Και οι τσαγκάρηδες της Λεσινίτσας τις καρφιτσούλες που έβγαζαν από τα παπούτσια τις ίσιωναν και τις ξαναχρησιμοποιούσαν

Και οι τσαγκάρηδες της Λεσινίτσας τις καρφιτσούλες που έβγαζαν από τα παπούτσια τις ίσιωναν και τις ξαναχρησιμοποιούσαν

Γράφει ο Θωμάς Μπακλώνης

Ήταν μια φορά δυο τύποι, παπούτσια πούλαγαν. Πήγαν σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι ήταν ξυπόλη­τοι. 0 ένας έφυγε. «Δεν αγοράζουν παπούτσια εδώ» είπε. 0 δεύτερος έμεινε. «Εδώ θα πλουτίσω» είπε, και πλούτισε.

Στ. Ξενάκης

Με το επάγγελμα του τσαγκάρη οι γονείς μας κρατούσαν τις οικογένειές τους. Από μικροί γνωρίσα­με τους τσαγκάρηδες της Λεσινίτσας έναν – έναν και όλους μαζί. Τους γνωρίσαμε στη δουλειά, σκυμμέ­νους πάνω στο παπούτσι, κρατώντας το και επιδιορθώνοντάς το στα γόνατα.

Μάθαμε την ιστορία τους, ότι έμα­θαν αυτό το επάγγελμα στα ξένα, το ’φεραν στο χω­ριό, και δεν το κράτησαν για πάρτη τους. Εκπαίδευσαν και τα νέα παιδιά και αυτά με τη σειρά τους όταν έγιναν καλοί τεχνίτες, μάστορες, μάθαιναν άλλα παι­διά και αυτό συνέχισε μέχρι τις μέρες μας.

Οι τσαγκάρηδες δούλευαν παρέα, δύο, τρία, τέσσερα και πέντε άτομα, στο σπίτι του Θύμιου Παππά (Κασιάρα) στο κέντρο της Κάτω Λεσινίτσας, στο μαγαζί του Κώτση Παππά στην Άνω Λεσινίτσα, στο μαγαζί του Μάμη (Χαράλαμπου) Γιαννέλη στο Χαλιοπούλι.

Όλοι τους ήταν μέλη του Συνεταιρισμού Βιοτεχνών της Λε­σινίτσας. Τρέφουμε μεγάλο σεβα­σμό γι’ αυτούς. Σέβονταν ο ένας τον άλλο, ο νεότερος αποκαλούσε τον μεγαλύτερο «μά­στορα». Στο Θεολόγο συχνά πίναμε καφέ μαζί τους.

Το έθιμο της αλληλοβοήθειας ήταν ριζωμένο μέσα τους. Ένα παράδειγμα: όλοι οι τσαγκάρη­δες της Λεσινίτσας έγιναν και ερασιτέχνες μελισσοκόμοι. Στην αρχή της δεκαετίας του 1950, ήταν λίγοι, μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σιγά – σιγά σαν έδινε ο ένας στον άλλον ένα μελίσσι (μια κυψέλη), με την πάροδο του χρόνου έγιναν όλοι με μελίσσια (κυψέλες), κα­λύπτοντας αρχικά τις ανάγκες των οικογενειών τους με μέλι. Καθώς αύξαιναν τον αριθμό των κυψελών τους, αύξαινε και η παραγω­γή. Κατάφερναν να πουλήσουν κιόλας μέρος της παραγωγής μελιού, καλύπτοντας με τα λεφτά οικογενειακές ανάγκες.

Γνωρίσαμε από κοντά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Έφευγαν από το σπίτι τους τη Δευτέρα από τα χαράματα και πήγαιναν στο Θεολόγο, στη Δίβρη ακόμα και πιο μακριά στο Καισαράτι, στη Σκάλα, στο Μουρσί, στην Κονίσπολη κι αλλού, αφήνοντας πίσω τις οικογένειες κι επέστρεφαν στο σπίτι το Σαββατόβραδο, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών.

Δυσκολεύονταν να προμηθευτούν τα βασικά υλικά, όπως το πετσί, τις βακέτες, τις πρόκες, (ο εφοδιασμός από το συνεταιρισμό με τα απαραίτητα υλικά ήταν ελλιπής) γι’ αυτό πήγαιναν στο βυρσοδεψείο του Αργυροκάστρου κι έπαιρναν κομμάτια από δέρματα, (απομεινάρια, που ήταν για πέταμα), για να μπάλωναν τα παπούτσια.

Γνωρίσαμε από μικροί και από κοντά τη σκληρή δουλειά των τσαγκάρηδων για να φτιάξουν το παπούτσι και κυρίως τα λάστιχα (…λάστιχα ήταν τα υποδήματα που επάνω είχαν βακέ­τα και κάτω λάστιχο από τροχό αυτοκινήτου). Με μεγάλη δυσκολία δύο άτομα ξεχώριζαν το πάνινο κομμάτι του τροχού, με δυσκολία και το έραβαν.

Το σπάγκο, με τον οποίο έραβαν τα παπούτσια, τον κέρωναν (τον άλειφαν με κερί μέλισσας) για να προστατευτεί από την υγρασία, να μη σαπίσει, να αντέξει στο χρόνο.

Ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, τις πρόκες, τις καρφιτσούλες που έβγαζε από τα παπούτσια που έφτιαχνε, δεν τις πετούσε, τις μάζευε σε ένα κουτάκι και τις ίσιωνε για να τις ξαναχρησιμοποιήσει. Πολ­λές φορές αυτό το καθήκον μου το ανέθετε εμένα, στις αρχές ήταν δύσκολο, χτυπούσα με το σφυρί τα δάχτυλά μου, γιατί οι πρόκες ήταν μικρές.

Όλα τα παιδιά των τσαγκάρηδων έχουν να διηγηθούν πολλές αναμνήσεις από τη δύσκολη ζωή των γονέων τους στο Συνεταιρισμό Βιοτεχνών της Λεσινίτσας και αργότερα του Δελβίνου.

Οι τσαγκάρηδες όταν δυσκολεύονταν να προμηθευ­τούν υλικά, υποχρεωνόταν να επεξεργαστούν μόνοι τους τα δέρματα. Χρησιμοποιούσαν άσβηστο ασβέ­στη και κούπες από δέντρο βελανιδιάς.

Σχετικά άρθρα: