Κι ένα άλλο όνομα ζωγράφου από τη Δρόπολη

Σε εκθέσεις ζωγραφικής, που συνέχεια ανοίγονται στη Δερβιτσάνη, ανάμεσα στις πολλές υπογραφές παιδιών της περιοχής μας, συχνά βλέπαμε και του Γιώργου Τζούμπα από τα Σωφράτικα. Το κάθε απλό του έργο ήταν κι ένα «ντροπαλό» βήμα προς το χώρο της όμορφης τέχνης. Κι ένα ξέσπασμα. Από τοπίο σε τοπίο, από πορτραίτο σε πορτραίτο, απόχτησε θάρρος ο χρωστήρας του. Άρχισε να στέκει πιο σίγουρος στα χέρια, να κινείται πιο σβέλτα. Ο καλλιτέχνης να συλλαμβάνει πιο γρήγορα το όμορφο. Να αισθάνεται πιο πολύ το χρώμα, τη φύση, την ίδια τη ζωή. Χωρίς να ολοκλήρωνε μέσα του, ότι τώρα το πινέλο του επικοινωνεί κάπως πιο ελεύθερα με τον επισκέπτη, ούτε που θα ’κανε τον κόπο να κουβαλήσει όλους αυτούς τους πίνακες σε τούτην αίθουσα. Είναι μερικά χρόνια επίμονης δουλειάς μέσα στα 20 χρόνια της ηλικίας του Γιώργου, που πινελιά την πινελιά, τοπίο το τοπίο έφεραν τούτη την πρώτη ατομική του έκθεση.
Από πότε αυτή η μανία σας για τη ζωγραφική;
Καθώς ακούει το ερώτημά μας χαμογελάει καλοσυνάτα κι ο νους του γυρίζει περίπου 13 χρόνια πίσω. Μας λέει ότι πριν περάσει ακόμα το κατώφλι της πρώτης δημοτικού, έσκυβε πάνω σε καμιά μεγάλη πλάκα του προαύλιου του σπιτιού του και με κιμωλία ζωγράφιζε τ’ αυτοκίνητο, κανένα κανένα λουλούδι ή πουλί μ’ ανοιγμένα τα φτερά, έτοιμο να φτερουγίσει…
Ενώ ο Γιώργος μιλούσε για το πρώτα βήματα στον όμορφο δρόμο της ζωγραφικής, εμείς είχαμε καρφώσει το βλέμμα στο πιο πετυχημένο έργο του: Στο «Πορτραίτο της γιαγιάς». Όλη η αγάπη της καρδιάς αντανακλάει στο ανήσυχο της πρόσωπο. Ρυτίδες στο μέτωπο, χιόνι στα μαλλιά. Σαν να σου μιλάει με τα μισάνοιχτα χείλη της. Σαν να σε συμβουλεύει. Σαν να προσέχει, κι από τη ζωγραφιά ακόμα, με το βλέμμα της το βημάτησμό σου.
«Το πορτραίτο της γιαγιάς» του καλλιτέχνη είναι το πορτραίτο κάθε γιαγιάς μας. Ναι. Αυτό το έργο προσέλκυσε περισσότερο και την προσοχή του Άξιου Καλλιτέχνη, Κώτσιου Μπερούκα. Το είδε πρώτα από κοντινή απόσταση, έπειτα απομακρύνθηκε να το δει κι από απόσταση. Ο Γιώργος στέκει πλάι του. Αμίλητος. Εκεί επιτόπου πρέπει να ειπωθούν τα καλά λόγια. Να γίνουν και οι παρατηρήσεις. Να προσφερθεί η σχετική βοήθεια από τον έμπειρο στο νεαρό ζωγράφο. Κι ο Κώτσιος δε διστάζει. Με το χέρι ριγμένο πάνω στην πλάτη του νεαρού, κοιτάζοντάς τον κατάματα, του λέει ορισμένα πράγματα για την πετυχημένη στιγμή, για το συγκρατημένο χρώμα, τη λεπτή δουλειά. Όμορφο αποκαλεί το πορτραίτο, μα το κάτι άλλο γι’ αυτόν είναι το «Τοπίο από τα Τίρανα», στο οποίο διακρίνει ζωντάνια, κίνηση, ζωή. «Τα πετυχημένα έργα να χρησιμέψουν σαν σταθμός για νέο ξεκίνημα», εύχεται το Γιώργο σφίγγοντάς του το χέρι. Καθώς στέκουν κοντά – κοντά, συζητούν και για κάποια απόπειρα στο μέλλον, για μια καλύτερη επικοινωνία με τον άνθρωπο. Και για τα θέματα, που σιγά – σιγά θα πρέπει να βγουν έξω από τον εαυτό του νεαρού καλλιτέχνη.
Το τελάρο του Γιώργου έχει χρόνια που κινείται πέρα δώθε. Τοποθετήθηκε στην άκρη ενός αγρού που σπέρνονται, μέσα σε λιβάδι, που βόσκει μικροκόπαδο, στην ακροποταμιά, πλάι σε γέφυρα, πάνω σε βεράντα σπιτιού. Του αρέσει το φως του ήλιου σε ένα χειμωνιάτικο πρωινό και τα άσπρα σπίτια του χωριού με τον ήλιο να χτυπά στα παράθυρα. Προσπαθεί να συλλάβει τη στιγμή, να τη ρίξει ατόφια στο τοπίο. Μπροστά του ο ευθύς ασφαλτωμένος δρόμος. Ο συστηματοποιημένος κάμπος από τις δυο πλευρές του. Πέρα ο λόφος, πιο πέρα τα βουνά. Η αγέρωχη Μουργκάνα έχει λίγο χιόνι κι ένα κομμάτι σύννεφο πάνω στην κορφή της.
«Το χωριό σ’ ομίχλη». Άλλο πετυχημένο τοπίο. Δουλεμένο με μεράκι. Κρύωναν τα χέρια του ζωγράφου. Τόσο που με δυσκολία καθάριζε το πινέλο. Του ξέφευγε καμιά πινελιά, την ξαναδιόρθωνε. Ώσπου τελειοποιήθηκε αυτό το έργο, που κουβαλάει πολλές καλαισθητικές αξίες.
Κόβει ένα όμορφο λουλούδι, το πετάει στο πάτωμα. Βρίσκει την οπτική γωνία κι ετοιμάζει τα σύνεργα να ζωγραφίσει τη «Νεκρά φύση», που επιστρέφεις μια και δυο φορές στην έκθεση για να την απολαύσεις καλύτερα. Γιατί έχει πολύ ζωή αυτή η «Νεκρά φύση».
– Πάλευα με τα μολύβια και τα χρώματα στ’ οχτάχρονο, μα πού θα μ’ έβγαζε αυτός ο δρόμος, ούτε μπορούσα να το καταλάβω σε εκείνη την ηλικία. Κάποια σπίθα ταλέντου ας πούμε, φαίνεται είδε ο Γιάννης Γκούτζος και με ενθάρρυνε. Τότε, σαν δάσκαλος στο χωριό μας, σε ώρα ιχνογραφίας, άρχισε να μας διαβάζει στην τάξη κάποιο σύντομο διήγημα για τις μαχητικές ομάδες των Τιράνων. Έπειτα μας άφησε ελεύθερους να σκιτσογραφήσομε. Εγώ ζωγράφισα ένα σοκάκι. «Σήκωσα» μια κολόνα κάπου, «άναψα» μια λάμπα πάνω της, «έβαλα» ένα νεαρό να τοιχοκολλάει προκηρύξεις και μια κοπέλα με πλεξίδες να ελέγχει το δρόμο μέσα στο σκοτάδι…
Άκουγε την εξιστόρηση του Γιώργου κι ο ίδιος ο Γιάννης, που ήρθε να δει την έκθεση. Όλα τ’ αποδοκίμαζε με το κούνημα του κεφαλιού του.
– Ποιες οι εντυπώσεις σας, Γιάννη, για την έκθεση του μαθητή σας;
– Βρίσκεις υπέροχα πράγματα στο ωραίο αυτό ξεκίνημα. Κι ένα άλλο όνομα νομίζω ότι προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των ζωγράφων της Δρόπολης.
Ναι. Κι ένα άλλο όνομα ζωγράφου από τη Δρόπολη προστέθηκε.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
«Λαϊκό Βήμα», Πέμπτη, 18 Μάη, 1989