Ήταν καλός σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα
Ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, ήταν από τους πρώτους καλούς τσαγκάρηδες. Έμαθε το επάγγελμα αυτό από τον παλαιότερο τσαγκάρη, τον αείμνηστο Γρηγόρη Σέκκα, για τον οποίο είχε μεγάλο σεβασμό. Όσες φορές γινόταν λόγος για το Γρηγόρη, δεν τσιγκουνεύονταν να πει τα καλύτερα και του αράδιαζε πολλά εύσημα.
Το επάγγελμα το βελτίωσε πολύ στο στρατό. Εκεί έμαθε να κόβει τα σκαρπίνια με την γεωμετρική τέχνη, που αργότερα την έμαθαν και οι πιο νέοι.
Εκτός από το επάγγελμα του τσαγκάρη, ήταν καλός και σε άλλα επαγγέλματα, όπως:
Μελισσοκόμος: Είχε πολύ καλές γνώσεις στην μελισσοκομία, από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το μελίσσι, από την πρωτόγονη φάση των μελισσοκόμων που έτρεφαν και πολλαπλασίαζαν μελίσσια σε κουρπιά (κορμός δέντρου κούφιος, μέσα γινόταν ένας μεγάλος σωλήνας με σταυρό στη μέση). Αργότερα ετοίμαζαν τετράγωνα κουτιά με σανίδες, το μελίσσι έχτιζε μόνο του τις κερήθρες και όταν ήταν να του πάρουν το μέλι, κατάστρεφαν τις κερήθρες και το μελίσσι τις ξανάχτιζε.
Αργότερα χρησιμοποίησε νέες τεχνικές μελισσοκομίας, μοντέρνες κυψέλες, με τελάρα, τον μελιτοεξαγωγέα και άλλα σύγχρονα μέσα.
Είχε εξασφαλίσει κι ένα βιβλίο της σύγχρονης μελισσοκομίας, του Νικολαΐδη, το οποίο περνούσε από χέρι σε χέρι στους νέους μελισσοκόμους.
Ήταν ο πρώτος που μετακόμισε τις κυψέλες σε άλλα μέρη με χαμηλότερο υψόμετρο από τη Λεσινίτσα για ξεχειμώνιασμα, όπου η Άνοιξη με τα λουλούδια και τα άνθη ερχόταν πιο νωρίς και αργότερα, σε δεύτερη φάση, τις έφερνε ξανά στο χωριό.
Μαραγκός: Έκανε κυψέλες και ότι χρειαζόταν στο σπίτι, είχε όλα τα εργαλεία αυτού του επαγγέλματος.
Ράφτης: Τα ρούχα των παιδιών και μεταποιήσεις τις έκανε μόνος του, με τη ραπτομηχανή.
Καλαϊτζής: Ένα χρονικό διάστημα σε δύσκολους καιρούς για το επάγγελμα του τσαγκάρη, με δυσκολίες στην ανεύρεση πρώτων υλών, άσκησε το επάγγελμα του καλαϊτζή, συνεταίρος με τον αείμνηστο Στεφάνη Μάσσιο (τον αποκαλούμενο Αζα).
Αγωγιάτης (μεταφορά φορτίων με μουλάρι): Το ασκούσε για να συμπληρώσει το εισόδημα της οικογένειας. Έκανε αγώι στους Αγίους Σαράντα και στον Βούρκο.
Θωμάς Μπαλκώνης