Μετάνοια και συγχώρεση

Μετάνοια και συγχώρεση

Γράφει ο Μηνάς Λέκκας

Στα πολλαπλά προβλήματα που δεσπόζουν σήμερα την πολιτική ζωή του τόπου, τον τελευταίο καιρό, τα αλβανικά Μ.Μ.Ε., ο τύπος και η τηλεόραση, έφεραν στην επιφάνεια, δίνοντάς του πολιτικές αποχρώσεις και το πρόβλημα της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Σωρεία άρθρων, συνεντεύξεων και ειδικών εκπομπών, που διοργάνωσε η Αλβανική Ράδιο τηλεόραση, φέρνουν στο φως τις διαφορετικές απόψεις που επικρατούν ως αναφορά την αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος. Απλώς, για να είναι εις γνώση και ο δικός μας αναγνώστης, αυτών που συμβαίνουν γύρω του, ας εκφράσουμε κι εμείς εν συντομία κάποιες απόψεις, χωρίς να έχουμε την απαίτηση του αλάνθαστου.

Καταρχήν, η μετάνοια και η συγχώρεση είναι κοινωνικές έννοιες. Ο κάθε άνθρωπος, στα τρίσβαθα της ψυχής του κρύβει κάποια μυστικά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτά έχουν σχέση με λάθη, σφάλματα και αμαρτίες, που για τον άλφα ή το βήτα λόγο, διέπραξε στη διαδρομή της ζωής του και κάποια στιγμή νιώθει να τον τύπτει η συνείδησή του. Νιώθει εντός του ένα βάρος, ακούει μια φωνή να τον επιπλήττει και … μετανιώνει. Και όταν βρίσκει το θάρρος και τον τρόπο να εκφράσει τη μετάνοια αυτή, έστω και σιωπηρά, ξαλαφρώνει, ελευθερώνεται από ένα βραχνά, κοιμάται ήσυχα.

Και υπάρχουν πολλά παραδείγματα συνανθρώπων μας, που μετάνιωσαν για τις πράξεις τους και αυτών που συγχώρησαν τους μετανιωμένους. Γι’ αυτό, πολλές φορές βλέπουμε να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να πίνουν μαζί καφέ δυο χθεσινοί «εχθροί».

Ο θόρυβος που γίνεται σήμερα γύρω από το θέμα αυτό, σχετίζεται με τις αδικίες και τα εγκλήματα που διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια της 50χρονης δικτατορίας. Και τα δεινά της κόκκινης δικτατορίας είναι πολλά, παρά πολλά και τίποτε δεν μπορεί να τα κρύψει. Εξάλλου, αυτά τα παραδέχονται και τα καταδικάζουν όλες οι πολιτικές παρατάξεις της χώρας. 

Ας αναφερθούμε σε μια επιστολή που ο Υπουργός Εσωτερικών και αξιωματούχος της Κρατικής Ασφάλειας Βασκ Κολέτσι, έγραφε στις 26.11.1948 προς τον δικτάτορα Εμβέρ Χότζια σχετικά με τη δράση της Κρατικής Ασφάλειας και τις «επιτεύξεις» της στην καταπολέμηση του εχθρού. Η επιστολή αυτή που τελευταίως έφερε στο φως της δημοσιότητας ο αλβανικός τύπος και που ο συντάχτης της την αποκαλεί υπόμνημα, είναι ένα δριμύ κατηγορώ για το καθεστώς του εγκλήματος. Διαβάζεις και ανατριχιάζεις:

… «Oι κρατούμενοι στη γενικότητα έχουν κακομεταχειριστεί. Έχουμε χρησιμοποιήσει τα παρακάτω βασανιστήρια: Ξυλοδαρμός, δαρμός με μαστίγιο, με βρεγμένη τριχιά, τηλέφωνο, γελέκι, νηστεία, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, τανάλια, κ.τ.λ.», αναφέρει ο ανώτερος λειτουργός. Και παρακάτω: 

