Γιώργος Ντέρος: «Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα μου στη μουσική παράδοση της Δερόπολης»

Γιώργος Ντέρος: «Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα μου στη μουσική παράδοση της Δερόπολης»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η παράδοση του κλαρίνου από τον πατέρα στον γιο

Γ.Ν. Καταγωγή έχω από Βόρειο Ήπειρο, Γεωργουτσάτες Δερόπολης, από την πλευρά του πατέρα μου. Η μητέρα μου από Τίρανα Αλβανίας. Πράγμα που σε παιδική ηλικία με δυσκόλεψε λόγω ρατσισμού, στο δημοτικό κυρίως είχα βιώσει και το ρατσισμό. Μετά, εντάξει, όσο μεγάλωνα ξεπεράστηκε και με το πώς αντιλαμβάνονται και οι υπόλοιποι και πώς το εκφράζω εγώ, το υποστηρίζω. Αυτή είναι η καταγωγή μου και είμαι περήφανος όπως όλοι όσοι κατάγονται από τη Βόρειο Ήπειρο.

Τώρα, όσον αφορά την παιδική μου ηλικία, απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, σε ηλικία 5 χρονών, άκουγα συνεχώς ένα κλαρίνο μέσα στο σπίτι. O πατέρας μου, τον οποίο τον έχω χάσει, λεγόταν Σταύρος Ντέρος, μουσικός χρόνια, ασχολούταν με το κλαρίνο, με την παράδοση και της Βορείου Ηπείρου και των Ιωαννίνων, Ζαγόρι, είχε δουλέψει γενικά στην Ήπειρο. Και καθημερινά άκουγα το κλαρίνο και σε cd, στο ράδιο, ηχογραφήσεις, όλα αυτά, αλλά και όταν έκανε πρόβες ο πατέρας μου. Ξαφνικά, χωρίς να με πιέσει ή οτιδήποτε, πήγαινα και άκουγα κρυφά την πόρτα να ακούσω τι είναι αυτό, τι ακούγεται. Δεν καταλάβαινα τι θα πει κλαρίνο.

Ο πατέρας μου βέβαια όταν ήμουν μικρός δεν ήθελε ν’ ασχοληθώ και πολύ με την νύχτα, να μπλέξω μ’ αυτό το επάγγελμα. Του άρεσε να μάθω, το ήθελε, αλλά από την άλλη έλεγε ότι η νύχτα είναι δύσκολη. Και κάθε φορά που άνοιγα την πόρτα εγώ, μου έλεγε: «Φύγε, φύγε». Άκουγα από το σαλόνι. Εντάξει, μετά από συζητήσεις με την μητέρα μου, έβλεπε ότι μου αρέσει πολύ και λέει: «Θ’ αγοράσουμε ένα κλαρίνο μικρό για μικρά παιδιά».

Οπότε 5 χρονών ξεκινάω τα πρώτα μαθήματα. Έβλεπα το κλαρίνο, έλεγα: «Αυτό τώρα πώς; Πώς ξεκινάμε; Από πού;» Όχι ότι καταλάβαινα και πολλά τότε. Έγινε η αρχή. Έκανα κάποια μικρά μαθήματα, έτσι, λίγα τραγουδάκια στην αρχή. Πρώτο τραγούδι θυμάμαι το «Γιάννη μου το μαντίλι σου», «Μήλο μου κόκκινο» και μετά τα κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Και η πρώτη επαφή με το να βγω στον κόσμο έξω όλο αυτό ήμουνα 6 χρονών με την μητέρα μου, πάω για κάλαντα και είχα φέρει σχεδόν όλο το κέντρο των Ιωαννίνων με το κλαρίνο και να παίζω τα κάλαντα. Και γυρνώντας, μετράω, ξέρω γω, το τι είχα βγάλει. Εγώ χαιρόμουν. «Α! Έβγαλα τα πρώτα μου χρήματα!» Και, θυμάμαι, λέει ο πατέρας μου: «Μπράβο, έβγαλες το κλαρίνο που σου πήρα», ότι και καλά το είχα ξεχρεώσει.

Μετά συνέχισα, κάναμε καθημερινά μαθήματα μόνο με τον πατέρα μου, μέχρι την ηλικία των 12 που πήγα σε μουσικό γυμνάσιο και λύκειο. Εκεί μπήκα σε άλλα πλαίσια, δηλαδή στο να κάνουμε οργανικά σχήματα, σε μπάντες, όλα αυτά, ορχήστρα του σχολείου. Ασχολήθηκα με την τζαζ στο σχήμα που είχαμε. Είδα και κάτι διαφορετικό, είδα πιο πολύ το θεωρητικό κομμάτι παρά το πρακτικό. Γιατί με τον πατέρα μου, ήταν και λόγω ηλικίας, δεν μπορείς τώρα να είσαι 10 χρονών και να καταλάβεις πολλή θεωρία, το δουλεύεις πιο πολύ στην πράξη. Και έκατσα στο μουσικό γυμνάσιο μέχρι την πρώτη λυκείου, διότι όταν ήμουν τρίτη γυμνασίου ο πατέρας μου έπαθε ένα εγκεφαλικό. Και τα προηγούμενα χρόνια, όσο ήμουν μικρότερος, γυρνούσα σπίτι, ό,τι μάθαινα από τους καθηγητές εκεί πέρα και μου έλεγε ότι: «Όχι, αυτό δεν είναι σωστό, θα το κάνεις όπως το κάνουμε μαζί». Ήθελε δηλαδή να μου δείξει τον τρόπο του. Και το δεχόμουν, δεν ήταν επιβλητικός, αλλά πίστευε ότι πρέπει να μάθω σαν κι αυτόν. Μετά, όταν έπαθε το εγκεφαλικό, δεν μπορούσε να με διορθώσει, να παίξουμε το σωστό ποιο είναι. Και φοβήθηκα ότι ό,τι μάθω θα το μάθω λάθος, οπότε και έφυγα από το μουσικό λύκειο και συνεχίζαμε να κάνουμε μαθήματα με το στόμα που λέμε, δηλαδή ο πατέρας μου τραγουδούσε και εγώ ό,τι άκουγα το έπαιζα και το δουλεύαμε έτσι για δύο χρόνια, ώσπου τον έχασα.

Μετά, όσον αφορά το επαγγελματικό κομμάτι, στην ηλικία των 16, πρώτη μου δουλειά ήταν στο χωριό μου, που ανέλαβα μόνος μου. Πράγμα που σημαίνει ότι με βοήθησαν όλοι οι χωριανοί μου να βγω μπροστά, να πάρω μια πρώτη εμπειρία στο θέμα της δουλειάς. Θυμάμαι άγχος πολύ, δηλαδή για τουλάχιστον ένα μήνα άγχος το πώς θα γίνει, πώς θα παίξω, με τι θα ξεκινήσω, πώς θα είναι με τον κόσμο, μόνος μου. Εν τέλει, όλα καλά, βγήκα πρώτη φορά στη δουλειά, είδα τον κόσμο, την συμπεριφορά, όλα, και από κει πήρα ένα θάρρος, δηλαδή η πρώτη εμπειρία.

Μετά από αυτό, ήρθε η στιγμή του στρατού το 2019, όπου πάλι μπήκα στο Μουσικό Σώμα Στρατού και εκεί πέρα, όπως όλοι ξέρουν, αυτό το περίεργο κλίμα του στρατού έγινε λίγο πιο ήρεμο, πιο ευχάριστο λόγω της μουσικής. Γνώρισα άτομα, γνώρισα στρατιωτικούς μουσικούς.

Κ.Φ. Να σε ρωτήσω για το background του πατέρα σου; Γιατί φαντάζομαι ότι και αυτός έχει μια δική του ιστορία για το πώς ξεκίνησε και αυτή μπορεί να σε επηρέασε κάπως.

Γ.Ν. Ο πατέρας μου όταν ήτανε 10 χρονών άκουγε στους γάμους στο χωριό το κλαρίνο και από μόνος του έλεγε ότι: «Θέλω να μάθω κλαρίνο». Τότε υπήρχε και το σύστημα αυτό του Χότζα, που λέμε, το κομμουνιστικό, το οποίο απαγόρευε να ακούγονται όλα αυτά πέρα από τους γάμους.

Και ο πατέρας μου, στην αρχή δεν μπορούσαν οι παππούδες μου, δεν μπορούσαν να του αγοράσουν ένα κλαρίνο, γιατί ήταν δυσεύρετο και ήταν και ακριβό κιόλας. Και είχε ξεκινήσει με μια τζαμάρα. Έπαιζε μόνος του, σφύριζε στο δρόμο, δηλαδή λέγανε ότι «Ο Σταύρος είναι σαν να παίζει κλαρίνο με το σφύριγμά του». Και η πρώτη επαφή ήταν, του είχε στείλει θείος του από την Αμερική ένα κλαρίνο, μποέμ λέγεται, το οποίο είναι άλλης τεχνοτροπίας, είναι για κλασική μουσική, κλαρινέτο σήμερα. Θυμάμαι, μέχρι να του στείλουν το κλαρίνο, έλεγε στη γιαγιά μου «Θέλω κλαρίνο, θέλω κλαρίνο» και του λέει η γιαγιά «Δεν μπορούμε να σου βρούμε κλαρίνο, να σου πάρω ένα βιολί». Εντάξει, ο πατέρας μου τότε της λέει: «Φέρε το βιολί, θα στο σπάσω στο κεφάλι!»

Όταν πήγε 18 χρονών έφυγε στα Τίρανα, το σπούδασε, δηλαδή εκεί ήταν η πρώτη επαφή που να καταλάβει το τι είναι το κλαρίνο κι αυτός. Δηλαδή παλιότερα απλά καθόταν, πήρε τις κασέτες στο κατώι που λέμε εμείς, στην αποθήκη του σπιτιού του, κρυφά, άκουγε μουσική και δεν ήξερε πού να πατήσει, τι να παίξει. Στα Τίρανα το δούλεψε όλο αυτό έξι μήνες και γυρνώντας καθόταν, μελετούσε κρυφά –όπως είπαμε πριν, όπως αναφέρθηκα για το σύστημα όλο αυτό που απαγορευόταν, γινόταν όλα στα κρυφά– και λέγανε «Α! Ο Σταύρος παίζει, μελετάει», όλα αυτά.

Εκεί ξεκίνησε πάλι, όπως ανέφερα κι εγώ, δηλαδή τον βοήθησαν οι χωριανοί, ήταν ο πρώτος του γάμος ήταν από μέσα από το χωριό μας, και το ’93 μεταφέρθηκε, μετακόμισε στα Ιωάννινα, μόνιμα πλέον. Εκεί είδε άλλου είδους μουσική, τοπική βασικά. Γιατί στη Δερόπολη έχουμε τα δικά μας, έχουμε το γνωστό βουνίσιο αυτό, στα Γιάννενα έχει τα τσάμικα, έχει ζαγορίσια τραγούδια, έχει διάφορα, οπότε έμπλεξε με άλλο κόσμο, με άλλη νοοτροπία, με άλλες συμπεριφορές. Δηλαδή σε εμάς ο κόσμος είναι… όχι επειδή καταγόμαστε εμείς από εκεί, αλλά είναι πολύ πιο άνετος, πιο πρόσχαρος, οι μουσικοί βοηθούν ο ένας τον άλλον. Όσο να ’ναι, στα Ιωάννινα είναι λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα – ήταν και είναι.

Συγκεκριμένα, ένα πράγμα που συνδέεται πολύ πλέον απ’ όταν έπαθε ο πατέρας μου το εγκεφαλικό και μετά είναι ότι μάθαινε μόνος του, αυτό που ανέφερα, και πια μαθαίνω κι εγώ μόνος μου. Και μου το έλεγε παλιότερα, όταν ήμουν μικρός, ότι: «Ξέρεις κάτι; Δε χρειάζεται να σου μάθω εγώ απαραίτητα, να σου δείξω εγώ ένα συγκεκριμένο τραγούδι, προσπάθησε και λίγο μόνος σου, να μάθεις με το αυτί και τελικά θα δεις αν έχεις και μουσικό αυτί». Δηλαδή δε σημαίνει ότι παίρνουμε το κλαρίνο, μαθαίνω ένα τραγούδι και τελείωσε. Πρέπει να το δουλέψεις και μόνος σου. Και να που ήρθε η ώρα που ουσιαστικά κάνω αυτό που έκανε και αυτός. Μελετάω, προσπαθώ μόνος μου.

Βοήθεια από μουσικούς στη περιοχή του δεν είχε, γιατί τότε ήτανε πολύ εγωιστικό το επάγγελμα, ότι «Είμαστε εμείς οι δυο τρεις, δε χρειάζεται να βγουν και άλλοι καινούργιοι και να μας κλέψουν την δουλειά». Πλέον δεν υπάρχει αυτό. Πλέον υπάρχουν τα ωδεία, τα μουσικά σχολεία, το πανεπιστήμιο, όλα αυτά, καθένας εξελίσσεται, μαθαίνει. Εμένα συγκεκριμένα, από το 2019 και μετά, με βοήθησε ένας μεγάλος κλαρινοπαίχτης με καταγωγή από τα Γρεβενά που μένει στα Ιωάννινα, ο Κώστας ο Ζέρβας. Αυτός, λόγω του πατέρα μου, είχαμε γνωριστεί τυχαία, είχαμε πιει έναν καφέ και μου λέει: «Γιωργάκη, παίζεις;» «Παίζω», του λέω, «προσπαθώ». Μου λέει: «Έχεις πάει για δουλειά;» «Έχω πάει, στα μέρη μας βέβαια, στα Ιωάννινα διαφορετικά». Και μου λέει: «Θα πάμε μαζί». Με βοήθησε πολύ. Δηλαδή είδα αυτή την άλλη δουλειά, πιο δύσκολα πράγματα, περίεργος κόσμος.

Συγκεκριμένα, σε ένα γάμο ήταν πρώτη φορά που έπαιζα με τον Κώστα τον Τζίμα, από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της Ελλάδας, και μου λέει ο Ζέρβας: «Γιωργάκη, σήμερα έχουμε τον Τζίμα τραγούδι. Έχεις παίξει;» «Όχι». Εμένα μου τρέμανε τα πόδια και ήταν σαν να βρίσκομαι στην όπερα. Δηλαδή να ακούς αυτόν τον άνθρωπο να ερμηνεύει και να τον συνοδεύεις εσύ, για μένα μεγάλο πράγμα, μεγάλη εμπειρία. Για όλους τους μουσικούς όσους έχουν παίξει μαζί του. Δηλαδή τον έχουν παραδεχθεί τα μεγαλύτερα κλαρίνα της Ελλάδας. Πράγμα παρόμοιο που είχε βιώσει και ο πατέρας μου στην Αθήνα σε ένα γάμο, όπου ήταν καλεσμένος ο Τζίμας για μισή ώρα, και μου έλεγε ότι: «Μακάρι να συνεργαστείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο», γιατί και αυτός όταν ήρθε η ώρα να παίξει, έτρεμε. Δηλαδή ένα παιδί που ξεκίνησε από τη Δερόπολη να καταλήγει να παίζει με τους τότε, δεκαετία τώρα του ’90-’95, κάπου εκεί, να παίζει με τον μεγαλύτερο τραγουδιστή της Ελλάδας, και γι’ αυτόν ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία.

Νέος επαγγελματίας οργανοπαίχτης

Κ.Φ. Τη σχέση που είχες λίγο με το χωριό; Η σχέση δηλαδή που είχες με το χωριό σου έπαιξε κάποιο ρόλο στο ηχόχρωμα της μουσικής σου, στο πώς θα καταλήξεις να παίζεις τα παραδοσιακά τα ηπειρώτικα, τα πωγωνίσια; Οι πρώτες δουλειές που ανέλαβες μου είπες ότι ήταν από το χωριό. 

Γ.Ν. Ναι. Στην αρχή ήτανε… τα πρώτα τραγούδια που μάθαινα ήταν αυτά, τα δικά μας, της Βορείου Ηπείρου, δηλαδή τα πωγωνίσια, της Δερόπολης, και ασχολούμουν μόνο μ’ αυτό. Πράγμα που με βοήθησε πολύ μετά στο να μεταφερθώ και να μάθω τα πράγματα, τα τραγούδια στα Γιάννενα. Γιατί ουσιαστικά τα τραγούδια τα δικά μας είναι τα «εύκολα». Κάποιος μπορεί να μάθει, είναι πολύ εύκολα, πράγμα που κλαρίνα από τα Ιωάννινα δεν τα καταφέρνουν, γιατί δεν έχουν δώσει βάση. Σου λέει: «Είναι εύκολα τραγούδια, ok». Τα παίζουνε με το αυτί, με το τι τραγουδάει, με το τι λέει ο τραγουδιστής, παίζουμε και εμείς αντίστοιχα. Όλα τα κλαρίνα της Δερόπολης έχουν βοηθηθεί από αυτό, από τα τραγούδια που έχουμε εμείς, γιατί είναι η βάση ουσιαστικά στο να πας στα πιο δύσκολα, στα τσάμικα που αναφέρθηκα, στα ζαγορίσια, σε όλα αυτά. Οπότε, ο τόπος μάς βοήθησε αρκετά όλους τους μουσικούς. Πλέον αρκετοί μουσικοί στις ηχογραφήσεις τους, στα cd που κάνουν, βάζουν τραγούδια δικά μας, δηλαδή και πολυφωνικά ακόμα. Το πιο κλασικό «Στης Δερόπολης τον κάμπο», υπάρχει σχεδόν, δεν ξέρω, πάνω από 50 cd ηχογραφήσεις επαγγελματιών.

Κ.Φ. Οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους του χωριού σου;

Γ.Ν. Από την αρχή, λόγω και του πατέρα μου, υπήρχε ένας σεβασμός απέναντί μου. Δηλαδή από μικρή ηλικία, εγώ ήμουν 9 χρονών και ξέρανε πώς λέγομαι, λόγω του πατέρα μου. Και πάλι μετά, όταν μαθεύτηκε ότι γνωρίζω, ότι μαθαίνω κλαρίνο, ότι παίζω, προσπαθώ, θέλω ν’ ασχοληθώ με αυτό, προσπαθώ να βγω στο επάγγελμα, με βοήθησαν όλοι. Δηλαδή, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, υπάρχει ένας σεβασμός, μια αγάπη από όλους τους συγχωριανούς μου και γενικά από όλη την Δερόπολη και μέχρι και σήμερα. Δηλαδή, με βοηθούν, με προτιμούν για τις χαρές τους, για όλα αυτά.

Κ.Φ. Η πρώτη φορά που βγήκες στους ανθρώπους σου και έπαιξες ήταν τότε που ανέλαβες τη δουλειά;

Γ.Ν. Ναι, ήταν το 2017, όπου στην πρώτη δουλειά θυμάμαι τη νεολαία κιόλας του χωριού μας. Ήτανε η πρώτη φορά που ένιωσα να παίζω αυτό που λένε «με μεράκι» για τα παιδιά τα δικά μας. Δηλαδή να βλέπεις τη νεολαία σου… Εκεί που το 2015 μου είχε δώσει ο πατέρας μου το κλαρίνο να παίξω δυο κομμάτια. Τότε εγώ, άγνωστος βέβαια πάνω στο κλαρίνο προς όλο το χωριό, είχα παίξει δυο τρία κομμάτια και όλη η νεολαία χαρά, να φωνάζουν το όνομα μου, «Γιώργο», τότε γνωρίστηκα με όλα τα παιδιά. Και ξαφνικά να βλέπεις ν’ αναλαμβάνω μόνος μου όλο αυτό και να παίζω εγώ γι’ αυτούς. Αυτό ήταν μία εμπειρία ξεχωριστή και ένα συναίσθημα μοναδικό. Και όσες φορές τυχαίνει σε γλέντια δικά μας να βλέπω συγχωριανούς μας, και ειδικά παιδιά της ηλικίας μου κοντά, δηλαδή ανάβω και εγώ. Δηλαδή το χαίρομαι και ευχαριστιέμαι να παίζω με την ψυχή μου δέκα φορές παραπάνω απ’ ό,τι για κάποιον άλλον.

Κ.Φ. Πώς είναι να είσαι από μικρός σ’ αυτή τη δουλειά; Οι συνάδελφοί σου σε πήραν με καλό μάτι;

Γ.Ν. Στην αρχή, όταν ξεκίνησα–

Κ.Φ. Υπήρχε δισταγμός δηλαδή σε όλο αυτό;

Γ.Ν. Υπήρχε. Δηλαδή, φοβόντουσαν ότι λόγω ηλικίας πίστευαν ότι βιάζομαι, ότι κάνω κακό στον εαυτό μου λέγανε κάποιοι, καταπονώ το σώμα μου και όλα αυτά. Παρόμοια με εμένα, άλλοι μουσικοί έχουν βγει από τα 13 κιόλας, έτσι; Οπότε όλο αυτό ήταν κακία, δεν ήταν να με βοηθήσει κάποιος. Δηλαδή όταν βλέπω εγώ ότι καταφέρνω να πάω για δουλειά, και σωματικά και ότι έχω τις απαραίτητες γνώσεις για να το κάνω, δε νομίζω ότι το να παρεμβαίνει κάποιος είναι για καλό. Παρόλο που ανέφερα ότι οι συγχωριανοί με αγαπούσαν, υπήρχαν αυτοί οι δυο τρεις που δεν το θέλανε και λέγανε, πρώτη φορά στο πανηγύρι που είπα, ότι: «Είναι μικρός, δε θα τα καταφέρει, θα μας κρεμάσει, θ’ αφήσει το πανηγύρι έτσι, δε θα γίνει τίποτα, δε θα μαζέψει κόσμο». Παρ’ όλα αυτά, μετά απ’ όταν έγινε το πανηγύρι και όλα αυτά, δεν είχαν κάτι άλλο να πουν. Πλέον, όσον αφορά μετά τους μουσικούς–

Κ.Φ. Πώς αισθάνθηκες εσύ μετά από αυτό;

Γ.Ν. Ουσιαστικά δικαιώθηκα όταν τελείωσε το γλέντι.

Κ.Φ. Όταν τελείωσε το γλέντι δικαιώθηκες, αλλά ένιωσες ότι τα κατάφερες κι εσύ; Γιατί μου είπες ότι τρέμανε τα πόδια σου.

Γ.Ν. Ναι. Μετά είχα πάρει την ικανοποίηση, δικαιώθηκα, γιατί λέω ότι: «Ναι, εν τέλει τα κατάφερα, είμαι έτοιμος να βγω γι’ αυτό». Αυτοί που δίσταζαν και με κατηγορούσαν δεν έχουν κάτι να πουν, όλα πήγαν μια χαρά. Όλος ο κόσμος και η νεολαία και οι μεγάλοι και οι ξένοι από άλλα χωριά πέρασαν ωραία. Το είδα ότι το χάρηκαν όλοι. Τα σχόλια που άκουγα ήταν ευχάριστα, οπότε εκεί ήταν που πήρα το ok από τον εαυτό μου ότι μπορώ να τα καταφέρω σ’ αυτή τη δουλειά.

Μετά, όσον αφορά μουσικούς, οι μουσικοί από τον τόπο μας όλοι χάρηκαν, και δεν αναφέρομαι στα κλαρίνα, μιλάω για τραγουδιστές, όλοι οι υπόλοιποι. Είχαν χαρεί, δηλαδή λέει ότι: «Μπράβο που βγήκε ο γιος του Σταύρου». Ειδικά μετά το εγκεφαλικό ήταν και λίγο συναισθηματικά όλο αυτό δύσκολο για όλους. Και όταν είδα ότι εγώ τα καταφέρνω και βγαίνω στη δουλειά χάρηκαν, δηλαδή ήταν σαν να βλέπανε τον πατέρα μου σ’ εμένα.

Στα Ιωάννινα, αντίστοιχα, όμως, δεν υπάρχει αυτό. Δεν υπήρχε κι ούτε υπάρχει. Στην αρχή είχαν θέμα με την ηλικία κάποιοι, ότι «Είναι 16 χρονών, τι να καταφέρει; Εντάξει, καταφέρνει στους δικούς του, που είναι εύκολα τα πανηγύρια από θέμα τραγουδιών και τέτοια, σ’ εμάς δεν μπορεί, δε γίνεται, δε θα τα καταφέρει». Ή μετά ο ρατσισμός που υπήρχε και υπάρχει πάντα μεταξύ μουσικών: «Α! Ο Αλβανός δε θα μπορέσει, τι να παίξει αυτός εδώ στα Γιάννενα; Δεν ξέρει». Εγώ όντας μικρός δεν είχα και επαφές με πολλούς, δεν είχα γνωριμίες. Από το στρατό και μετά που βρέθηκα με δύο τρία άτομα, τραγουδιστή και κρουστό, εκεί άρχισα να μπαίνω στο κλίμα όλο αυτό το να γνωρίζομαι, το να συναναστρέφομαι, ακόμα και μ’ αυτούς που με κατηγορούσαν ή δεν πίστευαν σ’ εμένα. Και πλέον κυλάει όμορφα. Εντάξει, αυτό το ρατσισμό, ή τον πόλεμο, σε εισαγωγικά, τον βιώνουν όλοι στην αρχή, γιατί είναι ένα φρέσκο αίμα, καινούργιο ουσιαστικά και κατά κάποιο τρόπο υπάρχει αυτή η νοοτροπία ακόμη που ανέφερα νωρίτερα, ότι «Μας κλέβουν την δουλειά».

Εγώ πλέον αυτό που βιώνω είναι ότι αλληλοβοηθιόμαστε με τον οποιονδήποτε, με όλους τους μουσικούς. Και τουλάχιστον σ’ εμένα, στο πρόσωπό μου, με υποστηρίζουν αρκετά άτομα, και κλαρίνα ακόμα. Συγκεκριμένα ο Θοδωρής Χαλιάσος,  μεγάλο κλαρίνο, νέος σε ηλικία βέβαια, αλλά πολύ καλός. Με βοήθησε και σε γνωριμίες με κόσμο, και με το να με πάρει για δουλειά, να μου δώσει δύο τρεις συμβουλές. Μετά, στο ωδείο που φοιτώ τώρα πάνω στο κλαρίνο ο Νίκος ο Τάσης, ο δάσκαλός μου. Συμβουλές, πέρα από το μάθημα του κλαρίνου, είναι απαραίτητες σε ένα νέο παιδί. Που, εντάξει, μπορεί να έχω δουλέψει, να έχω βιώσει πέντε έξι πράγματα, αλλά ο καθένας εξελίσσεται ακόμα και στα 70 του. Προς το παρόν δηλαδή κυλάνε όλα ομαλά και με τους συναδέλφους και με τον κόσμο. Θέλω να ελπίζω ότι θα συνεχιστεί έτσι.

Κ.Φ. Το ότι βγήκες τόσο νέος στο κουρμπέτι αυτό το μουσικό, θεωρείς ότι σε ωρίμασε λίγο πιο γρήγορα; Ήταν οι καταστάσεις δηλαδή τέτοιες που θεωρείς δεν ήσουν ακόμα έτοιμος ή, μάλλον, σε φέρανε πιο κοντά με την ωμή πραγματικότητα;

Γ.Ν. Αρχικά, ο πατέρας μου πρώτη φορά βγήκε στο επάγγελμα 21 χρονών. Τότε ένιωσε ολοκληρωμένος. Εγώ κατά κάποιο τρόπο στα 16 μου, εντάξει, είχα παραπάνω πράγματα  απ’ ό,τι είχε ο πατέρας μου, δηλαδή αυτός δεν είχε κάποιον δάσκαλο μέχρι τα 17 του, 18, που πήγε να σπουδάσει. Εγώ όλα αυτά τα είχα από 5 χρονών. 

