Η ρόκα στα χέρια της Ελληνίδας

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ
«Αρχαία και νεότερα χρόνια. Παραδόσεις, έθιμα, δοξασίες»
ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΖΙΤΣΑΙΑΣ
«Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα το σεργιάνι
κι αυτός ο έρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη».
Γνωστό το λαϊκό αυτό δίστιχο, με το οποίο δίνεται επιγραμματικά, ο χαρακτηρισμός, για τις τρεις αυτές πρωταρχικές και πιο σημαντικές εργασίες των γυναικείων χεριών. Το κέντημα θεωρείται «γλέντημα» όχι γιατί είναι εύκολη και γρήγορη δουλειά. Το αντίθετο, θέλει υπομονή, μάτια γερά, τέχνη, ψιλοδουλειά. Βελονιάζεις και ματαβελονιάζεις κι είσαι πάντα εκεί κι εκεί. Έλα όμως που είναι του χεριού σου, που λέει ο λόγος. Το παίρνεις και πας όπου θέλεις κι όπου σ’ αρέσει. Στο πεζούλι της πόρτας, να βλέπεις και ποιος περνάει, στη φιληνάδα, να κεντάς κουβεντιάζοντας, στο παραθύρι να βλέπεις και να σε βλέπουν. Ο αργαλειός πάλι που συνεχίζει από τ’ αρχαία χρόνια την ένδοξη αποδοτική του πορεία, είναι στ’ αλήθεια, σκλαβιά και φυλακή. Αμετακίνητος, πολλές φορές σ’ απόμερο ή υπόγειο δωμάτιο, να μη πιάνει τον τόπο ο όγκος του και να μην ενοχλεί το τάκα τάκα, κρατάει την υφάντρα, όλη μέρα σκλαβωμένη, διπλωμένη στη μέση, δουλεύοντας με χέρια και με πόδια, ανάμεσα σε τέσσερες ξύλινους στύλους, με χτένια, μιτάρια, σαΐτες, νήματα κι άλλα ποικίλα εξαρτήματα. Για την προσφορά του η δημοτική μας μούσα, τον ύμνησε με ωραίους στίχους. «Έχει ασημένιον αργαλειό, μαλαματένιο χτένι». Όπως και την υφάντρα «ξέρει να υφαίνει στο βλατύ να υφαίνει το βελούδο», κι άλλα διάφορα. Ενώ η ρόκα… Ε άλλο πράμα είναι τούτο. Πραγματικά όπως το λέει ο στίχος. «Σεργιάνι». «Σ’ είδα μπρος στην πόρτα σου έγνεθες τη ρόκα σου».
Τη στήνεις στη μέση και ξεκινάς ψιλογνέθοντας καμαρωτή κι ολόρθη. Η ρόκα δίνει χάρη και γραφικότητα στη γυναίκα. Το κορμί στέκεται στητό, το κεφάλι ψηλά περήφανα, τα χέρια ανάερα μ’ αρμονικές κινήσεις πάνω κάτω. Τα μάτια βλέπουν την κλωστή κι όλα τα γύρω. Εκτός κι αν κάνουν πως δε βλέπουν.
«Μωρή που πας απάνω τη ρόκα γνέθοντας
κι ούτε καλημερίζεις κι ούτε μας χαιρετάς».
Περπατώντας ή καβάλα στο ζώο, φορτωμένη ξύλα, ή την κούνια με το μωρό, ή τη βαρέλα από τη βρύση, η ρόκα ήταν πάντα στα χέρια κάθε Ελληνίδας παλαιότερα, και στα χωριά και στις πόλεις. Από τ’ αρχαία τα χρόνια. Ο Ηρόδοτος περιγράφει μια γυναίκα να γυρίζει από τη βρύση με την υδρία γεμάτη στο κεφάλι, τη ρόκα στη ζώνη και με τα χέρια να γνέθει. Εικόνα συνηθισμένη στον τόπο μας, πριν από μερικές δεκαετίες. Η ρόκα ο αχώριστος σύντροφος, η ευλογημένη, που είχε τον πρώτο ρόλο κάθε νοικοκυριού, φτωχικού ή αρχοντικού. Ο συντελεστής της τότε ζωής. Η βάση κάθε είδους υφασματικής δημιουργίας. Από τη ρόκα θα περνούσαν όλα. Υφαντά, πλεχτά, για το ντύσιμο, το στρώσιμο, το σκέπασμα. Αυτό το απλό εργαλείο, ήταν ο αφανής ήρωας της οικογενειακής ζωής, και το δοξαστικό των γυναικείων χεριών. Η χρήση της είναι πανάρχαια. Στην αρχαία εποχή την έλεγαν ηλακάτη, κι ήταν το έμβλημα της Εργάνης Αθηνάς. Το σχήμα κι ο τρόπος της εργασίας παραμένουν ίδια.
Η ρόκα συμπληρώνεται με το αδράχτι και το σφοντύλι. Αυτά διατηρούν το αρχικό τους όνομα, άτρακτος και σφόνδυλος. Με το αριστερό χέρι τραβούν το μαλλί από την τουλούπα, που είναι δεμένη στο στρογγυλό ροκοκέφαλο και με το δεξί στρίβουν τ’ αδράχτι. «Είδα το χεράκι σου που ’στριβε τ’ αδράχτι σου». Το σφοντύλι, δίνει το κέντρο του βάρους στην ιλιγγιώδη περιστροφή που κάνει τ’ αδράχτι για να κλώσει το νήμα. Από αυτού κι η φράση «μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι». Το γνέσιμο γίνεται – απαλά ή σφιχτά – ανάλογα για το σκοπό που προορίζεται. Κλώθεται μαλακά – αφράτα – για υφάδι του αργαλειού, ή ψιλοστριμένο σε λεπτή γλωστή, – σαν του φιδιού το στόμα – κατάλληλο για στημόνι, κάνουρα για καλτσόνημα και να τραβάει σε μάκρος ή κλωστή και να φεύγει γρήγορα η δουλειά. Σε σκάλα ή πέτρα. Εικόνα γραφική στα χωριά, που μένει ακόμα ζωηρή στη μνήμη μου.
Όλες οι Ελληνίδες, από τα Ομηρικά και πριν χρόνια, έγνεθαν και ύφαιναν. Η πιστή Πηνελόπη, η σεμνή Ανδρομάχη, και η ωραία Ελένη, που – όπως μαθαίνουμε από τον Όμηρο – στην επιστροφή της στη Σπάρτη, έγνεθε με χρυσή ηλακάτη, δώρο της γυναίκας του Πολύβου, Αλκάνδρας. Ένα άγαλμα της Εργάνης Αθηνάς που βρέθηκε στην Ιωνία έφερε ηλακάτη. Στην αρχαιότητα, όταν οι γυναίκες γέραζαν και δεν μπορούσαν πια να γνέσουν, αφιέρωναν την ηλακάτη τους, στο ναό της Αθηνάς, από ευγνωμοσύνη που τους δίδαξε την τέχνη. Τόσο σεβασμό έτρεφαν σ’ αυτή την εργασία. Την ίδια τιμή έτρεφαν κι έπειτα στα χριστιανικά χρόνια, γιατί το ίδιο πάντα ήταν πολύτιμη. Κι έτσι πέρασε κι εδώ σε χώρους ιερούς και πήρε υψηλή θέση, στη Βυζαντινή αγιογραφία. Στο Πρωτάτο των Κορυών, του Αγίου Όρους, υπάρχει τοιχογραφία από το χέρι του περίφημου Πανσελήνου, με παρουσίαση της Γέννησης, στην οποία διακρίνεται γυναικεία μορφή, κοντά στο νεογέννητο, να γνέθει με ρόκα.
Σε άλλη εικόνα της Γέννησης Ιωάννου του Προδρόμου, υπάρχει γυναίκα που γνέθει. Να συμβολίζει μήπως την Κλωθώ των αρχαίων, που πήγαινε τρεις μέρες μετά τη γέννηση κάθε παιδιού, να το μοιράνει και κλώσει τη μοίρα του; Κι αλλού υπάρχουν εικόνες που γνέθει η ίδια η Παναγία. Στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης, είναι εκκλησία με βιτρό που εικονίζει τον Ευαγγελισμό, κι η Παρθένος Μαρία κρατάει αδράχτι γεμάτο νήμα.
Όχι – νομίζουμε – από μνήμη παλιά της Εργάνης Αθηνάς, αλλά από τις καθημερινές εικόνες της ζωής, μαζί και σαν σύμβολο, σεμνότητας και αρετής. Τότε γιατί να μην έγνεθε και η Αγία Μητέρα, δίνοντας έτσι το παράδειγμα και στις άλλες γυναίκες; Η ρόκα ήταν ο αχώριστος σύντροφος κάθε γυναίκας. «Εσύ κοίτα τη ρόκα σου», λένε σ’ όποια ανακατώνεται, εκεί που δεν τη σπέρνουν. Τέτοια θέση που είχε στη ζωή πάντα η ρόκα, επόμενο ήταν να συνδεθεί και με διάφορα έθιμα, και προλήψεις που ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή. Για αιώνες συνδέθηκε με τη ζωή και τη μοίρα του ανθρώπου, και πήρε μαγικές και συμβολικές διαστάσεις.
Στην αρχαία Ελλάδα, όταν πήγαιναν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού, προπορεύονταν παρθένες με ηλακάτη. Σημάδι πως η νύφη ήταν προκομένη κι εργατική. Στα νεώτερα χρόνια, έβαζαν στο χέρι της νύφης, όταν πατούσε το κατώφλι του νέου της σπιτιού, ρόκα με άσπρο μαλλί. Αυτό είχε διπλή σημασία. Να ασπρίσει και να γεράσει, αλλά και σαν υπόδειξη, να είναι εργατική. Στην Ήπειρό μας, έδιναν στη νύφη ρόκα από άσπρο ξύλο, και στο πλουμιστό ροκοκέφαλο, έγραφαν «ν’ ασπρίσεις να γεράσεις». Στη Μακεδονία, η πεθερά στην πόρτα, έβαζε ρόκα στη μασχάλη της νύφης μ’ άσπρο βαμπάκι, και με την ευχή, να προκόψει. Στη Ρούμελη, δε δίνουν ρόκα στην προίκα, κι ούτε την παρουσιάζουν τη μέρα του γάμου, για να μη κάνει κορίτσια. Γι’ αυτό και στη φτωχή μας την Ήπειρο, έλεγαν, πως όταν γεννιούνται τσούπρες κλαίνε και τα σταλίκια – τα δοκάρια – που στηρίζουν τη στέγη. Η λεχώνα, δεν πρέπει να γνέσει, για να μη κλώσει την τύχη του παιδιού. Όταν η κοπέλα, γνέθοντας τραβάει μακριά την κλωστή, λένε πως θα παντρευτεί στα ξένα. Ξένα τότε λογίζονταν και τα διπλανά ακόμα χωριά. Όταν η έγκυος γνέθει κι η κλωστή κόβεται, είναι κακός οιωνός. Το παιδί θα γεννηθεί πεθαμένο. Όταν πάλι η ηλικιωμένη γνέθοντας, της κόβεται η κλωστή, λένε πως σύντομα θα κοπούν κι οι μέρες της. Όταν τραβάει εύκολα σε μάκρος, λένε «ού εχ’ χρόνια ακόμη η βάβω μας, μη σκιάζεται». Και άλλα πολλά και διάφορα τυλίγονται και γνέθονται γύρω από τη θρυλική ρόκα, όπως τυλίγεται το νήμα στ’ αδράχτι.
Οι γυναίκες έγνεθαν ως τα βαθειά τους γεράματα, γιατί αυτή η εργασία, δεν χρειάζεται δυνατή όραση. Γίνεται και τη νύχτα με το φως του λυχναριού, κι ακόμα μ’ εκείνο που λαμπαδιάζει στο μπουχαρί, από τα κούτσουρα της γκορτσιάς. Κλώθει το μαλλί, λέει και τα παραμύθια στα εγγονάκια, που κρέμονται από το στόμα της. Ψιθυρίζει κι από κανένα τραγούδι:
«Βλαχούλα ν’ εροβόλαγε ν’ από ψηλή ραχούλα
φέρνει τη ρόκα γνέθοντας τ’ αδράχτι της γιομάτο
κι ο βλάχος την καρτέραγε λαλώντας τη φλογέρα».
Άλλο δημοτικό μας, θυμίζει την Πηνελόπη, που καθυστερούσε το πανί στον αργαλειό, περιμένοντας τον Οδυσσέα. Έτσι κι η νεώτερη Ελληνίδα, αργοπορεί το γνέσιμο, μήπως τελειώσει γρήγορα η προίκα κι οι δικοί της την παντρέψουν με άλλον κι όχι μ’ εκείνον που αυτή περιμένει από τα ξένα.
«Έγνεθε το μήνα αδράχτι κι ως τον Αύγουστο
καρτερώντας τον καλό της απ’ την ξενιτιά».
Όταν θέλουν να σατιρίσουν την ακαμάτρα, με το γνέσιμο θα δώσουν το μέτρο της τεμπελιάς της «Πέντε μήνες τρία αδράχτια, πότε τα ’γνεσε η πλατώνα». Με άλλους πάλι στίχους θα χαρακτηρίσουν τη σβέλτα και προκομένη. «Με τα ποδάρια ύφαινε και με τα χέρια γνέθει, με το μικρό της δάχτυλο περνάει τη σαΐτα». Κι ακόμα ένα για την προκομένη. «Η άξια γυναίκα και με το πηρούνι γνέθει». Σ’ άλλο δημοτικό που ο γιός στέλνει τη μάνα να πάει να ζητήσει την κόρη π’ αγαπάει, εκείνη απαντάει πρόθυμα: «Μετά χαράς μου γιόκα μου, να πάρω και τη ρόκα μου». Για να μη χασομερίσει ούτε σ’ αυτή την περίπτωση, και γνέθοντας να τα πει με την ησυχία της. Αφοσιωμένη πάντα στο χρήσιμο αυτό έργο. Εξ ου κι η παροιμία «Ο κόσμος χάνονταν κι η γριά ψιλόγνεθε». Στο όνομα της ρόκας ορκίζονταν: «Αγία μου Παρασκευή και μέγα μου Σαββάτο, θεριό μη φας τον άντρα μου και ρόκα να μη πιάκω». Αναφέρουμε κι ένα νανούρισμα: «Η μοίρα που σε μοίρανε αδράχτι είχε ασημένιο, σφοντύλι από μάλαμα και ρόκα από χρυσάφι». Έχουμε ακόμα κι ένα αίνιγμα: «Ένας κοντός κοντούτσικος, ρίχνεται και ζώνεται». Είναι το αδράχτι.
* * *
Η μανία όπως είπαμε να γνέσει όσο γίνεται περισσότερο, έγινε αφορμή να παρεξηγηθεί από τη γειτονιά μια ξενιτεμένη Ηπειρώτισσα.
Η καημένη – καθώς λέει ο μύθος, που από μικρή τον θυμούμαι – έκανε νυχτέρι γνέθοντας, κοντά στο μπουχαρί. Η μέρα ήταν για τις έξω δουλειές, αμπέλι, χωράφι, ξύλα. Ολομόναχη όπως ήταν, κουρασμένη, κοντά στη φωτιά, έρχονταν γλυκά γλυκά ο ύπνος και τις έκλεινε τα μάτια. Τότε εκείνη για να τον αποδιώξει, θέλεις και για να πει μια κουβέντα, έστω και σ’ ανύπαρκτο πρόσωπο, έλεγε με φωνή γλυκόσυρτη. «Ήρθες ύπνε μ’ καλωσήρθες, πάρε το σκαμνί και κάτσε, να ροκιάσω να ξεροκιάσω, κι ύστερα να σ’ αγκαλιάσω». Άκουσαν από το διπλανό, το μισιακό σπίτι, και τα ’χασαν. Μπα την πίξια τη δείξια… τέτοια κάνει; Πιάνουν γράφουν στον άντρα της, το και το… Ήρθε εκείνος κρυφά, πάει στο γείτονα κι ακούει με τ’ αυτιά του. Ορμάει από την αστράχα να πιάσει την άπιστη. Τι να πιάσει και τι να ιδεί; Τη φωτιά, τη ρόκα και τον αόρατο ύπνο, που φυσικά απομακρύνθηκε, αφήνοντας τη θέση του, στο σύζυγο, που γεμάτος χαρά κι αγάπη αγκάλιασε την πιστή Πηνελόπη του.
Το ένα φέρνει το άλλο. Από αυτό θυμηθήκαμε και το ποίημα του Ρισπέν, σε ωραία μετάφραση του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Αξίζει να το αναφέρουμε, μια κι έχει σχέση με το θέμα μας.
Η γρηά, λοιπόν, «η Βαβά μ’ πήγι μιτ’ ρόκα στν’ αγκαλιά τς, κι έκατσι ικεί κουντά στ’ φουτιά τς», κι άρχισε να γνέθει. Εκείνο όμως το βράδυ «βουλήθη να την πάρ’ ου θιός» κι ήρθαν ξαφνικά οι «τέσσιρς πθα μας πάρν ουλνούς κι τς παραδάδες κι τσ αλλνούς». Τους δέχτηκε καλά και τους παρακάλεσε μόνο να περιμένουν να τελειώσει τη ρόκα. «Πιδιά μ’ να ρθώ να πάω καλιά μ’ αφήστι να τελειώσω τη δλειά μ’». Έτσι κι έγινε, η γρηά ξεχάστηκε κι ακόμα, καθώς λέει το ποίημα «… η βάβου η γρηούλα η αφιντιά τς, γνέθ κι θα γνέθ κουντά στ φουτιά τς». Όμως όχι. Οι γρηούλες τώρα η «αφεντιά μας» δε γνέθουμε πια κοντά στη φωτιά μας. Πάντως, ολότελα δεν εξέλειπε η βασιλεία της. Το περασμένο καλοκαίρι, σε Ηπειρωτικό χωριό, είδα και χάρηκα, τη γραφική ειδυλλιακή εικόνα, της γυναίκας με τη ρόκα. Παλαιότερα έγνεθαν και το λινάρι, το βαμπάκι, το μετάξι. Οι παλιές τεχνίτρες ήταν χρυσοχέρες. «Το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το ξετάξει», λέει η παροιμία, κι εμείς εδώ δεν το κατέχουμε. Όσο για το λινάρι και μόνο την παροιμία αν αναφέρουμε «έπαθε του λιναριού τα πάθη» καταλαβαίνουμε τι μόχθο απαιτεί.
Τελειώνοντας, αν θέλαμε, έτσι πρακτικά κι ελεύθερα, χωρίς τα μοντέρνα κομπιούτερ και τις στατιστικές, να κάναμε έναν υπολογισμό, το πόσο νήμα έγνεσαν με τη ρόκα τους οι Ελληνίδες μέσα στους αιώνες, θα λέγαμε πως θα μπορούσε να πλεχτεί ένας πελώριος σάκος, που θα χωρούσε όλη τη σφαίρα της γης – θα την τσουβάλιαζαν να πούμε – και θα περίσσευε και γι’ άλλους πλανήτες.
Κι όλα αυτά προς δόξαν των γυναικείων χεριών και της ροκάς, της ευλογημένης, από την Αθηνά κι από την Παναγία.
Από ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