«Ήταν ένας λεβέντης ο θείος μου»
Η τελευταία αφήγηση της μανα – Λευκοθέας Ζντάβου πριν έφυγε από τη ζωή
Ακούγοντας πολλά και διάφορα για το φημισμένο γιατρό Βασίλη Λαμποβιτιάδη η μάνα – Λευκοθέα Ζντάβου μας αναφέρει ένα προσωπικό γεγονός, που της συνέβη το 1957.
Αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας κι επισκέφτηκε πρώτα το γιατρό το Μάσσιο, στο χωριό. Ο οποίος, πετυχημένα, διαπίστωσε στην κοιλιά της όγκο και μωρό. Και τη συμβούλεψε να πάει στο Λαμποβιτιάδη. Ο κορυφαίος χειρουργός – γυναικολόγος της εξηγεί:
– Θα υποκύψεις σε χειρουργική επέμβαση. Θα αφαιρέσουμε τον όγκο, αλλά θα σώσουμε και το μωρό.
Η Λευκοθέα φοβισμένη: – Γιατρέ, ας πεθάνω εγώ και να ζήσει το μωρό.
Ο γιατρός, σίγουρος: – Θα ζήσετε και οι δύο!
Όπως και έγινε.
Πριν φύγει η μανα – Λευκοθέα από τη ζωή άφησε και δεύτερη αφήγηση, η οποία έχει σχέση με τη δολοφονία του θείου της:
«Ένα πρωί -το βράδυ πίνανε μαζί- πάνε οι φονιάδες σπίτι του θείου μου στο Βοδίνο με το όπλο. Ήτανε φίλοι του Κοντούλη από τη Βόδριστα. Τον είχαν εχθρό το θείο μου. Του λένε «πάρε και το όπλο σου». Μόλις κατέβηκαν στο λάκκο, του αρπάζουν το όπλο από την πλάτη. Κατάλαβε ο θείος μου. Θα με σκοτώσετε τους λέει, αλλά αφήστε με μια ώρα ζωντανό να πω δύο λόγια στον πατέρα μου.
Ο Κοντούλης ρίχνει και τον αφήνει στον τόπο. Η γιαγιά μου ήτανε στη βρύση για νερό εκείνη τη στιγμή. Ακούει τουφεκιές και πηγαίνει αμέσως σπίτι με τις βαλέρες άδειες. Της λέει ο παππούς: «Ήρθαν στο σπίτι τρία άτομα με όπλο και πήραν τον Κίτσιο». «Άκουσα κρότο, μας το σκότωσαν το παιδί» του λέει αυτή. Βάζει τις φωνές, για να ξυπνήσει το Βασίλης, τον άλλο γιο της που ήταν στον ύπνο, για να πάνε μαζί προς το μέρος απ’ όπου έφτασαν στ’ αφτιά της πυροβολισμοί.
Σηκώνεται ο Βασίλης και την ακολουθεί. «Τώρα στον ύπνο μου έβλεπα τον Κίτσιο καβάλα σε ένα γκρίζο άλογο» της ομολογεί. Κατεβαίνουν κάτω, πηγαίνουν στον τόπο του επεισοδίου. Και τι να δουν τα μάτια τους… Πρώτος είδε τον σκοτωμένο αδελφό ο αδερφός.
-Νάτος, μας τον σκότωσαν τα αγρίμια μανούλα μου! Ο Κίτσιος είναι νεκρός. Τα μυαλά έξω, το κορμί του το είχαν κάνει κόσκινο. Κάθεται η μάνα εκεί με το νεκρό γιο της να κλαίει και να μοιρολογάει και ο Βασίλης τρέχοντας πήγε να ειδοποιήσει το χωριό για βοήθεια. Συγχωριανοί παίρνουν το ξυλοκρέβατο από την εκκλησία και πηγαίνουν στο λάκκο να μεταφέρουν το νεκρό στο σπίτι του.
Ήταν ένας λεβέντης ο θείος μου.»