Ο Δάσκαλος
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
(Στενογραφική αποκρυπτογράφηση του άγνωστου κωδικού ενός χαρακτήρος)
45 χρόνια με βασάνιζε ένα ερώτημα: Σε ένα χωριό με περίπου 1000 κατοίκους και μόνο 5 – 6 απόφοιτους παν/μίου (λες και μιλάμε για τη φυλή Ζουλού) είναι ακαταλαβίστικο ένας δάσκαλος, αριστούχος απόφοιτος του εξωτερικού, δεν αξιοποιείται ούτε μια φορά ως κοινοτάρχης ή σε κάποια άλλη διακριτή θέση κοινωνικού χαρακτήρα (; !…) Ο λόγος είναι για τον Σταύρο Χρήστο, τον αείμνηστο δάσκαλό μου και εκατοντάδων άλλων απ’ τη Φοινίκη και το Μεσοπόταμο, απ’ τα Καλύβια κι απ’ το Κώσταρι, απ’ τη Βρυώνη και την ευρύτερη περιοχή του Βούρκου. Το ολοκληρωμένο πορτρέτο του αξίζει μια προσεγμένη μονογραφία που θα τιμούσε οποιονδήποτε συγγραφέα.
Σε τούτο το σεμνό γραπτό ας προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε εν συντομία, χρονολογικά, τον βίο του πιο «ψυχρού» γλυκού ανθρώπου που γνώρισα και που για κάποιους ήταν ο «ΚΙSΙΝGΕR» (δηλαδή…) και για κάποιους άλλους το «νευρόσπασμα». (Τόσα εκρηκτικά που είχε στην ψυχή του…) Για τους μαθητές του όμως και τους συντοπίτες του, ο Δάσκαλος, ο μεθοδικός, ο πιστικός. Διαβάστε τις παρακάτω σειρές και ο νοών νοείτω.
***
Γεννήθηκε στη Φοινίκη το 1922.
Στο ίδιο χωριό θα τέλειωνε την πρώτη και δεύτερη Δημοτικού, για να συνεχίσει τις δύο επόμενες στην κωμόπολή του Δελβίνου, διαμένοντας με τον παππού του, τον αείμνηστο ιερέα Νικόλαο Παπανικόλα, που μαζί με τον Σταυρό της Ορθόδοξης πίστης κρατούσε και τον Τίμιο Σταυρό της Ελληνικής Πολιτείας για την προσφορά του στον Εθνικό Αγώνα. Κάποτε είχα ακούσει για χιλιάδες υπογραφές που είχε συγκεντρώσει ο λαμπρός αυτός ιερέας για να κατατεθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επαναλειτουργία των ελληνικών Σχολείων στη Βόρεια Ήπειρο. Τι σπουδαιότερο για ένα δωδεκάχρονο παιδί για να γαλουχηθεί με στόχους και οράματα. Και, αφού αρίστεψε στο Δέλβινο, μπόρεσε να ταξιδέψει σε πελάγους ευτυχίας προς το νησί των Φαιάκων για περαιτέρω σπουδές. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 θα έλεγε, με τον δικό του τρόπο, το «ΟΧΙ» στην φασιστική κατοχή, διακόπτοντας τις σπουδές του, επιστρέφοντας στην Βόρειο Ήπειρο, θέτοντας τον εαυτό του στην διάθεση του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού, τον οποίο ακολούθησε ως το Προγονάτι για να επιστρέφει στη συνέχεια ως λογιστής στο φρουραρχείο Δελβίνου.
Μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού το 1941, θα έπαιρνε και πάλι τον δρόμο για την Ελλάδα. Στην αρχή στα Γιάννενα, μετά στο Αγρίνιο και τελικά στην Αθήνα, όπου και θα τελείωνε τις σπουδές.
Επιστρέφει και πάλι στην ιδιαίτερη Πατρίδα του και βρίσκει τα σχολεία κλειστά.
Αναγκάζεται να δουλέψει σε διάφορες αγροτικές δουλειές. Το 1945 πρωτοδιορίζεται στη Ραχούλα, όπου θα γνωρίσει από κοντά τον Γιάννη Παπαθανάση, πατέρα του αείμνηστου εθνομάρτυρα Φίλιππα Παπαθανάση. Στη συνέχεια θα άλλαζε πολλές φορές τον τόπο διδασκαλίας όπως στη Βρυώνη, στο Μεσοπόταμο, στο Κώσταρι και… Τατζάτι (!…) Τον τελευταίο διορισμό δεν τον δέχεται (να έκανε τι ένας ελληνοδιδάσκαλος σε αλβανικό χωριό;). Του έκαναν τη χάρη, στέλνοντάς τον 3 χρόνια φαντάρο στη … Σκόδρα (τα σχόλια δικά σας). Με την επιστροφή του το 1955, θα διοριστεί μόνιμα (επιτέλους) στο Μεσοπόταμο.
Σε ένα δωμάτιο 4×5, που του παραχώρησε η δημογεροντία του χωριού, θα ζούσαν το ζεύγος Χρήστου και τα παιδιά τους. Θα τρώγανε, θα μάθαιναν, θα περίμεναν επισκέπτες και θα έκρυβαν για περίπου 15 χρόνια μια μαύρη βαλίτσα με φιλοσοφικά, εκπαιδευτικά και λογοτεχνικά αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας ώσπου μια μέρα… κάποιος ενημέρωσε τις κομματικές αρχές για το «εχθρικό» περιεχόμενό της βαλίτσας και ο Δάσκαλος με τον Φώτο τον μεγαλύτερό του γιο, θα παρουσιαζόταν αυτοπροσώπος στο Μ.Η. τότε το πρωτοκλασάτο στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος των Αγίων Σαράντα, για να εισπράξουν τις πιο ακραίες και ταπεινωτικές ύβρεις.
Ο Δάσκαλος, μαθημένος με τις διώξεις του πατέρα και του παππού του, κατάλαβε τι τον περίμενε και με μάτια βουρκωμένα έκαψε τη βαλίτσα, το πολυτιμότερο ενθύμιο από την Αθήνα. Αρνήθηκε την ύπαρξη της βαλίτσας, αλλά είχε σημαδευτεί πια.
Κλείστηκε στην μοναξιά του. Τα απογεύματα έπαιρνε δύο σούτες, το καλάμι με το αγκίστρι και τα ’λεγε με το ποτάμι που περνούσε έξω απ’ το σπίτι του.
Έτσι κύλησε η ζωή του, σκληρή, αγχώδης και ακαταλαβίστικη.
Κλείνοντας το σύντομο αφιέρωμα στον αείμνηστο δάσκαλό μου, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε ένα στιγμιότυπο της μετακομμουνιστικής περιόδου:
***
Μέσα Ιανουάριου 1991.
Δυο τρεις μέρες μετά την ίδρυση της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, είχα καθίσει και κάπνιζα στα τσιμέντα της μεταλλικής κολώνας υψηλής τάσεως, 20 – 30 μέτρα απέναντι από το σπίτι του. Με πλησίασε δίχως να το προσέξω και ντράπηκα που με είδε να κάπνιζα. Σηκώθηκα όρθιος, πέταξα ενστικτωδώς το τσιγάρο και τον καλημέρισα. Μου έσφιξε το χέρι, με κοίταξε και με ρώτησε:
– Είναι αλήθεια; Ήσουν κι εσύ;
-Ναι.
-Μπράβο και πρόσεξε τον εαυτό σου!
Λίγες μέρες αργότερα ιδρύθηκε η πρώτη τοπική οργάνωση της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, ακριβώς στο Μεσοπόταμο. Παρόν και ο τότε Γενικός Πρόεδρος, Ανδρέας Ζαρμπαλάς. Εκεί να έβλεπες αγκαλιές και συγχαρητήρια. Μπήκαμε στην αίθουσα. Για πρώτη φορά είδα τον δάσκαλό μου στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Για πρώτη φορά θα μιλούσε πρώτος.
– Ας σεβαστούμε το περιεχόμενο του ονόματος της οργάνωσής μας, που σοφά την βαφτίσαμε ΟΜΟΝΟΙΑ. ΟΜΟΝΟΙΑ αγαπητά αδέρφια. Τι ξύπνησε μέσα στην ψυχή αυτού του σιωπηλού, του ζωντανού κινούμενου σχεδίου που κάποιοι τον έλεγαν ΚΙSΙΝGΕR (;!) και κάποιοι «νευρόσπασμα». (Τι να τα έκανε τα τόσα εκρηκτικά που βάραιναν την ψυχή του;)
Μερικά χρόνια μετά, στις 29 Φεβρουάριου του 2004 τον δάσκαλο θα τον καλούσαν οι άγγελοι στο δικό τους περιβόλι. Θα τον ξεπροβοδούσαν με δάκρυα και λυγμούς η λαοθάλασσα των ανθρώπων και για πρώτη φορά θα ακουγόταν χειροκροτήματα, πρωτοφανές έθιμο στην βορειοηπειρωτική παράδοση.
Τόσα εν συντομία για να επανέλθουμε κάποια στιγμή λεπτομερειακά.
Αυτός ήταν λοιπόν ο δάσκαλός μου.
Χαράλαμπος Αθανασίου