Αθήνα, πήγα σε μια ομάδα από τις δύο. Όπου και αν πήγα, δεν πήγα ποτέ στον αιώνιο αντίπαλο».
Ο Ιωαννίδης ήταν σίγουρα ένα αγύριστο κεφάλι. Όμως ως άνθρωπος και ως προπονητής κουβαλούσε μέχρι το τέλος τους κώδικες τιμής που στην εποχή μας είναι δυσεύρετοι…
kathimerini.gr