Η Ανθούλα – το είδωλο της κολύμβησης
Η Ανθούλα ΓΚΙΚΑ (ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ), από μικρή, έμαθε νωρίτερα να κολυμπάει, παρά να περπατάει. Σε πόλη που δεν γίνεσαι, αλλά γεννιέσαι κολυμβητής.
Της άρεσε, ήταν ξετρελαμένη με το νερό. Έπαιζε ξέγνοιαστα, γινόταν παπί σε σκάφη, όταν έπλενε και ξέπλενε τα ρούχα στην αυλή του σπιτιού τους η μάνα της.
Χειμώνα – καλοκαίρι, από ηλικία Δημοτικού, έβαζε σαν αρχηγός, την παρέα της μπροστά και την πήγαινε στη θάλασσα. Κολυμπούσαν κορίτσια και αγόρια μαζί.
Τα απογεύματα, πρώτα βουτούσε στη θάλασσα και μετά πήγαινε στο μάθημα. Έμπαινε στην τάξη και καθόταν μουσκεμένη πατόκορφα στο θρανίο.
Ανησυχούσε η επιμελήτρια δασκάλα και μετέφερε το παράπονό της στο φιλήσυχο Κώστα, τον πατέρα της, που διαρκώς την συμβούλευε. «Γίνου καλό κορίτσι! Να είσαι επιμελής, όπως στις ύλες και στη διαγωγή».
Από μικρή, η Ανθούλα, είχε δύναμη και τσαμπουκά αγοριού.
Η δασκάλα της φυσικής αγωγής σεβάστηκε την πρόταση των μαθητών. Αραιά και πού, πήγαινε οργανωμένα την τάξη στη θάλασσα. Εκεί μπόρεσε να ξεχωρίσει τα ικανά κορίτσια, με τα οποία αργότερα, δημιούργησε την ομάδα κολύμβησης.
Όταν στο 7τάξιο προπονούσε τα κορίτσια ο Σταύρης Τσάκας, συμπερίλαβε στην ομάδα και την Μαριάνθη, την αδελφή της Ανθούλας. Η ίδια, τότε, είχε μανία με τη ζωγραφική, με τα μαθηματικά, με τη γεωγραφία… Με τον πλάστη (το καλαμίδι), που άνοιγε φύλλα κρούστας (πέτουρα) η μάνα της, η Ευτυχία, έδειχνε στον κρεμασμένο χάρτη κάπου σε δωμάτιο του σπιτιού, ηπείρους και χώρες στα αδέλφια της.
Μια μέρα, όταν οι φίλες της προπονούνταν κι αυτή κολυμπούσε πλάι τους, τη βλέπει ο Σταύρης και της προτείνει να πάει να δοκιμαστεί. Η Ανθούλα αρνείται. «Μα, είναι η αδελφή μου, η Μαριάνθη αυτού, του λέει. Τι να κάνω κι εγώ;!».
Με τα πολλά υπακούει, σέβεται τον πατέρα της, που αγαπούσε τον αθλητισμό γενικά, δοκιμάζεται, πετυχαίνει και γίνετε μέλος της ομάδας αυτής.
Από κει και πέρα ξεκινάν τα όμορφα. Η Ανθούλα χαρίζει μόνο άνθη στην ομάδα της «Butrinti». Αλλεπάλληλες νίκες στους αγώνες με τις άλλες ομάδες κολύμβησης της χώρας.
Κατέχει, με την ευκινησία της, τη δυναμικότητά της, χρόνια στη σειρά τα πρωτεία. «Γίνεται η πιο γρήγορη κολυμβήτρια της χώρας, Το είδωλό της. Ενθουσιάζει τους φιλάθλους, που την αποθεώνουν και την αγαπάν αφάνταστα. Ανεβάζει ψηλά, πολύ ψηλά, στο απροχώρητο το γόητρο της μικρής παραλιακής πόλης», γράφουν: ο Ismet Bellova και ο Xhorxhi Vasili, δύο υπέροχοι εκφωνητές – σχολιαστές.
Το παράδοξο:
Όταν τις φίλες της, για ένα δίμηνο, για παραπέρα εξειδίκευση στο άθλημα της κολύμβησης, τις πηγαίνουν στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, της Ανθούλας, σαν ελληνίδα – κι ας είχε τον πατέρα κομμουνιστή – της αφαιρούν το δικαίωμα του ταξιδιού.
Η συνέχεια:
Με τις σπουδές της – εύστροφη, πανέξυπνη είναι – καταφέρνει και γίνεται δασκάλα φυσικής αγωγής, προπονητής, διοικητής σε πρωτάθλημα κολύμβησης…, παντρεύεται ταλαντούχο γνωστό αθλητή, το Σπύρο Γκίκα, αργότερα κεντρικός αμυντικός της «Partizani», δημιουργούν οικογένεια και ζουν στα Τίρανα.
Μετά το 1990, ο σφοδρός άνεμος της δημοκρατίας, τους σηκώνει κι αυτούς και τους κατεβάζει στην «Αχαρνών», σε μια παραδοσιακή συνοικία της Αθήνας.
Όπου κι αν πάει, η Ανθούλα, πίσω της κουβαλάει, εκτός των άλλων, και το χωριό της, τη Δερβιτσάνη, που την επισκεπτόταν συχνά.
Θυμάται το πηγάδι, που πήγαινε με τις βαλέρες για νερό, το αμπέλι του Κονόμου και τον ύπνο με τον θειο – Αχιλλέα, σε κρεβατίνα πάνω σε δέντρο, τα βελάνια που μάζευαν με τη Βίλμα στο βουνό για τα γίδια του Κόρρε, το αρμάθιασμα του καπνού στον κάμπο, τον φημισμένο περίπατο της Κυριακής.
Χαιρόταν το «Μεγαλάκκο», που έβγαινε ορμητικός το χειμώνα και χτυπούσε δυνατά, με θυμό, σαν με τα κέρατα, το μπέντι και τους τοίχους των σπιτιών.
Είχε τρέλα με την τσατόρα και τη νυφική δροπολίτικη φορεσιά.
Έζησε, πράγματι η Ανθούλα, το χωριό της σαν χωριάτισσα. Κι ας είναι γέννημα – θρέμμα των Αγίων Σαράντα.