«Ήμουν μικρή κοπέλα όταν έρχονταν ο γκέγκας στο χωριό…»

«Ήμουν μικρή κοπέλα όταν έρχονταν ο γκέγκας στο χωριό…»

…Αλέθαμε ως τα προχθές στο μύλο του Σιώρη. Όσο ζούσε ο παππο – Σιώρης δούλευε ο μύλος αράδα. Είχε νερόμυλο στη Ντοφτή που πήγαινα με τη μάλε και με ρεύμα αργότερα στο χωριό ο Θέμο Ντάρος, που τον δούλεψε ως τα προχθές ο Πύλιο Γκούτζος.

Στη Δολιανή δεν υπήρχε πηγάδι. Έτρεχε έξω το νερό. Με το συνεταιρισμό κάτι έγινε. Ήταν η αποθήκη από τον καιρό της Ιταλίας. Το είχαν φέρει και στο χωριό το νερό. Μετά το χαλάσαμε, γιατί ήταν ιταλικό. Δεν είπαμε σπολάκι που μας το ‘φεραν, του βάλαμε τον κασμά.

Το κοτσέκι ήταν των αγάδων. Παλιό ήταν. Κάτι σκάλες έξω, ως τα χθες βάζανε τα χορτάρια του Μοναστηριού. Είχε κι αλώνι απ’ έξω. Αλώνιζε όλος ο κόσμος. Αλώνιζαν και στου Μούκα, πίσω από το σπίτι μας. Μας έρχονταν σκόνες, όλα τα αχύρατα και βλαστημούσε η μάνα μου συνέχεια.

Ήμουν μικρή κοπέλα, στο σχολειό, όταν έρχονταν ο γκέγκας στο χωριό. Πόσα χρόνια σε γιαλώ. Κάθε Κυριακή εδώ τον είχαμε. Με ένα τέταρτο παίρναμε καραμέλες χρωματιστές, χαλβά. Αρμάθα με μπισκότα που τα κρεμούσαμε στο λαιμό και τανούσαμε από κανένα. Και σιούφρες.

Ερχόταν και βαρελάδες. Ένας Παντελής νύχτα – μέρα εδώ ήταν. Έφτιαχναν ντερβενίτσια, βαλέρες, τουρμπέκια, καρδάρια, έστρωναν και σπίτια. Τα πατώματα. Μας έφτιαχναν πορτοπαράθυρα. Ο Παντελής ήταν έξυπνος.

Ο Κουμανέλης φορούσε φουστανέλα άσπρη, πουκάμισο, γελέκι διμιτένιο, καπέλο γκέγκικο, όλα άστραφταν. Αυτός μας έφερε τον κερεστέ από τη Σωτήρα για τούτο σπίτι τότε.

Γανοματάδες και προχθές ήρθαν. Κάθισαν έξω στον πλάτανα του Κορκάρη και γάνωσαν. 

Γύφτοι με καλάθια και κρησάρες κι αυτοί περνούν ακόμα. Τα Βασιλιού περνάν πόρτα την πόρτα για την πίτα. Τώρα θέλουν λεφτά, κάποτε ήθελαν τραχανά.

Η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζεται καταστραμμένο το κοτσέκι του χωριού, είναι από το προσωπικό αρχείο του Κυριάκου Οικονομίδη.

Απόσπασμα από «Το βιβλίο της Μάνας μου»

Σχετικά άρθρα: