Η Αθήνα ανέχεται τον ανθελληνισμό των Τιράνων και τον αφανισμό της μειονότητας
Του Αλέκου Παπαδόπουλου
Στο πεδίο των ελληνοαλβανικών σχέσεων, εκτός των άλλων, αναδεικνύονται πολλές αδυναμίες στην άσκηση αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής από την Αθήνα, παρά τους αντιθέτους ισχυρισμούς. Στην Αλβανία ζει η ουσιαστικής, ιστορικής και αριθμητικής σημασίας ελληνική μειονότητα στο εγγύς βαλκανικό περιβάλλον. Είναι σημαντικό κι όχι απλά για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας και ανθρωπισμού, η Ελλάδα να φροντίζει για την διαιώνιση της παρουσίας της εκεί.
Η σταθεροποίηση των διμερών διακρατικών σχέσεων είναι προφανές ότι διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ομαλή εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που οι οχλήσεις από την Άγκυρα οξύνονται και λαμβάνουν μορφή απειλής. Εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η Τουρκία με την βαθιά διείσδυση και την πολιτική αξιοποίηση του βαλκανικού Ισλάμ προσπαθεί να δημιουργήσει ένα μη φιλικό εγγύς περιβάλλον για την Ελλάδα.
Η Αθήνα δεν έχει μέχρι σήμερα κατορθώσει στο πεδίο των σχέσεων της με τα Τίρανα να μειώσει την σκοπίμως καλλιεργούμενη καχυποψία των Αλβανών. Ούτε να τους υποχρεώσει στην τήρηση των όσων συμφωνούνται μεταξύ των δύο χωρών, κυρίως δε να επιδεικνύουν σεβασμό στα δικαιώματα και στην βελτίωση της ζωής της ελληνικής εθνικής μειονότητας.
Απεναντίας με λύπη διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η Αθήνα, χωρίς υπερβολή, σχεδόν σύρεται στους ρυθμούς που ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας κ. Έντι Ράμα επιβάλλει στις διμερείς σχέσεις. Η στάση του αυτή αφενός μεν ικανοποιεί την Άγκυρα, αφετέρου αποτελεί παραλλαγή του μοντέλου που εφάρμοζαν τα Τίρανα από την εποχή του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο ίδιος εξ άλλου ο κ. Ράμα, παρά τον μανδύα του εκκεντρικού σύγχρονου ανήσυχου καλλιτέχνη –εάν κριθεί από τις πράξεις του στο πεδίο των ελληνοαλβανικών σχέσεων– ξανασερβίρει με φρέσκο περιτύλιγμα τον κατεψυγμένο ανθελληνισμό της νομενκλατούρας του παλαιού καθεστώτος. Για να είμαστε ακριβείς, η πολιτική Ράμα έναντι της Ελλάδας είναι χειρότερη από του καθεστώτος Χότζα, αφού σήμερα τα Τίρανα εμμέσως πλην σαφώς συμμαχούν με την Άγκυρα σε ανθελληνική βάση.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Ράμα όχι μόνο έχει βυθίσει σε αδιέξοδα τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αδιαφορώντας μέχρι τώρα για τον κίνδυνο η συμπεριφορά του και ειδικά η τοξική ρητορική του να επηρεάσει αρνητικά την διαδικασία προσέγγισης της Αλβανίας στην ΕΕ. Εγκλωβισμένη η Αθήνα στην ιδεοληπτική της εμμονή για πάση θυσία επίτευξη συμφωνίας με την Τίρανα για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Ιόνιο με κοινή προσφυγή (μάλλον) στο Διεθνές Δικαστήριο, αγνοεί συστηματικά τις άλλες παραμέτρους των διμερών σχέσεων. Η μονομερής ελληνική πολιτική, όμως, προσφέρει στον κ. Ράμα αφενός περιθώρια για κωλυσιεργία, αφετέρου περιθώρια για κινήσεις με σκοπό τη διάλυση της εναπομείνασας ελληνικής μειονότητας.
Είναι δύσκολο να βρει κανείς μια ορθολογική ερμηνεία γι’ αυτή την επιλογή της Αθήνας, για το τι ακριβώς εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα η Ελλάδα να εμφανίζεται επισπεύδουσα και μάλιστα, κάνοντας εκπτώσεις σε όλες τις άλλες πτυχές των διμερών σχέσεων. Και παρ’ όλα αυτά να μην επιτυγχάνει και την οριοθέτηση, η οποία υπενθυμίζουμε ότι είχε συμφωνηθεί και με υπογραφές στη δεκαετία του 2000. Και ήταν η διόλου αθώα απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που την κατέστησε ανενεργή.
Είναι κατανοητό η Ελλάδα να επιδιώκει την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με τους γείτονές της στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Δεν είναι κατανοητό, όμως, η Ελλάδα να επιδιώκει με κάθε τρόπο και θυσία μία νέα συμφωνία (δυσμενέστερη της αρχικής), την οποία μάλιστα προβάλλει εκ των προτέρων στο πανελλήνιο, στην ΕΕ και κυρίως στις ΗΠΑ σαν δήθεν συμβολή στην περιφερειακή συνεργασία και ασφάλεια.
Κανονικά, είναι η Αλβανία που θα έπρεπε να τρέχει για να βρει μια όποια λύση στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών κι όχι ή Ελλάδα. Δεν είναι του παρόντος τα γιατί, αλλά μπορεί κάθε ελαχίστως έστω ενημερωμένος να βρει τις απαντήσεις. Είναι αρνητικό και μακροπολιτικά επικίνδυνο να αναδεικνύεται γι’ αυτό το θέμα αυτή η περίεργη και ηττοπαθής σημερινή διπλωματική προσέγγιση της Αθήνας.
Στα Τίρανα, πρόσφατα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών βρέθηκε προ αιφνιδιασμού στην κοινή συνέντευξη με την Αλβανίδα ομόλογο του Όλτα Τζάτσκα. Σ’ αυτή την συνέντευξη η εν λόγω κυρία δήλωσε ό,τι πιο ανεδαφικό και επικίνδυνο: «Η μέθοδος σύγκλισης που ακολουθείται για την από κοινού προσφυγή στην διεθνή επιδιαιτησία για την ΑΟΖ στο Ιόνιο να αποτελέσει παράδειγμα και για τη ρύθμιση του Τσάμικου»!
Ας σημειωθεί ότι με το Νόμο “Περί Στρατηγικών Επενδυτών” ο σύζυγος της υπουργού Εξωτερικών και ομοίως ο αδερφός της (δια της συζύγου του) έχουν λάβει “δώρο” από τον κ. Ράμα μερικές χιλιάδες στρέμματα στους Δρυμάδες της Χιμάρας. Γη που είχε αρπάξει κυρίως από Έλληνες μειονοτικούς το κομμουνιστικό καθεστώς και την οποία οι μετά-Χότζα αλβανικές κυβερνήσεις ποτέ δεν επέστρεψαν παρά τη νομική υποχρέωσή τους.
Στην ίδια ανθελληνική λογική διατέθηκε εσχάτως και η αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής της Αλβανίας για εκδήλωση των πλέον ανθελληνικών κύκλων που συσπειρώνονται γύρω από τον πολιτικό σχηματισμό των Αλβανοτσάμιδων με την αμέριστη στήριξη μηχανισμών της Άγκυρας. Πρόκειται για εκείνη τη μερίδα μουσουλμάνων-τουρκογενών πλην αλβανοφώνων, που μετά την συνεργασία τους με τους Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απομακρύνθηκαν από τη Θεσπρωτία.
Στην αλβανική αλλά και την ελληνική κοινή γνώμη –όσο αυτή ενδιαφέρεται– η στάση της Αθήνας εκλαμβάνεται ως στήριξη στις πολιτικές Ράμα. Όχι απλώς ανοχή, αλλά στήριξη. Θα ήταν θεμιτό κάτι τέτοιο εάν είχε ως βάση μία θετική προσέγγιση στην ανάπτυξη ειλικρινών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς και μια άλλη στάση των Τιράνων έναντι της ελληνικής μειονότητας. Δεν θα ήταν αθέμιτο, επίσης, να προσθέσω ότι αυτό θα προϋπέθετε για τα αλβανικά μέτρα μία ηθική ακεραιότητα της ομάδας που περιβάλει τον Αλβανό πρωθυπουργό και διαχειρίζεται την δεκαετή περίπου διακυβέρνηση του.
Ζοφερή η κατάσταση για την μειονότητα
Δυστυχώς, η ελληνική διπλωματία επιδίδεται σε εκδηλώσεις φιλοφρονήσεων, δείχνει οικιοθελώς να πιστεύει τα όσα επιδέξια σερβίρουν τα Τίρανα και να αγνοεί τα πραγματικά γεγονότα που τους εμφανείς ανθελληνικούς σχεδιασμούς του κ. Ράμα. Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ πιο ρευστά και επικίνδυνα σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο αλβανικός παράγοντας στην περιοχή, παρά την οικονομική του ένδεια, τους χαμηλούς δείκτες μόρφωσης και κατάρτισης, την αδυναμία συγκρότησης σταθερών κρατικών δομών κ.α. επιδεικνύει ιδιαίτερη κινητικότητα και δυναμισμό. Έχουν διαφοροποιηθεί από το σλαβικό-σερβικό στοιχείο, είναι οι πλέον υπάκουοι στο Δυτικό παράγοντα και ως εκ τούτου προκαλούν δυσανάλογα μεγαλύτερη προσοχή και επικίνδυνη ανοχή.
Η κατάσταση είναι ζοφερή, γεμάτη απρόοπτα και το έδαφος των ελληνοαλβανικών σχέσεων απαιτεί σταθεροποίηση άμεσα. Οι δυνατότητες υπάρχουν, αρκεί τα Τίρανα να υποχρεωθούν σε δεσμεύσεις συνέπειας λόγου και έργων. Ο Ελληνισμός, στις πατρώες του εστίες, βάλλεται ανοιχτά και απροκάλυπτα. Οι παραβιάσεις των ιδιοκτησιών των μοναστηριών και των ελληνικών μειονοτικών κοινοτήτων της παράκτιας περιοχής, υφαρπάζονται και διατίθενται σε οικονομικά σχήματα του στενού πρωθυπουργικού κύκλου.
Τα περισσότερα ελληνικά χωριά παραμένουν, χωρίς υποτυπώδεις οδικές και άλλες υποδομές. Τα δημογραφικά μεγέθη έχουν σαφή τάση μείωσης. Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, χωρίς φερέγγυες διαδικασίες η ελληνική μειονότητα καλείται να αντιμετωπίσει μια αμφιλεγόμενη Απογραφή του πληθυσμού της τον Οκτώβριο με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι προφανές ότι διαχρονικά τα Τίρανα δουλεύουν με υπόγειες πολιτικές ήπιου διωγμού των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, προκειμένου να εκκενώσουν τις πατρογονικές τους εστίες. Μόνο που τώρα δεν διαπιστώνουμε γενναίες, εθνικά στηριζόμενες και με διακομματική συναίνεση πρωτοβουλίες από την Αθήνα για την αντιστάθμιση της κατάστασης.
Τόσο τα ζητήματα που αφορούν στην επιβίωση της ελληνικής μειονότητας όσο και της απομόνωσης των επιρροών των ανθελληνικών κύκλων στην πολιτική της γείτονος Αλβανίας απαιτούν ουσιαστική αντιμετώπιση. Ξορκισμοί με αγώνες λαϊκού αθλητισμού, επισκέψεις με άδεια χέρια κυβερνητικών αποστολών, ωραιοποιημένες εκθέσεις των διπλωματικών υπαλλήλων κ.α. δεν συνιστούν πολιτικές στήριξης από την Ελλάδα της προς εξαφάνιση ελληνικής μειονότητας.