Η βλαστήμια: «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου!»

Γράφει ο Νίκος Λύτης
Η πραγματική της έννοια χάνεται στην αρχαιότητα
Από μικρό παιδί ακόμα, από αυτή την ηλικία που κανείς μπορεί να συγκροτήσει κάτι στην μνήμη του, θυμάμαι από το χωριό μου πρώτα διάφορες ευχές, κατάρες, βλαστήμιες, κλπ. Αυτές τις χρησιμοποιούνταν συνήθως οι γριές και γυναίκες σε στιγμές που νευρίαζαν με τους γερόντους και με τους άλλους πλησίον τους.
Το θέμα μου όμως θα το περιορίσω μόνον σε κάποια έκφραση βλαστήμιας, για να μην την ονομάσω κατάρα, που κατά την γνώμη μας έχει πολύ αρχαίες θρυλικές σημερινές και ιστορικές ρίζες που διαφυλάξαμε μέχρι τις ημέρες εις του χώρου της Βορείου Ηπείρου.
Την βλαστημία αυτή «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου την στιγμή όπου σε γνώρισα» ή «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου την στιγμή που σε παντρεύτηκα» ή «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου την ώρα που σε βρήκα και σε πήρα εσένα», κλπ. στην αρχή όντας μικρός δεν μπορούσα να καταλάβω την μεγάλη και βαθιά έννοιά της.
Το άκουγα από γριές γειτόνισσες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας από γυναίκες πιο νέες και ακόμα και νέες μάλιστα σ’ όλο το χωριό μου και σε γειτονικά χωριά, όταν άρχισα μεγαλύτερος να τα επισκεπτόμουν. Και σε νεαρή ηλικία αυτή την έκφραση την συναντούσα με διάφορες ευκαιρίες σ’ όλο το χώρο της Β. Ηπείρου.
Αργότερα τελείωσα το Πανεπιστήμιο και εργάστηκα στη νότια και κεντρική Αλβανία κι’ εδώ το ίδιο οι συμπατριώτες μου Βόρειο Ηπειρώτες στη διασπορά μεταχειρίζονταν επίσης την έκφραση αυτή.
Στα παιδικά μου χρόνια δεν μπορούσα μ’ όλη την περιέργεια μου να συλλάβω την έννοια της έκφρασης αυτής που φώναζαν κατανευριασμένες οι γριές και οι άλλες γυναίκες του χώρου μας. Το «Να είχα κουρευτεί την ώρα που πήρα εσένα…» ή «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου την ώρα που σε γνώρισα..» κ.τ.λ. έμεινε για μένα για πολλά χρόνια στην παιδική μου ηλικία ένα άλυτο αίνιγμα.
Όσο μεγάλωνα τόσο μεγάλωνε και η περιέργεια μου γι’ αυτή την έκφραση, την βλαστήμια η κατάρα που την ταξινομούσα με την λογική μου σαν άσκοπη, χωρίς έννοια πάνω σε μια στιγμή μεγάλη έντασης και νευρικότητας. Σαν πνεύμα περίεργο και διερευνητικό όπου ήμουν, ήθελα να μάθω το κάθε τι που έβλεπα και άκουγα τριγύρω μου.
Οι πρώτες ερωτήσεις
Γι’ αυτό πρώτα άρχισα τις ερωτήσεις μέσα στο σπίτι μου και από την γιαγιά μου, γιατί παππούδες δεν είχα ήταν μακριά στην ξενιτιά, και τη μητέρα μου για την έννοια της έκφρασης αυτής. Από την ερώτηση αυτή έμαθα από την γιαγιά μου μια περίεργη παλιά, ιστορία που έχει συμβεί στο χωριό μας. Κάποιος προσπάππος μακρινός μας με το όνομα Θανάσης (Νάσιος) Λύτης στο επάγγελμα φραγκοράπτης, εδούλευε μια μέρα εντατικά για να τελειώσει κάποια παραγγελία ραψίματος που έχει πάει κάποιος συγχωριανός και του χρειάζονταν επειγόντως. Αυτός ακίνητος στην ραπτομηχανή να ράπτει και πότε με το βελόνι στο χέρι να ράβει κουμπιά και να ανοίγει κουμπότρυπες και να φυσάει το σίδερο με τα ξυλοκάρβουνα για να ανάψει και να ήταν έτοιμο για το σιδέρωμα ενώ η κυρά Θανάσενα χάζευε κάποιο γάμο στη γειτονιά. Δεν φτάνει αυτό του έχει πάρει και το ψαλίδι της δουλειάς του για κάτι που της χρειάζονταν και τις έχει μείνει στα χέρια, δεν το επέστρεφε.
Αυτός κατακουρασμένος και ανήσυχος, γιατί θα έρχονταν το άτομο για να πάρει το πράγμα του και για να μην χασομερίσει από την δουλειά του την εφώναξε μερικές φορές για να του πάει το ψαλίδι. Μα αυτή πέρα βρέχει πάνω στον τοίχο της αυλής παρακολουθούσε το γάμο κάπου εκεί στη γειτονιά.
Τότες ο Νάσιος κατανευριασμένος παράτησε την δουλειά και κατευθύνεται σ’ αυτή. Όταν αυτή τον βλέπει να κατευθύνεται ο ίδιος σ’ αυτή και νευριασμένος με ψηλή φωνή να της ζητά το ψαλίδι, νευριασμένη γιατί της χάλασε, την ησυχία της, του απευθύνεται: «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου τη στιγμή που πήρα εσένα», Ο Νάσιος τόσες της απαντάει «γιατί να κάνεις τον κόπο να κόψεις τα μαλλιά σου μόνη σου, σου τα κόβω εγώ τώρα». Και της παίρνει το μεγάλο ψαλίδι ραπτικής και της κόβει με μιας τις δυο μεγάλες πλεξούδες της (κότσες) όπως συνηθίζεται να χτενίζονται οι γυναίκες στην Δερόπολη που δέναν στο κεφάλι τους το άσπρο μαντήλι.
Είχε βαρύτητα
Από την ιστορία και πράξη αυτή, έβγαλα ένα σημαντικό συμπέρασμα, ότι η έκφραση αυτή ή το ανάθεμα, η βλαστήμια, η κατάρα, το να «κόψω τα μαλλιά μου» είχε μεγάλη βαρύτητα και σημασία που τον ανάγκασε αυτόν τον κύριο να διαπράξει αυτό που έκανε.
Έτσι μεγαλώνοντας όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου είχα την τύχη να διαβάσω τα περίφημα επικά ποιήματα του Ομήρου την Iλιάδα και Οδύσσεια όπου σε κάποιο σημείο της Ιλιάδας συναντώ τις ραψωδίες Αρ. 135ξ Αρ. 150. Σ’ αυτές τις ραψωδίες γίνεται λόγος για το πως ο ανδρείος Αχιλλέας και οι άλλοι σύντροφοι του κόψαν τα μαλλιά τους και σκέπασαν το σώμα του νεκρού φίλου τους Πάτροκλου για να τον τιμήσουν στο τελευταίο ταξίδι του αιωνίου χωρισμού και έτσι να εκφράσουν και την βαθιά και μεγάλη λύπη τους.
Με δυο λόγια, σε πεζό λόγο για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό το θέμα μας για την ταφή του Πάτροκλου διαβάζουμε: «… Σήκωσαν έπειτα, με πομπή μεγάλη, το λείψανο του Πάτροκλου, μαλλιά γεμάτο, που ’κοβαν οι σύντροφοι κι’ απάνου του ’ριχναν, Κι’ όταν το φέρανε τ’ απίθωσαν πάνω στη στοίβα. Έκοψε κι’ ο Αχιλλέας τα μαλλιά του, που τα ’χε στο Σπερχειό, του ποταμού το θεό αφιερωμένα, αν λάχαινε και ξαναγύριζε στην πατρίδα. Τώρα, όμως, τ’ απίθωσε πάνω στου Πάτροκλου τα χέρια.
Το θέμα σε ποίηση
Ενώ σε ποίηση για το θέμα μας αυτό διαβάζουμε:
«Μπροστά πήγαιναν οι αρματομάχοι, και πίσω ακολουθούσαν σύννεφο οι πεζοί, αμέτρητοι, και στη μέση σήκωναν οι σύντροφοι τον Πάτροκλο. Με τα μαλλιά τους είχαν κατασκεπασμένο ολόκληρο το νεκρό, που τα είχαν κόψει από τα κεφάλια τους και ρίξει πάνω του. Από πίσω του κρατούσε το κεφάλι ο θείος Αχιλλέας θλιμμένος, γιατί ξεπροβοδούσε στον Άδη τον αψεγάδιαστο σύντροφό του.
Όταν πια εκείνοι έφτασαν στο μέρος που τους είχε πει ο Αχιλλέας, τον ακούμπησαν κάτω και γρήγορα πήραν να σωριάζουν άφθονα ξύλα. Τότε πάλι άλλα έβαλε στο νου του ο γρήγορος στα πόδια θείος Αχιλλέας: «στάθηκε μακριά από την πυρά και έκοψε τα ξανθά μαλλιά του, που τα έτρεφε πλούσια, για να τα χαρίσει στο Σπερχειό ποταμό! Και τότε λυπημένος είπε, βλέποντας στο κρασάτο πέλαγος: «Σπερχειέ, άδικα σου έταξε ο πατέρας μου ο Πηλέας πως όταν εγώ γυρίσω εκεί στην πατρική μου γη, για χάρη σου θα έκοβα τα μαλλιά μου και θα σου πρόσφερνα ιερή πλούσια θυσία και πως εκεί θα έσφαζα πενήντα βαρβάτα κριάρια στις πηγές σου, όπου έχεις τέμενος και βωμό γεμάτο θυμιάματα. Έτσι προσευχόταν ο γέροντας, μα εσύ δεν εκπλήρωσες την επιθυμία του. τώρα, αφού δεν είναι να γυρίσω στην αγαπημένη πατρική γη, μπορώ να προσφέρω τα μαλλιά μου στον γενναίο Πάτροκλο να τα πάρει μαζί του».
Έτσι είπε, κι έβαλε στα χέρια του αγαπημένου συντρόφου τα μαλλιά του, και ξεσήκωσε σε όλους τον πόθο για θρήνο».
Και έτσι από τότες άρχισα λίγο, λίγο να μπαίνω στην έννοια αυτού του τόσο σοβαρού και σημαντικού γεγονότος που χάνεται στα βάθη των αιώνων της ιστορίας των θρύλων και που στην συνέχεια έγινε παράδοση. Όπως βλέπουμε και καταλαβαίνουμε όλοι μας, το κόψιμο των μαλλιών είναι η τελευταία (ύστατη) τιμή προς τον νεκρό, που προσφέρουμε στα αγαπητά και ακριβά μας πρόσωπα και σημάδι του βαθιού πένθους που μας έχει κατακτήσει.
Και όταν κάποιος ή κάποια σήμερα που βλαστημά, αναθεματίζει ή καταριέται κάποιον ή κάποια με την έκφραση: «Να είχα κόψει ή κουρέψει τα μαλλιά μου την στιγμή ή ώρα που σε γνώρισα, κ.τ.λ….» μεταφράζεται απλά και δημοτικά να έχεις απεθάνει εκείνη την στιγμή για να γλύτωνα από σένα κι’ εγώ να έκοβα τα μαλλιά μου εις ένδειξη της λύπης μου.
Αυτό εξηγεί και γιατί ο ράπτης Νάσιος από την Καλογοραντζή νευριάσθηκε τόσο πολύ όταν η σύζυγός του τού είπε: «Να είχα κόψει τα μαλλιά μου την ώρα που παντρεύτηκα εσένα…» και αναγκάστηκε να της κόψει τις πλεξούδες (μαλλιά της).
Το έθιμο αυτό χιλιάδες τώρα χρόνια στην ροή της ιστορίας με μικροδιαφορές και παραλλαγές διεφυλάχθη μέχρι σήμερα στο χώρο μας.
Από ότι μαθαίνουμε από πολύ ηλικιωμένους γερόντους και απ’ ότι κι αυτοί έχουν ακούσει από παλαιότερους στα παλιά χρόνια όταν πέθαιναν νεαρής ηλικίας άνθρωποι οι μανάδες και γυναίκες τους κόβανε τα μαλλιά τους σε ένδειξη πένθους και την στιγμή της ανακοίνωσης της πένθυμης είδησης και της μεγάλης απελπισία τους. Το κεφάλι σκεπάζονταν με το παραδοσιακό μαντήλι, η δε άνδρες, όταν υπήρχαν, με το καπέλο τους. Τα μαλλιά τοποθετούνταν στο εικόνισμα.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι των ημερών μας που το συναντούμε με κάτι διαφορές και στο γυναικείο φύλο, που διατηρούν την παραδοσιακή στολή. Έτσι όπως είναι γνωστό για π.χ. οι γυναίκες στη Δερόπολη κάτω από το μαντήλι μπροστά και πάνω από τα αυτιά βγάζουν τα μαλλιά τους έξω και οι νέες μάλιστα τα κατσαρώνουν ή μυτάκια με μερικά ειδικά σίδερα και τσιμπιδάκια και όταν παντρεύονται, οι νεόπαντρες τα βάφουν με κουνά ή ακουνά που είχε άνα χρώμα κοκκινοπό-ξανθό σαν κανέλι. Οι δε μισακές και ηλικιωμένες τα βαστούσαν απλώς ίσια και στο φυσικό χρώμα τους.
Οι γυναίκες αυτές της Δερόπολης για παράδειγμα όταν προπάντων χήρευαν νέες ή άλλες που χάναν τα ακριβά παιδιά τους τα βάζαν τα μαλλιά τους όλα κάτω ή μέσα στο μαντήλι τους σε ένδειξη του μεγάλου πένθους και σεβασμό και αγάπη προς το νεκρό για όλη την ζωή τους εντελώς κάτω από το μαντήλι τους.
Έτσι οι κάτοικοι του χώρου μας σαν γνήσιοι Έλληνες όπου είναι φύλαξαν και αυτό το έθιμο με μικροδιαφορές και παραλλαγές στο πέρασμα των αιώνων. Αυτό ανάμεσα σε τόσα πολλά ήθη και έθιμα και παραδόσεις που διαφυλάξαμε και προπάντων την γλώσσα και θρησκεία μας, το έθιμο των μαλλιών είναι ένα άλλο ισχυρό στοιχείο της ταυτότητάς μας που πρέπει να μας κάνει να καυχηθούμε.
Από: Νέοι Αγώνες, Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2002