«Στην Ελληνική Μειονότητα υπήρχε πλατιά και οργανωμένη δράση της Ελληνικής Κατασκοπίας. Τα χτυπήματά μας ήταν υπερβολικά…». Πραγματικά, υπερβολικά ήταν τα χτυπήματα που ’πεσαν πάνω σε αυτόν τον τόπο και σε αυτόν τον κόσμο. Το απάνθρωπο ανθρωποκυνηγητό με πολιτικά κίνητρα στο χώρο μας πήρε τεράστιες διαστάσεις. Και αρχικά το δαιμονικό καθεστώς έβαλε τα ίδια τα παιδιά αυτού του τόπου να εξορίσουν, να φυλακίσουν, να δικάσουν, να καταδικάσουν εις θάνατο και να  εκτελέσουν τους συντοπίτες τους, τα ίδια τους τα αδέρφια, για να πάθουν, πολλοί απ’ αυτούς, την ίδια τύχη, μετανιώνοντας οικτρά για το «έργο» τους.  

Προ καιρού, ευρισκόμενος σε μια κηδεία, είδα να συνομιλούν ένα πρώην στέλεχος της Ασφάλειας με έναν πρώην πολιτικό κρατούμενο, που έχει περάσει απ’ τα χέρια του. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι συζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Στα πρόσωπά τους ήταν ευανάγνωστη η μετάνοια και η συγχώρεση.

Η μετάνοια όμως δεν επιβάλλεται. Αυτή έρχεται από μόνη της σαν αποτέλεσμα που αισθάνεται μια αμαρτημένη ψυχή να απαλλαχθεί από το βάρος των αμαρτιών της. Γιατί είναι αμάρτημα π.χ. να πετάξεις στις φυλακές, με στημένες κατηγορίες, έναν πατέρα και ν’ αφήσεις στους πέντε δρόμους, στο έλεος της ανήλεης ταξικής πάλης τα ορφανά παιδιά του. Είναι αμαρτία να καταθέτεις ψέματα, να ψευδομαρτυράς. Είναι αμαρτία να γνωρίζεις τον τάφο κάποιου αδικοσκοτωμένου και να μην το λες αυτό στα παιδιά του, που χρόνια ζητούν σαν στερνή παρηγοριά τα οστά του.

Ασφαλώς, πολλοί απ’ αυτούς είναι μετανιωμένοι για τις πράξεις τους. Κι αν δε βρίσκουν τη δύναμη να το πουν δημοσίως, το λένε με τη σιωπή τους, με την ταπεινή συμπεριφορά τους. Κι αυτό είναι αρκετό γι’ αυτούς που ξέρουν να συγχωρούν.

Τι γίνεται όμως μ’ εκείνους, που ενώ στο ενεργητικό τους βαραίνουν ένα σωρό αμαρτίες και εγκλήματα, όχι μόνον αρνούνται να παραδεχτούν και να ζητήσουν συγνώμη, αλλά  παριστάνουν και τον ήρωα και απειλούν τα θύματά τους; Η ερώτηση αυτή, σε συζήτηση στην Αλβανική Τηλεόραση, πήρε μια ομόφωνη απάντηση. Ο γνωστός σκηνοθέτης και κάτοχος πολλών βραβείων Κουϊτίμ Τσάσκου, έκφρασε την ιδέα, πως ο κάθε πολίτης που διαθέτει αποδειχτικά στοιχεία για άτομα που έπραξαν αδικίες ή εγκλήματα στο άτομο του, έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, να αποφανθεί στη δικαιοσύνη. Και αυτό δεν είναι εκδίκηση, αλλά απονομή δικαιοσύνης, που γίνεται βάση δημοκρατικών νόμων εγκεκριμένους από ένα πλουραλιστικό Κοινοβούλιο.

Την ίδια αντίληψη είχαν και οι κ.κ. Γκόντος, Μέλιος, Αποστόλι κ.α. Είναι όμως αυτή η λύση που πρέπει να επιδιώξουμε; Ίσως για μερικές περιπτώσεις, που και αυτές θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν λειτουργήσει σωστά ο θεσμός της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Πάντως, εδώ οι απόψεις αλληλοσυγκρούονται και στον αλβανικό τύπο και ο θόρυβος όλο και μεγαλώνει. 

Αργυρόκαστρο 27.07.1995       

Σχετικά άρθρα: