«Κάλλια ψωμοβάστα, παρά ψωμοπείνα» 

«Κάλλια ψωμοβάστα, παρά ψωμοπείνα» 

(Σύμφωνα με αφήγηση του Παντελή Γκόλε)

Την έτρωγε σαν το σαράκι η συλλογιά τη μάνα – Γιαννούλα του Γκόλε. Δεν την κολλούσε ύπνος τη νύχτα, δεν έκλεινε μάτι.

Σκεφτόταν να πάει το πρωί στο νερόμυλο της Ντοφτής, στη Δερβιτσάνη για άλεσμα ή στου Χασκόβου; Αυτό ήταν το δίλλημα. Η Καλογοραντζή, το χωριό της, είναι κάπου στη μέση.

Απαιτούσε και καλύτερο άλεσμα, αλλά και λιγότερο κόσμο στη σειρά. Ώστε να μη της έφευγε κουτουρού, άσκοπα όλη η μέρα στο μύλο, με κουβέντες του μύλου.

Με το γάιδαρο μπροστά, φορτωμένο και στα μεσοσάμαρα ακόμα, χαράματα κατηφορίζει για το μύλο του Σιώρη. Είχε αρκετό καιρό να τον επισκεφτεί, επειδή το σπίτι είχε ξεμείνει από γέννημα. Η μάνα – Γιαννούλα σχεδόν είχε ξεχάσει το τραγούδι της φτερωτής, τον ήχο των μαντανιών, τη μυρωδιά του φρέσκο κομμένου ζεστού αλευριού, που μόλις βγαίνει από τις μυλόπετρες.

Περπατούσε και έπλεκε μέσα στο πηχτό σκοτάδι του χειμώνα τα μάλλινα. Ώσπου πριν καλοφέξει, έφτασε στο μύλο. Με την ελπίδα ότι θα ήταν από τους πρώτους στη σειρά. Αλλά η σειρά ήταν ατέλειωτη.

Έλα και να της έρθει η ώρα, για να ρίξει στο κοφίνι το άλεσμά της.

Πολλές οι ώρες της αναμονής κι αισθάνθηκε να τη θερίζει η πείνα. Ψωμί δεν είχε πάρει μαζί της. Θυμήθηκε τότε τη μάλε – καλή που τη συμβούλευε:

«Όταν έχεις στο νου σου να πας κάπου μακριά για δουλειά, πρόσεχε, βάλε στο ζωνάρι σου, για καλό ή για κακό στη σακούλα, μια κρώδα ψωμί, γιατί στην πορεία δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί! Και από τη νηστεία πρόκειται να λιποθυμήσεις!»

 Θυμήθηκε και το ρητό: «Κάλλια ψωμοβάστα, παρά ψωμοπείνα!»

20.01.2017

Σχετικά άρθρα: