Με ένα σακί καλαμπόκι στην πλάτη μέσα στη χιονοθύελλα

Γράφει ο Ηλίας Στόλης
Την βαρυχειμωνιά του 1945, οι δύο κουνιάδοι: Στ. Στόλης και Δ. Μπούκαλης, τριάντα πέντε – σαράντα χρονών ο καθένας, είχαν πάρει άδεια από την κρατική επιχείρηση «BOTORE», όπου δούλευαν ως οικοδόμοι και κίνησαν για τα χωριά του Βούρκου, προς εξοικονόμηση του αναγκαίου καλαμποκιού για ψωμί των οικογενειών τους. Ήταν τέλη Ιανουαρίου και για πάνω από δέκα ημέρες, ασχολούνταν αποκλειστικά με την ανακαίνιση ενός σπιτιού στο χωριό Μεμούσμπεη (σημερινή Πλάκα). Ξέσπασε μεγάλη κακοκαιρία, τα νερά του Βούρκου φούσκωναν με κίνδυνο να τους αποκλείσουν, άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα, ενώ οι οικογένειές τους είχαν ξεμείνει από ψωμί.
Αποφάσισαν να παρατήσουν την δουλειά και το ίδιο βράδυ να φύγουν για το χωριό τους. Θα ξαναγυρνούσαν όταν καλυτέρευε ο καιρός. Ζαλώθηκαν με είκοσι – εικοσιπέντε οκάδες καλαμπόκι ο καθένας και ξεκίνησαν αργά το απόγευμα. Πριν βγουν από το χωριό έπιασε βροχή. Περνώντας στους βάλτους τα σαντάλια γεμάτα λάσπες κολλούσαν (τότε που να έβρισκες παπούτσια, πόσο μάλλον μπότες). Δεν αρκούσε το βάρος και το πηχτό σκοτάδι της νύχτας, ήταν και η ακατάπαυτη βροχή, η οποία τους δυσκόλευε περισσότερο την πορεία.
Όταν φτάσανε στο πέρασμα της μικρής Πόβλας, τα νερά είχαν σκεπάσει το μονοπάτι. Στην προσπάθειά τους να ριχτούν αντίπερα, γλίστρησε το πόδι του Στυλιάνη και τα αφρισμένα νερά του ποταμού τον παρέσυραν μαζί με το σακί με το καλαμπόκι, το οποίο δεν το αποχωριζόταν από την πλάτη του. Ευτυχώς, μπόρεσε να κρατηθεί από καλαμιές έως ότου τον βρήκε ο κουνιάδος του και μαζί πέρασαν στην απέναντι όχθη.
Πήραν την ανηφόρα της Ναβαρίτσας, αλλά πριν βγουν στην Δρόβιανη, άρχισε η χιονόπτωση. Στο Ανήλιο του Κρα το χιόνι ξεπερνούσε τη μέση τους, ενώ είχε ξεσπάσει σφοδρή χιονοθύελλα. Στο πολύωρο ταξίδι, μέσα στους βάλτους και τα χιονισμένα κατσάβραχα, βρεγμένοι «ως το κόκαλο» και ξεπαγιασμένοι, με μισά σαντάλια (τους είχαν διαλυθεί κατά την πεζοπορία) τους προστέθηκε και η χιονοθύελλα. Αισθάνθηκαν υπερβολική κούραση, τα μάτια τους βάρυναν και η ανάσα γινόταν όλο και πιο δύσκολη.
Ήταν αδύνατο να διασχίσουν το χιόνι ζαλωμένοι. Κινδύνευαν να παγώσουν μέσα στο δάσος, να τους ξεσκίσουν τα αγρίμια, χωρίς καν να τους αντιληφθεί κανείς. Κρέμασαν τα σακίδιά τους σε ένα παράμερο δέντρο, να μην το φτάνανε αγρίμια και το βρουν περαστικοί και ξαλαφρωμένοι διέσχισαν το χιόνι κι έφτασαν μετά τα μεσάνυχτα στο χωριό, στα σπίτια τους ξυπόλητοι και ξεπαγιασμένοι.
Μπαίνοντας στο σπίτι, ο πατέρας σωριάστηκε λιπόθυμος. Τα ουρλιαχτά μας ξύπνησαν και πανικοβάλαν το μαχαλά. Μαζεύτηκαν οι γείτονες και είδαν κι έπαθαν να τον συνεφέρουν. Έμειναν άρρωστοι και οι δύο σχεδόν ένα μήνα. Τα σακιά με το καλαμπόκι, περίμεναν κρεμασμένα στο δέντρο έως ότου, μετά από αρκετές μέρες το χιόνι λιγόστεψε και οι γυναίκες τους μπόρεσαν να πάνε να τα ζαλωθούν και να τα μεταφέρουν στο χωριό.
Μάρτης 2020