Νάτσης Κουμανέλης, από τους τελευταίους αγωγιάτες
Χωρίς να τον ξέρουμε καν, μόνο απ’ ότι ακούσαμε γι’ αυτόν, παλεύουμε να στήσομε μέσα μας, όσο πιο πιστά, το πορτρέτο του Νάτση Κουμανέλη.
Του φοράμε ποτούρια και ρίχνομε την άσπρη φουστανέλα από πάνω τους. Του φοράμε μάλλινα τσουράπια, μαύρη χοντρή φανέλα, υφασμένη με μεράκι σε αργαλειό. Του φοράμε κάτασπρο πουκάμισο, του βάζομε στα χέρια τσόχινα μανίκια…
Οι υπερήλικες της Σωτήρας φέρνουν πιο εύκολα στο νου τους τον παλιό κιρατζή. Λένε ότι, χειμώνα – καλοκαίρι, αυτός φορούσε, σε μόνιμη βάση, την παραδοσιακή ενδυμασία.
Είναι ο τελευταίος καρβανιάρης – μεταφορέας ξυλείας, που έβαζε μπροστά του 6 με 7 μουλάρια, όσο ήταν το τακάτι του!
Γράφει στο βιβλίο του «Σωτήρα» ο Κωνσταντίνος Ι. Κουλίδας , ότι περί τα τέλη του 19ου αιώνα η Σωτήρα αριθμούσε 600 μέχρι 1000 μουλάρια (φορτιάτικα ζώα). Εξαίρεση το άλογο και μάλιστα η φοράδα, ιδιαίτερα για ίππευση.
Οι Σωτηριώτες με τα καραβάνια τους μετέφεραν ξυλεία από το Ζαγόρι στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα (Σκάλωμα) και από το λιμάνι διάφορα εμπορεύματα στα Γιάννινα. Ιδιαίτερα αλάτι προς τα ορεινά μέρη της Ηπείρου, αρχίζοντας από τη Σαμαρίνα, το Εφταχώρι, τον Πεντάλοφο, τη Φούρκα, τη Βωβούσα, το Μακρίνο, το Φλαμπουράρι και φθάνοντας μέχρι τη Σμίξη την Αβδέλλα και το Περιβόλι. Το αλάτι απαραίτητο και για τα πρόβατα που ξεκαλοκαίριαζαν στα τεράστια προβατοτόπια των περιοχών αυτών.
Λέει η Έλλη Λούκα:
– Δεκατέσσερα μουλάρια είχε ο παππούς μου. Ο πατέρας μου, ο θείος μου, ο αδελφός μου, την δουλειά του παππού τους και του Νάτση Κουμανέλη έκαναν μια ζωή κι αυτοί. Νίκο, Ρούση, Γιώτη, Κουμανέλη, είναι τα βασικά επώνυμα οικογενειών, που ασχολήθηκαν μόνιμα, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, με την μεταφορά ξυλείας. Σχεδόν, το κάθε σπίτι στη Σωτήρα, κρατούσε πεταλωμένο μουλάρι, για ν’ αντιμετώπιζε καθημερινά τις δύσκολες μεταφορές.
Ο Γιώτης, ο σύζυγος της Έλλης, μας περιγράφει, μόνο με μια πρόταση, το μεγαλύτερο καραβάνι:
– Το πρώτο μουλάρι του καρβανιού προχωρούσε φορτωμένο με ξυλεία στην στροφή της Κακαβιάς, όταν φόρτωναν το τελευταίο στη Σωτήρα…!!! Οι εργάτες έκοβαν την ξυλεία πάνω στο δάσος κι οι μουλαράδες τα κουβαλούσαν. Ήταν οργανωμένα όλα τα μέτωπα εργασίας, προσεκτικά μοιρασμένη η δουλειά. Σχεδόν, όλα τα σπίτια της Δρόπολης, του Πωγωνιού, της Κόνιτσας, της Βωβούσας, ήταν σκεπασμένα με την ξυλεία της Σωτήρας. Είχαν «καπέλο» Σωτηριώτικο.
Το χειμώνα, όταν η οικοδομή νέκρωνε, έκοβε η δουλειά, τα μουλάρια οι αγωγιάτες τα ξεχείμαζαν στα Εξαμίλια και στον Τσαμαντά. Σε ζεστά μέρη. Τότε, την ψυχή της Σωτήρας με ψωμί, την κράτησε κυρίως το χρήμα του μετανάστη, αλλά και η μεταφορά και πώληση ξυλείας απ’ όσους διέμεναν στο χωριό.
Λένε ότι το Νάτση Κουμανέλη, όταν απεβίωσε, τον ενταφίασαν με το κάτασπρο πουκάμισο, τα τσόχινα μανίκια και την κάτασπρη φουστανέλα του.
–Στο εξώφυλλο: Ο Νάτσης (Αθανάσιος) Κουμανέλης. Από τους τελευταίους κιρατζήδες μαζί με τον αδερφό του Λάζο. Απεβίωσαν και οι δύο τη δεκαετία του 1940.–