Αυτά με βοήθησαν να βγω νωρίτερα, πράγμα που αυτό που φοβόταν ο πατέρας μου κατά κάποιο τρόπο συνέβη. Δηλαδή δεν είναι και εύκολο πράγμα. Δηλαδή έχει τύχει σε πανηγύρι να τσακωθώ με κάποιον και να πάει να μου σπάσει μπουκάλι μπύρας στο κεφάλι χωρίς λόγο. Οπότε εκεί κατάλαβα ότι η νύχτα έχει και τις δυσκολίες της, δεν είναι απλά ότι παίρνουμε το κλαρίνο, πάμε, παίζουμε και τελείωσε. Έχεις ν’ αντιμετωπίσεις πολλά. Έχεις ν’ αντιμετωπίσεις τον κόσμο υπό την επήρεια του αλκοόλ, όλα αυτά, να φερθείς σε όλους σωστά, δηλαδή να μη χαλαστείς με κανέναν. Οπότε εκεί βλέπεις και την άλλη πλευρά του επαγγέλματος. Ναι μεν είναι ωραίο πράγμα, παίζεις μουσική, διασκεδάζουμε τον κόσμο, κάνουμε αυτό που αγαπάμε, αλλά από την άλλη έχεις και ν’ αντιμετωπίσεις πολλά πράγματα.

Με ωρίμασε όλο αυτό, μαζί βέβαια και με αυτό που είχε συμβεί στον πατέρα μου και το ότι πήγα νωρίς στο στρατό. Είδα… ουσιαστικά από τα 18 μου είχα ζήσει πράγματα που δε ζούσαν άλλοι στα 21-22, οπότε εκεί… Ειδικά όταν άρχισα να το βλέπω πιο επαγγελματικά καθαρά, εκεί δυσκόλεψε κιόλας. Γιατί ήμουν και μικρός, δεν υπήρχαν πολλές δουλειές και άρχισα να αγχώνομαι από τα 18 μου τώρα που έχει οποιοσδήποτε ενήλικας στα 25 του που αυτοσυντηρείται. Τώρα, τα πρώτα δυο χρόνια ήταν δύσκολα. Δουλειές δεν υπήρχαν πολλές, και λόγω ηλικίας, και έβλεπα τον εαυτό μου και έλεγα: «Πρέπει να προσπαθήσω παραπάνω, πρέπει να το δουλέψω παραπάνω, και με τον κόσμο και με το κλαρίνο», οπότε είχα αναλάβει ευθύνες που δεν έχει κάποιος στα 16 του, 17 του. Όσο να’ ναι, αυτά σε βοηθάνε και ωριμάζεις νωρίτερα από την ώρα σου κιόλας. Με βοήθησε γιατί μέχρι και σήμερα κάνω το κουμάντο μου, που λένε.

Κ.Φ. Βιοπορίζεσαι από αυτό δηλαδή;

Γ.Ν. Ναι. Βλέπω πιο σοβαρά τη δουλειά. Στην αρχή, εντάξει, το έκανα και για το κέφι μου. Δηλαδή 16 χρονών εννοείται δεν πήγαινα για τα χρήματα μόνο. Πήγαινα και για την εμπειρία και για να το ευχαριστηθώ εγώ σαν Γιώργος.

Κ.Φ. Ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή που θυμάσαι πάνω σ’ αυτή τη δουλειά;

Γ.Ν. Θυμάμαι όσον αφορά το ξενύχτι. Έβλεπα αντίστοιχα τον πατέρα μου, που μπορεί το καλοκαίρι να δούλευε ένα μήνα ολόκληρο και να κοιμόταν ανάμεσα στις ημέρες, έξι εφτά ώρες τις δυο μέρες. Αυτό το έζησα εγώ στα 17 μου. Έτυχε να παίξω σε ένα πανηγύρι βράδυ, την επόμενη μέρα σε ένα ημερήσιο, το βράδυ στο ίδιο χωριό πάλι πανηγύρι και την επόμενη μέρα, τρίτη ημέρα τώρα, ημερήσιο. Δηλαδή είχα κοιμηθεί σε τρεις ημέρες πέντε ώρες και ήμουν 17 χρονών. Εκεί και ο πατέρας μου ακόμα φοβήθηκε. Μου λέει δηλαδή: «Ωραίο αυτό, το ότι το ζεις, βέβαια είσαι μικρός». Ειδικά τη δεύτερη ημέρα το βράδυ δηλαδή έπαιζα και μέσα μου ένιωθα ότι ήθελα να κοιμηθώ, να κλείσω τα μάτια, να κάτσω στην καρέκλα και να κοιμηθώ. Αλλά από την άλλη είχα και τον κόσμο. Δηλαδή έστω και 100 άτομα να έχεις κάτω και να σε βλέπουν, δεν είναι και ωραίο πράγμα να βλέπουν ένα άτομο που είναι έτοιμο να κοιμηθεί, ενώ υποτίθεται κάνει τη δουλειά του. Οπότε εκεί είχα να διαχειριστώ την αϋπνία, πράγμα που πλέον, εντάξει, το έχω ξεπεράσει. Aλλά τότε ήταν πολύ δύσκολο, τρεις μέρες να κοιμηθώ πέντε ώρες, την τρίτη ημέρα το βράδυ, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει την επόμενη ημέρα το απόγευμα.

Άλλη δυσκολία υπήρξε στα 18 μου, η πρώτη επαφή που υπήρχε με το αλκοόλ τώρα στη δουλειά. Εγώ επειδή έβλεπα όλους που πίνουνε –γιατί κατά κάποιο τρόπο δεν περνάει και η νύχτα μόνο με το να παίζεις, σχεδόν όλοι οι μουσικοί καπνίζουν και πίνουν– εγώ μικρός τότε δεν το υπολόγισα, λέω: «Εντάξει, θα πιω κι εγώ να πάρω λίγη δύναμη, να ανεβώ και εγώ σαν Γιώργος». Καταναλώνω τρία τέσσερα ποτά και με τα τρία τέσσερα ποτά εγώ τότε είχα γίνει… είχα βγει off, που λέμε, και έπαιζα και έβλεπα τον κόσμο καταλάβαινε ότι δεν είμαι καλά και λέω: «Ωπ! Τώρα τι κάνεις;»  Εντάξει, πήγα έριξα λίγο κρύο νερό, ήπια έναν καφέ, συνήλθα. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι που πολλούς μουσικούς τους χαλάει. Ναι μεν, ok, βοηθάει, αυτό που είπαμε, στο να ανέβεις –κι αυτό σε εισαγωγικά είναι– αλλά  ποτό και ξενύχτι δεν πάνε μαζί σε αυτή τη δουλειά σε μεγάλη κατανάλωση. Γιατί έχεις την αϋπνία, ειδικά το καλοκαίρι που δουλεύουμε 10-15 μέρες συνεχόμενα, έχεις την αϋπνία, τώρα άμα έχεις και το αλκοόλ από πάνω, δύσκολο πράγμα. Εγώ τα έζησα ευτυχώς από μικρός και πλέον δεν τα συνδυάζω.

Το βαρύ όνομα και οι προτιμήσεις

Κ.Φ. Ποια είναι η πιο όμορφη στιγμή που έχεις στην πορεία σου; Ποιες είναι οι στιγμές που λες: «Τώρα περνάω καλά;» Πώς απολαμβάνεις εσύ την όλη κατάσταση;

Γ.Ν. Η πιο ωραία στιγμή ήτανε… από τις πιο ωραίες στιγμές ήταν ο πρώτος μου γάμος που ανέλαβα μόνος μου. Πάλι προς τιμήν του πατέρα μου και από σεβασμό με είχαν καλέσει εμένα. Κι εμένα μου έδινε μια ευχαρίστηση αυτό, δηλαδή ένιωθα υπερήφανος για τον ίδιο τον πατέρα μου και για μένα, γιατί λέω: «Συνεχίζω αυτό που έκανε και αυτός». Και εφόσον με προτιμούν το συνεχίζω καλά, θέλω να πιστεύω, και αυτό προσπαθώ. Πέρσι, αντίστοιχα, ο γάμος της ξαδέλφης μου, που υπήρχε ένα βαρύ κλίμα από την μια μεριά λόγω της απώλειας του πατέρα μου, αλλά από την άλλη το να παίζω στην χαρά της ξαδέλφης μου ήταν μεγάλη χαρά για μένα. Μετά ήταν η πρώτη φορά πάλι πέρσι τον Ιούλιο που ταξίδεψα στην Κρήτη, έφτασα μέχρι την Κρήτη για ένα γάμο. Εντάξει, το να φτάνεις από τα Γιάννενα μέχρι την Κρήτη, για μένα μεγάλη εμπειρία και μεγάλη τιμή.

Κ.Φ. Αυτό που σε ικανοποιεί δηλαδή είναι η σχέση με τον κόσμο; Ότι ικανοποιείς δικούς σου ανθρώπους που σχετίζεσαι και μαζί τους;

Γ.Ν. Το ότι με προτιμούν αρχικά, γιατί το να είμαι εγώ στη χαρά κάποιου που είναι ο γάμος του, π.χ., είναι μοναδική ημέρα, είναι μια ημέρα που τη θυμάται ο άλλος για όλη του τη ζωή. Το να είμαι εγώ και να αναλάβω την διασκέδαση κάποιου για μένα είναι μεγάλο πράγμα. Τιμή αρχικά, με όλη την σημασία της λέξης, και, εντάξει, με τους δικούς μας το νιώθω και λίγο παραπάνω, δηλαδή το χαίρομαι πολύ παραπάνω. Όταν έχω, π.χ., ένα γάμο ή μια βάφτιση ή έναν αρραβώνα από άτομα του τόπου μας, αρχικά βιώνω όλα αυτά που μπορεί να έχει βιώσει ο πατέρας μου με τα τραγούδια τα δικά μας, που, όσο να ’ναι, τα αγαπώ και λίγο παραπάνω, και μου δίνει μεγάλη χαρά αυτό.

Κ.Φ. Το όνομα είναι πολλά πράγματα φαντάζομαι. Είναι λίγο βάρος, είναι ευθύνη; Πώς το διαχειρίζεσαι όλο αυτό; Τι συναισθήματα σου προκαλεί;

Γ.Ν. Όταν ξεκίνησα όλοι αυτό μου λέγανε, ότι «Έχεις από πίσω σου να κουβαλήσεις ένα όνομα, το οποίο δεν είναι… στόχος σου δεν είναι», μου λέγανε, «απλά να το κουβαλήσεις πάνω σου, αλλά και να το εξελίξεις και να το ανεβάσεις ακόμα πιο ψηλά». Στην αρχή δεν το καταλάβαινα, αλλά αυτό που ανέφερα και πριν για τους γάμους, όταν με τιμά κάποιος και μου λέει ότι με παίρνει στο όνομα του πατέρα μου, ουσιαστικά κουβαλάω το όνομα του πατέρα μου πάνω μου και στόχος μου είναι αυτό, να το εξελίξω, γιατί αν μείνει στάσιμο δεν έχει και ουσία.

Δηλαδή άλλη κουβέντα που ακούω είναι ότι: «Πλέον πρέπει να βγει και ο Γιώργος μπροστά και όχι μόνο το όνομα του Σταύρου». Δηλαδή να κάνω κάτι δικό μου, κάτι διαφορετικό, κάτι μοναδικό. Αυτό προσπαθώ. Θέλω να πιστεύω, δόξα τω Θεώ, μέχρι στιγμής πάει καλά και ότι από κει που είναι το καμαρώνει και χαίρεται για ό,τι κάνω και έχω κάνει μέχρι στιγμής. Το όνομα για μένα δύσκολο, γιατί βλέπω άτομα στα social media από όλη την Ελλάδα να μου στέλνουν για τον πατέρα μου και να με ακούνε από αυτόν. Οπότε αυτό με το όνομα ναι μεν δύσκολο, αλλά σαν υποχρέωση, σε εισαγωγικά, χαίρομαι που το έχω να το κουβαλάω και να το εξελίξω όσο μπορώ.

Κ.Φ. Με ποια μελωδία ταυτίζεσαι λίγο περισσότερο, που σου προκαλεί κάποια συναισθήματα όταν την παίζεις ή όταν την ακούς;

Γ.Ν. Αρχικά, μέχρι να ξεκινήσω ν’ ασχολούμαι με τα τραγούδια που υπάρχουν στα Ιωάννινα, κυρίως τα τσάμικα, δεν ήθελα να έχω καμία επαφή. Δηλαδή η αγάπη μου ήταν και παραμένει για τα τραγούδια του τόπου μας, δηλαδή τα πωγωνίσια. Και το θέμα είναι ότι εγώ είχα παρωπίδες παλιότερα, δηλαδή έλεγα ότι: «Θα ζήσω μόνο με κόσμο του τόπου μας και θα μελετήσω μόνο αυτά». Μετά, όμως, όταν αντίκρισα μέσα στα Ιωάννινα σε δουλειά που πήγα ότι δεν είναι μόνο αυτό, δηλαδή πλέον η μουσική έχει εξελιχθεί και πρέπει να έχεις ρεπερτόριο από όλη την Ελλάδα, ακόμα και από Κρήτη… Όσον αφορά τη μελέτη, δεν έχω κάποιο διαχωρισμό μέσα μου. Δηλαδή όταν μελετάω, μελετάω ό,τι είναι, ό,τι χρειάζομαι για τη δουλειά μου. Αλλά πάντα αυτό που με τραβάει παραπάνω, και σε μια παραγγελία που μου ζητάει ο άλλος, όταν θα μου ζητήσει ένα τραγούδι δικό μας πωγωνίσιο, αυτό είναι που με ανεβάζει εμένα πιο πολύ.

Όταν το έχεις βίωμα και το ακούς από μικρό παιδί, αυτό μπαίνει μέσα σου. Αυτό έχεις στα αυτιά σου όπως εγώ από μωρό, όπως και πολλοί από τον τόπο μας και αυτό χαίρεσαι να ακούς. Δηλαδή άτομα από τον τόπο μας που συζητάω, όταν ακούνε τώρα τραγούδια τσάμικα και τέτοια, παίρνουν μορφασμούς αηδίας, που δε θα έπρεπε κανονικά, ok, γιατί η μουσική είναι ωραία οτιδήποτε και αν ακούσουμε, αλλά, εντάξει, όσο να ’ναι τα πωγωνίσια έχουν την δική τους γλύκα. Τα τραγούδια μας έχουν μέσα… καταρχάς, έχουν τα πάντα μέσα από συναισθήματα: έχουν την αγάπη, έχουν τον πόνο, θλίψη, χαρά, αναφέρονται στην ξενιτιά, πολλά. Και αυτό είναι που μερακλώνει τον κόσμο πιο πολύ, αυτό που βλέπω και μέσα στα Ιωάννινα, ότι τα πωγωνίσια είναι η κύρια προτίμηση όλων.

Κ.Φ. Εσένα ποιο τραγούδι είναι αυτό το οποίο σε εκφράζει, που σου ξυπνάει ένα συναίσθημα, κάτι, να συνδέεσαι πολύ μ’ αυτό;

Γ.Ν. Ένα τραγούδι συγκεκριμένο είναι το «Λιώσανε τα χιόνια πάνω στα βουνά». Αυτό, θυμάμαι, μου έλεγε ο πατέρας μου ότι το έπαιζε σε ένα γάμο όπου ο παππούς ήτανε… Ο παππούς μου, αρχικά, ήταν κρεοπώλης και μάγειρας. Ο παππούς μου είχε αναλάβει στο γάμο να ψήσει, να κόψει τα κρέατα και όλα αυτά, και άκουγε τον πατέρα μου μέσα στο γάμο που έπαιζε και στο συγκεκριμένο τραγούδι, και που του άρεσε, δάκρυζε κάθε φορά. Και όταν είχε ακούσει πρώτη φορά τον πατέρα μου να το παίζει, δηλαδή, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ από χαρά βέβαια. Οπότε, με συνδέει αυτό και όποτε το παίζω μου θυμίζει τον παππού.

Μετά, και άλλο ένα συγκεκριμένο είναι το «Γέρο λεβέντη ακούραστε». Αυτό πάλι συνδέεται και με τον παππού και με τον πατέρα μου. Δηλαδή το τραγούδι αναφέρεται στο πώς μεγάλωσε τα παιδιά του ένας γέρος, το πόσο δυσκολεύτηκε, το πώς δούλεψε. Και συγκεκριμένα ο παππούς εκείνα τα χρόνια, δηλαδή, του κομμουνισμού είχε δυσκολευτεί πολύ. Αντίστοιχα, ο πατέρας μου το ίδιο κι αυτός, ακόμη και στο κλαρίνο που προσπάθησε να μάθει. Αυτά τα δύο μου θυμίζουν άτομα δικά μου και που έχουν φύγει, βέβαια, από τη ζωή, οπότε είναι και πιο πολύ συναισθηματικό όλο αυτό.

Κ.Φ. Κάποια ιστορία που να σου έρχεται τώρα στο μυαλό, μετά από όλα όσα διηγήθηκες; Εντάξει. Σε ευχαριστώ πολύ.

Γ.Ν. Κι εγώ.

archive.istorima.org

Σχετικά άρθρα: