Η ιστορία του μεγάλου τραγουδιού «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Ο αγαπημένος ρεμπέτης Βασίλης Τσιτσάνης, πέθανε τον Γενάρη του 1984, αφήνοντας πίσω του σπουδαία τραγούδια, που αποτελούν κορυφαίο δείγμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Ένα από αυτά είναι το «Συννεφιασμένη Κυριακή» για το οποίο οι στίχοι του αμφισβητούνται μέχρι και σήμερα αν είναι του Τσιτσάνη, του Αλέκου Γκούβερη ή και των δύο.
Το θέμα του τραγουδιού ήταν εμπνευσμένο από τις κακουχίες που περνούσαν οι Έλληνες τα χρόνια της κατοχής. Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος ο Τσιτσάνης:
«Τη Συννεφιασμένη Κυριακή την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το υλικό που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά.
Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου…».
Στον Λιάνη αργότερα ο μεγάλος Τσιτσάνης ανέφερε τα εξής: “Ήταν εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της κατοχής… Γύριζα από την ταβέρνα χαράματα και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το παγωμένο αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου.”
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» λοιπόν άρχισε να γράφεται στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 1943, αλλά ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1948. Όπως έχει αφηγηθεί ο Τσιτσάνης στον Κώστα Χατζηδουλή παιδεύτηκε πολύ: «Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε η “Συννεφιασμένη Κυριακή”, βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο κυρίως ως προς τη μελωδία τού τρίτου στίχου. Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο. Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: “που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά”. Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς».
Το θέμα του τραγουδιού ήταν εμπνευσμένο από τις κακουχίες που περνούσαν οι Έλληνες τα χρόνια της κατοχής. Όπως λέει κι πιο πάνω η πρώτη γραμμοφώνηση έγινε το 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Μάλιστα ο Τσαουσάκης, από λάθος, αντί να πει «πλακώνεις», όπως ήταν η αρχική γραφή, είπε «ματώνεις», που άρεσε στον Τσιτσάνη και το χρησιμοποίησε.
Το 1959 η «Συννεφιασμένη Κυριακή» έγινε και ταινία από τον Γιώργο Ζερβουλάκο, με τον τίτλο «Για το ψωμί και τον έρωτα», με τη Δάφνη Σκούρα και τον Μιχάλη Νικολινάκο. Ο Τσιτσάνης έγραψε για την ταινία δύο τραγούδια που τα τραγουδάει η Λάουρα.
Το 1975 ο Λαρισινός στιχουργός και συνεργάτης τού Τσιτσάνη, Αλέκος Γκούβερης, διεκδικεί την πατρότητα της «Συννεφιασμένης Κυριακής» κι εμφανίζεται ως στιχουργός της.
Το 1977, ο Σχορέλης που δεν είχε καλά αισθήματα για τον Τσιτσάνη, γράφει γι’ αυτό στο γνωστό βιβλίο του ‘Ρεμπέτικη Ανθολογία’.
“Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια.”
Απάντηση από τον Τσιτσάνη δεν πήρε ποτέ. Αργότερα όμως, σε μια συνέντευξή του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε τελικά ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη.
Κλείνοντας να πούμε ότι τον τίτλο της «Συννεφιασμένης Κυριακής» ο Τσιτσάνης τον εμπνεύστηκε από τον τίτλο ενός μουσικού κομματιού κάποιου Ούγγρου συνθέτη, που ήταν «θλιμμένη Κυριακή» [JF σημ. «Gloomy Sunday», Rezso Seress,1933]. Κατά τον ίδιο τον Τσιτσάνη, ο αρχικός τίτλος, ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ήταν «Ματωμένη Κυριακή».
Στίχοι «Συννεφιασμένης Κυριακής»
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
dinfo.gr