Μία επίσκεψη στο σπίτι του Ισμαήλ Κανταρέ
Του Σπύρου Κουζινόπουλου
Η είδηση για το θάνατο (1 Ιούλη 2024) από ανακοπή στα 88 του χρόνια του επιφανέστερου σύγχρονου αλβανού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ, του λογοτέχνη που είχε αποκληθεί ως σύγχρονος Όμηρος και ως ο Μαρκ Τουέιν των Βαλκανίων, μας θύμισε μία επίσκεψη που είχαμε πραγματοποιήσει τέτοιες μέρες του Ιούλη πριν οκτώ ακριβώς χρόνια στο σπίτι του στο Αργυρόκαστρο, στην όμορφη αλβανική πόλη όπου χτυπάει η καρδιά του Βορειοηπειρωτικού ελληνισμού.
Κατ’ αρχάς, αυτό καθαυτό το Αργυρόκαστρο με το ιστορικό κέντρο της πόλης, θυμίζει πίνακα ζωγραφικής και δικαιολογημένα αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, από το 2005. Δεδομένου ότι με τα αναρίθμητα παραδοσιακά σπίτια από πέτρα, ηπειρώτικης τεχνοτροπίας, σαν να πρόκειται για φυσική συνέχεια του τοπίου, συνθέτει ένα πλούσιο «ψηφιδωτό», που μαρτυρεί την πλούσια κληρονομιά την οποία άφησαν πίσω τους όσοι κατοίκησαν την περιοχή, στο πέρασμα των αιώνων.
Σε ένα από τα βιβλία του, «Το χρονικό της πέτρινης πόλης», που γράφτηκε στα 1971, ο διάσημος πλέον γιος του Αργυροκάστρου, ο Ισμαήλ Κανταρέ, περιγράφει με μοναδικό τρόπο την εικόνα και το χρώμα της πόλης του, καθώς, όπως αναφέρει, κάθε τι στην πόλη είναι παλιό και φτιαγμένο από πέτρα, από τους δρόμους και τα σιντριβάνια έως τις στέγες των παλιών σπιτιών.
Το κάστρο
Έχοντας διαβάσει πριν κάποια χρόνια το ιστορικό μυθιστόρημα του Κανταρέ «Τα ταμπούρλα της βροχής (το κάστρο)», επισκεφθήκαμε με κάποιο δέος είναι αλήθεια το φημισμένο κάστρο του Αργυροκάστρου, μέσα από τις πετρόχτιστες στοές του οποίου, έχει την αίσθηση κανείς ότι προβάλλονται όλα τα σημαντικά «κομμάτια» της ιστορίας της πόλης
Το κάστρο, που είναι καλά συντηρημένο έως σήμερα, είχε αρχίσει να κατασκευάζεται ακόμη από τους προ-χριστιανικούς χρόνους, για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του στον 13ο αιώνα, όταν η περιοχή ήταν υπό βυζαντινή κυριαρχία. Στο πέρασμα των αιώνων, το φρούριο ανακαινίστηκε κάμποσες φορές, με σημαντικότερη αυτή που έγινε κατά τον 19ο αιώνα, από τον κυβερνήτη της Ρούμελης, Αλή Πασά.
Η άριστη κατάστασή του, τα τείχη και όλες οι λιθοδομές, τονίζουν τον χαρακτήρα του φρουρίου και κάνουν τον επισκέπτη να σκεφτεί μήπως ο Ισμαήλ Κανταρέ όταν περιέγραφε με σκληρό τρόπο, στα «Ταμπούρλα της Βροχής», την πολιορκία κάποιου κάστρου από τους Τούρκους επιδρομείς, μήπως είχε κατά νου το περίλαμπρο κάστρο που δεσπόζει στην πόλη του Αργυροκάστρου. Ακόμη και όταν γνωρίζει ότι αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα, ο γνωστός Αλβανός συγγραφέας, το εμπνεύστηκε από ένα κείμενο που είχε εκδοθεί στα 1479, στα λατινικά, και όπου ο ιερέας Μαρτίν Μπαρλέτι, περιέγραφε τις τρεις πολιορκίες στο κάστρο της πόλης Σκόδρα, στη βόρεια Αλβανία.
Στο σπίτι του Ισμαήλ Κανταρέ
Ανάλογα συναισθήματα, κατακλύζουν τον επισκέπτη του Αργυροκάστρου, όταν περνάει την είσοδο του σπιτιού του Ισμαήλ Κανταρέ, που αναπαλαιώθηκε με χρήματα της Unesco πριν λίγα χρόνια. Ένα αρχοντικό σπίτι, μείγμα τουρκικής και ελληνικής τεχνοτροπίας, με πολλούς οντάδες, όπου συγκεντρώνονταν όλες οι λειτουργίες του σπιτιού: μαγείρεμα, φαγητό, ύπνος, διασκέδαση. Εκεί η οικογένεια Κανταρέ περνούσε τον περισσότερο χρόνο της, καθώς στους οντάδες υπήρχαν ελαφρώς υπερυψωμένα σημεία, σαν καναπέδες, τα μιντέρια, στα οποία τοποθετούσαν στρωσίδια, για να κάθονται, μια και έπιπλα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή.
Τριγυρίζοντας στους χώρους του σπιτιού, από αφίσες που είναι αναρτημένες σε διάφορα σημεία, πληροφορείται ο αμύητος για το πλούσιο έργο του αλβανού συγγραφέα, καθώς η εργογραφία του Κανταρέ, ξεπερνά τα 20 πεζογραφήματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά. Μυθιστορήματα, στα οποία αναμειγνύεται το πραγματικό με το φανταστικό, καθώς κύρια θεματογραφία του, είναι η σύγχρονη αλβανική κοινωνία, το προηγούμενο καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, αλλά και το σκληρό αλβανικό εθιμικό δίκαιο, το «Κανούν» όπως ονομάζεται στα αλβανικά και αποτελεί έναν απαραβίαστο κανόνα τιμής.
Πριν διαβούμε την ξύλινη σκάλα και το εντυπωσιακό εσωτερικό πηγάδι που υπάρχει λίγο πριν την έξοδο από το σπίτι του Ισμαήλ Κανταρέ, παίρνει κάπου το μάτι μας μία φράση που την επαναλάμβανε συχνά ο Αλβανός συγγραφέας στα έργα του, ότι «το υψηλό επίπεδο της τέχνης, αποτελεί ενσάρκωση της ελευθερίας. Δεδομένου ότι, όσο ανεβαίνει το επίπεδο, τόσο πιο ελεύθερος είναι ο συγγραφέας. Όταν πέφτει το επίπεδο, περιορίζεται και η ελευθερία».
Ο Κανταρέ για τις Ελληνοαλβανικές σχέσεις
Ανάμεσα στα έργα του, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες, συμπεριλαμβάνονται «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες», «Το λυκόφως των θεών της στέπας», «Το χρονικό της πέτρινης πόλης», «Τα ταμπούρλα της βροχής», «Το κονσέρτο», «Το τέρας», «Η πυραμίδα», «Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών», «Ποιος έφερε την Ντορουντίν», «Spiritus»,Φεγγαρόφωτο», «Ο αετός», «Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες», «Φάκελλος Ο», «Τρία τραγούδια πένθιμα για το Κοσυφοπέδιο»,« «H κόρη του Aγαμέμνονα. O Διάδοχος», «Ρημαγμένος Απρίλης» αλλά και το «Αισχύλος ο μεγάλος αδικημένος» το οποίο είναι εμπνευσμένο από τον κορυφαίο αρχαίο Έλληνα τραγικό.
Όπως έλεγε: «Η σκέψη να γράψω για τον Αισχύλο προήλθε όταν εκδόθηκαν το 1985 τα έργα του στα αλβανικά. Πρόκειται για τον πατέρα της τραγωδίας, ο οποίος υπήρξε ένας μεγάλος δημιουργός. Αυτός είναι ο συγγραφές του Προμηθέα, του πολέμιου της τυραννίας. Κατάλληλος όσο κανένας άλλος για τον κομουνισμό της Αλβανίας μας. Και πέρα απ’ όλα αυτά, ο Αισχύλος ήταν οργισμένος με το κράτος, με το θέατρο, με τους θεατές, αλλά και με το μισό λαό. Άλλο κίνητρο για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου αποτέλεσε και η προσπάθεια μου να εκφράσω τη βαθιά λατρεία μου για έναν Έλληνα συγγραφέα, δηλαδή για έναν γείτονα» είχε εξηγήσει ο ίδιος, το 2011, σε συνέντευξή του.
Όσο για τις σχέσεις των Αλβανών με τους Έλληνες, έλεγε στην ίδια συνέντευξη: «Για να μιλήσω έξω απ’ τα δόντια, η Ελλάδα με την Αλβανία δυστυχώς δεν τα πάνε τόσο καλά όσο θα έπρεπε, ιδίως για δυο χώρες που γειτονεύουν εδώ και 2.000 χρόνια. Και αυτό συμβαίνει πολλά χρόνια, αιώνες μάλιστα. Ήμασταν υπό την ίδια οθωμανική ατυχία και παρόλα αυτά δεν τα πηγαίναμε καλά. Τώρα είμαστε και οι δυο χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ και παρά τις διαβεβαιώσεις και τις δηλώσεις ότι υπάρχουν καλές σχέσεις, σας επαναλαμβάνω ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Υπάρχουν περίοδοι ηρεμίας, αλλά παρουσιάζονται συχνά προστριβές, εντάσεις και ζηλοφθονίες. Aν οι Έλληνες φέρουν κάποια δυσαρέσκεια εναντίον των Aλβανών σε σχέση με το παρελθόν, πρέπει να το πουν. Tο αντίστροφο ισχύει και για τους Aλβανούς. Kαι με αυτόν τον τρόπο οι δύο χώρες θα απελευθερωθούν από αυτά τα άσχημα σημεία του παρελθόντος. Δεν πρέπει να αποσιωπούμε πράγματα και να τα αποφεύγουμε ή να τα θεωρούμε ταμπού…».
Απόσπασμα άρθρου από το imerodromos.gr