Η φορεσιά που δε ράφτηκε…
Του Αλεξ. Χ. Μαμμόπουλου
Στα 1913 τα ελληνικά στρατεύματα, μετά την άλωση του Μπιζανίου (21 Φεβρουάριου) προχώρησαν ακάθεκτα κι ελευθέρωσαν τη μια μετά την άλλη τις πόλεις, κωμοπόλεις και τα χωριά της Βορείου Ηπείρου, Αργυρόκαστρο, Δέλβινο, Αγ. Σαράντα, Λεσκοβίκι, Πρεμετή και Κορυτσά μέσα στον ξέφρενο των κατοίκων ενθουσιασμό.
Αφού εγκαταστάθηκε η Ελληνική Διοίκηση, ύστερα από απαντοχή αιώνων, οι κάτοικοι πήραν και μια άλλη είδηση, πώς θα ’ρχόταν ο διάδοχος τού ελληνικού θρόνου Γεώργιος, ο κατόπιν βασιλεύς Γεώργιος ο Β’, για να θέσει τον θεμέλιο λίθο τού ανακτόρου στ’ Αργυρόκαστρο. Αντιπροσωπείες απ’ όλες τις επαρχίες, που αναφέραμε, ήρθαν στην πόλη και κοντά σ’ αυτές, γυναίκες ντυμένες με τις γραφικές της κάθε μιας φορεσιές, για την παρέλαση.
Οι Πωγωνίσιες με τις άσπρες ομπόλιες και οι Δροπολίτισσες με τα λευκά μαντήλια τους σε σχήμα περσικής τιάρας. Βουρκίσσιες και Χειμαριώτισσες και της Ζαγοριάς οι αμαζόνες, οι Ντόρες, (Δωριΐδες;) με τις λιτές φλοκάτες και μέσα σ’ όλες οι Λιουντζιώτισσες με τις βαριές από καβάδια φορεσιές τους, πνιγμένες στο ασήμι και το μάλαμα.
Στο διάδοχο έκανε εντύπωση η λιουντζιώτικη φορεσιά και ρώτησε πού και ποιοι τη φκιάχνουν. Μετά την τελετή συνέχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του ν’ αγοράσει μάλιστα μία για τη μητέρα του. Τού απήντησαν πώς στον τόπο τούτον δω ειν’ οι τεχνίτες πο ’χουν χρυσά τα χέρια τους και τα ψαλίδια τους.
Κάποιος πρόθυμα ξετρύπωσε μέσα απ’ το αλογάριαγο πλήθος τον ελληνοράφτη, το Βίτο Μιχήλη.
Παρουσιάστηκε αυτός μπροστά του κι άκουσε την επιθυμία τη βασιλική.
-Μάλιστα, Υψηλότατε, – αποκρίθηκε. – Θα τη ράψω και θα τη φέρω μόνος μου στη βασίλισσα!
Και βάλθηκε από την επομένη ο άξιος τεχνίτης να τη ράβει. Η λιουντζιώτικη φορεσιά θέλει έξι μήνες να ραφτεί μόνο από ένα μάστορα κι ο ράφτης έραβε κι όλο έραβε.
Όμως, η ελευθερία στη Βόρειο Ήπειρο κράτησε όσο κρατούν της δάφνης τα λουλούδια και της άνοιξης τα τριαντάφυλλα. Κηρύχτηκε εν τω μεταξύ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Δυνάμεις ανάγκασαν τον ελληνικό στρατό να εγκαταλείψει τα αδελφικά εδάφη. Έτσι η φορεσιά έμεινε μισοραμμένη!
Δε θυμίζει η μικρή μας Ιστορία τα μισοτηγανισμένα ψάρια της γριάς τού Θρήνου της Αλώσεως; Κι όμως είναι αληθινή!