Η συγκλονιστική εξομολόγηση του επιζώντα της τραγωδίας του Οτράντο

Η συγκλονιστική εξομολόγηση του επιζώντα της τραγωδίας του Οτράντο

Ο Viron Xhevara, ο επιζών από την τραγωδία του Οτράντο, έχασε τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Μετά από τόσα χρόνια πόνου, καθώς προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του στις ΗΠΑ, έχει μόνο ένα παράπονο: Επιθυμεί δικαίωση!

Διηγείται πώς πήρε το θάρρος να επιβιβαστεί στο πλοίο και πώς έγινε όλη αυτή η επίθεση, στο μακάβριο επεισόδιο όπου έχασε 4 μέλη της οικογένειας.

«Έχασα πολλά σε αυτή την τραγωδία. Πέσαμε σε μια τεράστια, τρομερή παγίδα αμέσως μετά το μακελειό. Η Αλβανία μετά τη δεκαετία του ’90 πήρε τη μεγάλη κατηφόρα και όλοι κατάλαβαν ότι ήταν αδύνατο να ζήσουν εκεί. Με την κατάσταση που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του ’97, πήρα την οικογένεια να φύγουμε, δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με αυτή την κατάσταση. Ήμουν οδηγός, κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού. Ακόμα κι εδώ που μένω, στη Φιλαδέλφεια, είμαι οδηγός, εργάζομαι ως οδηγός φορτηγού όπως ο πατέρας μου παλιά.

Τότε επέστρεψα για να πάρω την οικογένεια. Εγώ, είχα ξεκινήσει δύο-τρεις μέρες νωρίτερα με ένα ασφαλές πλοίο, αλλά έπαθε βλάβη, με αυτό πήγαμε μέχρι το Σαζάνι (η Σάσων) και επιστρέψαμε. Απ’ αυτό που συνέβη αποθαρρύνθηκα, όμως τότε ήταν πολύ δύσκολο να βρεις πλοίο. Γι’ αυτό όταν το συγκεκριμένο πλοίο ήρθε στη στεριά, δεν διστάσαμε, ανεβήκαμε, θέλαμε να φύγουμε. Ήταν ευκολότερο να φύγεις από τη θάλασσα παρά από τη στεριά.

Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Πάντα σκεφτόμασταν ότι μπορεί να προκύψει κάποια πιθανή βλάβη, αλλά ποτέ την καταστροφή. Ήταν μακελειό, απίστευτο, ένα στρατιωτικό πλοίο να εμβολίσει το πλοίο μας και να πνίξει γυναίκες και παιδιά. Το πλοίο μας είχε μερικά δωμάτια όπου στεγάστηκαν μόνο γυναίκες και παιδιά. Οι άνδρες κάθισαν έξω στο κατάστρωμα. Εγώ την οικογένειά μου προσπάθησα να την προστατέψω στο χώρο που στεγάζεται ο καπετάνιος το χειμώνα. Κάθε τόσο έβγαζα τα παιδιά έξω για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, για να μη τα πιάσει η θάλασσα.

Εγώ είδα τα πάντα, το χτύπημα έγινε από τη μεριά μου. Πρώτα είδα τη βύθιση του πλοίου, που κουβαλούσε γύρω στα 120 άτομα. Το πλοίο δεν ήταν γεμάτο, η θάλασσα ήταν ήρεμη και ο καιρός αίθριος. Όμως, μόλις φτάσαμε στο Σαζάνι, βλέπουμε να μας πλησιάζει μια μαύρη ιταλική φρεγάτα, που κάπου ήταν κρυμμένη. Δεν φοβηθήκαμε, σκεφτήκαμε ότι αν μας συνέβαινε κάτι, θα είχαμε κάποιον να μας βοηθήσει.

Η φρεγάτα πλησίασε, μας έβαλε μπροστά και άρχισαν οι Ιταλοί να μας καλούν μέσω μεγάφωνων να γυρίσουμε πίσω. Μας πλησίασε πολύ η φρεγάτα, άρχισαν να σχηματίζονται μεγάλα κύματα κι ο τρόμος του πνιγμού μεγάλωνε διαρκώς. Η συγκεκριμένη κατάσταση συνεχίστηκε για περίπου δύο ώρες. Εν τω μεταξύ ήμασταν στο Σαζάνι και συνεχίζαμε την πορεία μας. Το πλοίο συνέχισε να κάνει τα ζιγκ-ζαγκ του μπροστά μας, δημιουργώντας τρομακτικά κύματα. Όλα αυτά συνέβηκαν στα δικά μας ύδατα. Δεν σκεφτήκαμε καθόλου ότι θα γινόταν απόπειρα πνιγμού, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σε περιπτώσεις τέτοιων καταστροφών ή πολέμων, βάσει διεθνών νόμων, υποχρεούνται να βοηθήσουν τους μετανάστες, να τους σώσουν κι όχι να τους επιστρέψουν.

Εμείς δεν είχαμε παραβιάσει ούτε εκατοστό τα ύδατά τους. Τότε ίσως να τους δικαίωνα. Θα έλεγα σήμερα ότι ως άγνωστοι πατήσαμε αδικαιολόγητα το κατώφλι του σπιτιού τους, άρα είχαν δίκιο, αλλά δεν το κάναμε αυτό. Αν ήθελαν απλώς να μας σταματήσουν, θα μπορούσαν να ρίξουν ένα από αυτά τα δίχτυα που πετάνε για τους μετανάστες μπροστά μας και εξαναγκαστικώς θα επιστρέφαμε.

Αλλά, ήθελαν απλώς να το δικαιολογήσουν, γιατί και οι δύο φρεγάτες, ήρθε κι άλλη αργότερα, είχαν ισχυρές κάμερες που αποτύπωσαν τα πάντα. Είδαν ότι στο πλοίο ήταν παιδιά. Μετά από δύο ώρες απομακρύνεται η πρώτη φρεγάτα και έρχεται από την Ιταλία η Sibila. Ήταν απίστευτο, μας πλησιάζει κι εμένα με χτύπησε στο στήθος. Χτύπησε τα 20-30 άτομα. Αναποδογύρισε το πλοίο και πέσαμε όλοι στη θάλασσα κάτω από το πλοίο. Μετά βίας καταφέραμε να βγούμε.

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα την οικογένεια, όταν πρόσεχα τα παιδιά για να μην τα πιάσει η θάλασσα. Όταν συνέβη το μοιραίο, δεν μπόρεσα πια να δω τίποτε, δεν μπόρεσα να τους φτάσω. Όλα τα δωμάτια ήταν βυθισμένα, το πλοίο αναποδογύρισε, οι άνθρωποι βασανίστηκαν και μετά πνίγηκαν. Αργότερα βρήκα τα πτώματα της οικογένειας, τη σύζυγο, τα 4χρονα δίδυμα και την 9χρονη κόρη, που είναι ενταφιασμένα στην Αυλώνα.»

Σχετικά άρθρα: