Νικόλαος Λάμπρου: Τρέμω τη στιγμή, να ανέβω ξανά στη σκηνή της πέτρινης πόλης μου, του Αργυροκάστρου

Νικόλαος Λάμπρου: Τρέμω τη στιγμή, να ανέβω ξανά στη σκηνή της πέτρινης πόλης μου, του Αργυροκάστρου

Υποκριτική

Όταν κάθεσαι και πίνεις καφέ με ηθοποιό, ασφαλώς και θα μιλήσεις για θέατρο. Πιο σωστά, για υποκριτική. Αυτό έκανα χθες με τον προικισμένο ηθοποιό Νικόλαο Λάμπρο, πάνω στα Τουρκοβούνια. – Από κει ψηλά, την Αθήνα, σαν τα βότσαλα του ποταμού, την είχαμε «βάλει» όλη πάνω στην παλάμη μας.

Ημέρα των Φώτων, δεν ξέρω τι με φώτισε να θέλω να ξεκαθαρίσω κάποιες απορίες που έχω μέσα μου. Γενικά για το ρόλο του ηθοποιού. Και συγκεκριμένα πάνω στο συναίσθημα. Αυτό, μετά από την παρακολούθηση της συγκλονιστικής παράστασης, του τραγικοκωμικού έργου «Ο πουπουλένιος», με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα που με κράτησε, για δυόμισι ώρες περίπου καρφωμένο πάνω στην καρέκλα…κι ακόμα ζω… τον δολοφόνο συγγραφέα, που θυσιάζει τη ζωή μπροστά στη διάσωση του έργου του.

Τους ηθοποιούς, βάσει σχολής, ο Νικόλαος τους χώρισε, αν κατάλαβα καλά, σε δύο βασικές ομάδες. Μάλλον σε τρεις: Σε αυτούς του συναισθηματισμού, της ψύχρας και της γελοιότητας. Έκανε και τη σχετική ανάλυση:

Ο πρώτος, σου λέει διακριτικά, σε πειράζει με το ρόλο που ανεβάζει στη σκηνή, αλλά πειράζεται κι ο ίδιος. Κλαίει ή γελάει μαζί σου. Σύμφωνα με την περίσταση. Ο δεύτερος πουλάει άριστα στον θεατή το έργο του. Τον αρπάζει, τον καρφώνει στην καρέκλα, συχνά του προκαλεί συγκίνηση, αλλά ο ίδιος μένει ψυχρός. Μάλιστα ψυχρότατος. Μέχρι και αδιάφορος. Υπάρχει και ο τρίτος κι ο χειρότερος, που στο ρόλο του, ενώ αυτός μπορεί να κλαίει πάνω στη σκηνή, ο θεατής κάτω, στην αίθουσα να ξεκαρδίζεται στα γέλια…

Το θέατρο έχει και τους πατεράδες του. Δεν είναι ορφανό. Έχει τους κορυφαίους: το Ρώσο Στανισλάβσκι, που τον ηθοποιό τον εννοεί να ζει δεμένο με το ρόλο του συναισθηματικά και το Γερμανό Μπερτόλντ Μπρεχτ, με το τεράστιο άλμα: να βάζει τη λογική μπροστά στο συναίσθημα. Τι μεγαλείο! Ο πρώτος βγάζει τον θεατή από την αίθουσα, π.χ., απλά με το δάκρυ στο μάτι, με το κλάμα, ενώ ο δεύτερος τον προκαλεί και να σκέφτεται. Ταυτοχρόνως και να προβληματίζεται απ’ τα όσα του έχει προσφέρει ο ηθοποιός. Μάλιστα να αισθάνεται και ήρωας. Επίσης κι ετοιμοπόλεμος.

Τον εαυτό του, σαν ηθοποιό, ο Νικόλαος Λάμπρου, τον εντάσσει, στην πρώτη ομάδα, στην πρώτη μεθοδολογία, που σε μπάζει στο πετσί του ρόλου – Δεν αποκλείει το Μπρεχτ. – Ξέρει να την χειρίζεται άριστα πάνω στην σκηνή κι αυτή τη μέθοδο. Ο ηθοποιός ξεκινάει να χτίζει τον χαραχτήρα του ρόλου από μέσα. Πρέπει να ζει με τον χαραχτήρα του. Ενώ ο Μπρεχτ τον βάζει και απέναντι. Διατηρεί και την δική του άποψη απέναντι στον χαραχτήρα.

Στην εποχή που ζούμε, υπάρχουν πολλές σχολές, πολλές θεωρίες και αναρίθμητα ρεύματα πάνω στην υποκριτική. Κάθε μέρα φυτρώνουν και νέα, άγνωστα «λουλούδια», με λογής λογιών αποχρώσεις και αρώματα. Το θέμα της διαφορετικής άποψης, σχετικά με τις θεωρίες, είναι τεράστιο. Οι συγκρούσεις πηγαίνουν σύννεφο.

…Σου μιλάει για μια επιθυμία του ο ταλαντούχος ηθοποιός:

«Μακάρι να συμβεί. Τρέμω τη στιγμή, να ανέβω ξανά, όπως παλιά, στη σκηνή της πέτρινης πόλης μου, του Αργυροκάστρου, για να «ξυπνήσω» τους συμπολίτες μου και να «τινάξω» στον αέρα το αρχαίο Κάστρο. Πότε θα συμβεί τάχα αυτό…, πότε;!. Τι λαχτάρα είναι αυτή, που με έχει ζώσει και με σφίγγει δυνατά;!».

Σχετικά άρθρα: