Μιά γιορτή τοῦ γλεντιοῦ γιά ὅλους: Τά φώτα!

Μιά γιορτή τοῦ γλεντιοῦ γιά ὅλους: Τά φώτα!

Καί νά φθάνει μιά ἄλλη «χρονιάρα μέρα», μιά γιορτή τοῦ γλεντιοῦ γιά ὅλους: Τά φώτα!

Τά φώτα μέ τά «μπαριάκια» του, τά γλέντια του καί τούς χορούς του. Τά φώτα πού τά περιμένουν μέ λαχτάρα ὅλες οἱ ἀνύπαντρες κοπέλες, ντυμένες μέ τά καλά τους,  «γιά νά πιάσουν μάτια» στούς  νιούς…

Μέ τούς πρώτους χτύπους τῆς καμπάνας τό πλῆθος μαζεύεται εἰς τήν κεντρική ἐκκλησία. Ὁ γυναικόκοσμος κρατεῖ στά χέρια δοχεῖα γιά νά πάρη τό ἁγιασμένο νερό ἀπό τό ὁποῖο πείνουν, βρέχουν τό κεφάλι καί τό κρατοῦν στό «κόνιτζμα» γιά τίς βασκανίες.

Σέ λίγο ὁ αὐλόγυρος τῆς ἐκκλησίας γεμίζει ἀπό κόσμο. Τό μπαριάκι βγαίνει ἔξω καί ἀρχίζουν οἱ προσφορές. Γιά τό πάρεμό του. Ἡ φωνή τοῦ Σιώρη Τάλλιου μολονότι ἀλλάζει ἀπό τά μουστάκια του ἦχο, ἀκούεται παντοῦ: «ἑξήντα ὀκάδες λάδι ἐπάησε βοήθειά σας». Μά νά οἱ ἱεροφορεμένοι παπάδες βγαίνουν μεγαλόπρεπα ἀπό τήν ἐκκλησία καί μέ ὅλο τό πλῆθος τραβοῦν γιά τό πηγάδι ὅπου γίνεται ἡ βάπτησις τοῦ τιμίου σταυροῦ.

Κι’ ὁ Τάλλιος μέ τήν γεμάτη παλμό φωνή του συνεχίζει: «65 ὀκ. λάδι ἐπάησε, βοήθειά σας…». Ἡ εὐγενική ἄμυλα μεταξύ τῶν ἀνδρῶν πού θέλουν νά βοηθήσουν τήν ἐκκλησία συνεχίζεται. «72 ὀκ. λάδη ἐπάησε, βοήθειά σας…». Ὁ διαλαλητής ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορές τήν τιμή πού προσφέρανε καί ἄν δέν βγῆ ἄλλος νά τήν αὐξήση, τό μπαϊράκι παραδίδεται στόν τελευταίο πλειοδότη ποῦ λέγεται «κουμπάρος» τοῦ Χριστοῦ. Οἱ εὐχές «βοήθιά σου κουμπάρε» σἄν βροχή ἀπ’ ὅλους.

Μπορστά τό μπαιράκι, μετά τόν ἁγιασμό, καί πίσω ἀπό τό ποικιλόχρωμο ἐκεῖνο πλῆθος τῶν ἑορταστῶν πηγαίνει τραγουδῶντας στό νταμπόρι:

Σήμερα εἶν’ τά φώτα καί φωτεινός
αὔριο Ἰωάννης κι’ ὁ Πρόδρομος.

Ἐκεῖ στήνεται ὁ μεγάλος χορός. Μπροστά οἱ ἄντρες, ἀκολουθοῦν οἱ γυναῖκες, οἱ νυφάδες μέ τήν ἄσπρη τους φορεσιά, καί τά φλουριά στό μέτωπο καί στό στῆθος καί τέλος οἱ κοπέλες ἀραδιασμένες κατά τή μεγαλιά, ντροπαλές καί χαμηλοβλεποῦσες γεμάτες ἐλπίδες…

Τρεῖς τέσσερεις νέοι ἁρπάζουν κάποτε καί διά τῆς βίας τούς  «ντροπαλούς» καί τούς βάζουν στό χορό. Ὁ χορός μεγαλώνει καί ζωηρεύει καί φτάνει «τρεῖς γύρους ὁ χορός». Στή μέση ἀκριβῶς εἶναι στημένο τό μπαριάκι. Καί τό τραγοῦδι πού πέρνουν οἱ ἄντρες καί ἐπαναλαμβάνουν οἱ γυναῖκες κινούμενες κυματιστά, ὑψώνεται χαρούμενα στά οὐράνια…

Μπρ’ ἀγέρα μου καλοκαιρνέ
φυσά νά περπατήσω
Γιασέ ἀγάπη μου
φυσά νά περπατήσω
σέ κλαῖν’τά μάτια μου…

Μετά τό χορό τό μπαριάκι πηγαίνει στό σπῆτι τοῦ κουμπάρου, ἐνῶ οἱ ἄνδρες τόν ἐπισκέπτονται γιά νά τόν εὐχηθοῦν.

Τό ἀπόγευμα πάντα μέ τό μπαριάκι στή μέση στήνεται ὁ χορός πειό ζωηρός καί πειό μεγάλος. Ἀπό τό κοντινό καφενεῖο ἔρχονται μπουκάλια ῥακί γιά τούς χορευτάδες. Τά προσφέρει ὁ κουμπάρος μά καί ἄλλοι -προπάντων ξενητευμένοι- πού τούς συνεπέρνει ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ ἄδολου χωριάτικου γλεντιοῦ.

Σέ μιά στιγμή ἀκούγεται μυριόστομη φωνή: «Ὁ μπάρμπα Γιάννης Τσιάμης στήν κορυφή». Ὁ γέρο-γλεντζές, ὁ «Μάης» ὅπως τόν ἔλεγε ὁ παππα – Κώστας, σηκώνεται νά ξεμουδιάση. Βοή λαοῦ τί νά κάμη; Τόν κρατάει ὁ Κόλη Τσιάτσιαλης κι’ ἀρχίζει μέ τήν γεμάτη γλύκα φωνή του τό τραγοῦδι καί τόν χορό, ἐνῶ τήν ἐλαφράδα τῶν γεροντικῶν ποδιῶν του τή ζηλεύουν καί οἱ νέοι ἀκόμη:

1) Μαρ’ἀμπέλι μου πλατύφυλλο
καί κοντοκλαδεμένο, πιπερόρυζα.
Μώρ ψυλή-λιανή μου μέση
πῶς νά σ’ ὅριζα…

2) Γιά δέν ἀνθῇς γιά δεν καρπεῖς
γιά δέν κάνης σταφύλια, πιπερόριζα.
Μωρ’ψυλή-λιανή μου μέση
πῶς νά σ’ ὅριζα…

3) Θά σέ πουλήσω ἀμπέλι μου
καί θά σε παζαρέψω, πιπερόριζα
Μώρ’ ψυλή-λιανή μου μέση
πῶς νά σ’ ὅριζα…

4) Γιά βάλτε νιούς να σκάψουνε
γερόντους νά κλαδεύουν, πιπερόριζα
Μώρ’ψυλή-λιανή μου μέση
πῶς νά σ’ ὅριζα…

5) Γιά βάλτε καί τές ὄμορφες
νά μέ κορφολογήσουν, πιπερόριζα
Μώρ’ ψυλή-λιανή μου μέση
πῶς νά σ’ ὅριζα…

6) Τότες ἀνθῶ, τότες καρπῶ
τότες κάνω σταφύλια, πιπερόρυζα
Μώρ’ ψυλή-λιανή μου μέση
πῶς νά σ’ ὅριζα…

Από το βιβλίο του Μιχάλη Χαρ. Μάνου «Ευλογημένα χώματα», (σελ 284, 285, 286)

Σχετικά άρθρα: