Η Πρωτοχρονιά

Η Πρωτοχρονιά

Απόσπασμα από το υπέροχο βιβλίο: «Ευλογημένα χώματα», του αείμνηστου Μιχάλη Χαρ. Μάνου, που βρίσκεται στην κυκλοφορία. Διαβάζεται με ικανοποίηση και χαίρει την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού. (Μέρος τέταρτο, τίτλος: Πώς περνούν τις γιορτές και τα πανηγύρια στη Δερβιτσάνη, σελ. 282, 283, 284)

Τά ἤθη καί τά ἔθιμα πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πρόγονοί μας καί πού μέσα σ’ αὐτά νιώσαμε στή γενέτειρά μας γῆ, τούς πρώτους τῆς χαρᾶς παλμούς, στό σκληρό τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀγώνα, εἶναι ἡ πιό προσφιλής καί γλυκιά θύμηση.
Στήν ἁπλότητα τῶν ἐθίμων μας βρίσκεται τόση χάρη πού σέ συνεπαίρνει ἄθελα καί αὐτό γιατί τήν ἄδολη καί ἀληθινή χαρά τῆς ζωῆς τήν βρίσκει κανείς μονάχα στήν ἁπλότητα, στήν θαλπωρή τοῦ σπητιοῦ του, στό περιβάλλον τό ἀμόλυντο τοῦ χωριοῦ του. Καί ἡ χαρά αὐτή ἐκδηλώνεται πιό ἔντονα, νιώθεται πιό βαθιά στίς συγκεντρώσεις τοῦ σπητιοῦ καί στά κοινά γλέντια τοῦ χωριοῦ μέ τήν εὐ-καιρία τῶν γιορτάδων καί τῶν πανηγυριῶν (Πάσχα, ἀποκριές, Πρωτοχρονιά κ.ἄ.).
Μέ τήν περιγραφή πού ἀκολουθῆ θά δώσουμε μιά εἰκόνα τῶν συνηθειῶν αὐτῶν χωρίς νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τήν ἀλλοίωσιν πού ἴσως ἔπαθαν ἀπό τούς «νεωτερισμούς» τῶν τελευταίων χρόνων.

1ον) Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Μέρα χαρούμενη καί γιά ὅλους ἐλπιδοφόρα ἡ Πρωτοχρονιά!
Τό βράδυ τῆς παραμονῆς ὅλη ἡ οἰκογένεια μαζεύεται γύρω ἀπό τήν ὀμπλή πού λάμπει χαρούμενα ἀπό τήν ἀρχοντική φωτιά… καί σέ λίγο φέρνουν τήν καλοψημένη πίτα, τ’ ἄλλα τοῦ φαγητοῦ πού εὐλογάει καί εὔχεται ὁ παππούς. Ἀφοῦ φᾶνε καί πιούνε τραγουδοῦν μέ τόν χαρακτηριστικόν ἦχο τοῦ χωριοῦ μας:

Ἁϊ Βασίλης ἔρχεται, Γενάρης ξημερώνη.
Βασίλη πούθεν ἔρχεσαι καί πούθεν κατεβαίνεις;
Ἀπό τήν μάναμ ἔρχομε καί στό σχολειό πηγαίνω.
Πάνω νά μάθω γράμματα νά πῶ τήν Ἄλφα-Βήτα
Καί στό ραβδί του ἀκούμπησε κι’ εἶπε τήν Ἄλφα-Βήτα…

Ἐνῶ τό τραγούδι πάει «βρονταριά», ὁ μεγαλύτερος τοῦ σπητιοῦ παίρνει νά ρίξη τό ἀγκυλωτό πράσινο κοφτανέτσι πού μάσαν τά παιδιά στίς πλαγιές τῶν βουνῶν, στά μπιγκάρια, λέγοντας:

«Κοφτανέτσι μάζευα στόν κοφτό τό ἔρυχνα».

Κόβει ἕνα-ἕνα φύλλο κοφτανέτσι καί τό ρίχνει στή φωτιά, προφέροντας τά ὀνόματα τῶν οἰκείων «κατά τή μεγαλιά».– Ἄν τό κοφτανέτσι κεγόμενο πεταχτεῖ ἔξω ἀπ’ τήν φωτιά ὁ μνημονευθείς εἶναι καί θἆναι παλληκάρι ὅλη τήν χρονιά.
Μέ λαχτάρα περιμένει ὁ καθ’ ἕνας τό πήδημα τοῦ κοφτανετσιοῦ του, γιατί στό πήδημα αὐτό ἐπεκτείνη τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του προσδοκῶντας νά ὑπερπηδήση καί αὐτός ὅλες τίς δυσκολίες καί τές κακοτυχίες τῆς χρονιᾶς…
Τά παιδιά χαλοῦν τόν κόσμο μέ τίς χαρούμενες φωνές τους «πήδησα, πήδησα» ἐνῶ τό τραγούδι πού ξαναρχίζει ξαναφέρει κάπως τήν ἡσυχία:

1) Ψές εἶδα, μαῦρα μου μάτια
ψές εἶδα στό ὄνειρό μου (δις)
μαῦρα μάτια στό πλευρό μου.
2) Σηκώνομαι καί δέν τά βρίσκω
ἀναλῶ καί πεθαινίσκω.

Την ἄλλη ἡμέρα ὅλοι στήν ἐκκλησιά. Βγαίνοντας σχηματίζονται παρέες κι ἀρχίζουν τό τραγούδι καί τό γλέντι, ἐνῶ οἱ εὐχές δίνουν καί παίρνουν. Χρόνια πολλά Πάντο, καλή χρονιά καί καλή λευτεριά παιδιά!

Λένε πώς ὅπως φερθῆς κι’ ὅπως πράξης τήν μέρα αὐτή, θά φέρνεσαι ὅλη τή χρονιά. Γι’ αὐτό φέρνονται ὅλοι ὑποδειγματικά. Τήν καλοτυχία ἤ κακοτυχία τῆς χρονιᾶς τήν ἀποδίδουν στό «κακό ποδαρικό» τοῦ πρώτου ἐπισκέπτη, γι’ αὐτό δέν πᾶνε ἐπισκέψεις μόνο, παρά μέ συντροφιά πολλῶν καί μόνο στούς ἑορτάζοντας.

Συνηθίζεται μάλιστα στον πρῶτο πού ἐπισκέπται ἕνα σπήτι νά «ρίχνουν τήν κατσιούλα» σκεπάζοντάς τον μέ ἕνα ὁποιοδήποτε πανί ἤ κρισάρα γιά νά φορτώσουν σ’ αὐτόν τές ἀρρώστιες καί τές κακοτυχίες τοῦ σπητιοῦ. Τρομάζουν τά παιδιά νά πᾶνε σέ κανένα σπῆτι μή τούς ρίξουν τήν «κατσιούλα».

Βροντάει τό τραγούδι ἀπ’ ὅλες τίς μεριές…
Μέρα χαρούμενη καί γιά ὅλους ἐλπιδοφόρα ἡ πρώτη τοῦ χρόνου. Μακάρι νά μή τέλειωνε ποτέ…

Συνεχίζεται η μελέτη 2ον) με ΤΑ ΦΩΤΑ και 3ον) με το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

Σχετικά άρθρα: