Ο δροπολίτης γιατρός Αλέξανδρος Καλυβόπουλος
Την 26η Νοεμβρίου του 1956 ο γνωστός δημοσιογράφος της «Απογευματινής» Βάσος Τσιμπιδάρος υπέβαλε αίτηση ενώπιον της αλβανικής Πρεσβείας στη Ρώμη, με σκοπό να επισκεφθεί την Αλβανία για μία δημοσιογραφική αποστολή.
Είχαν προηγηθεί πολλαπλά ταξίδια του ιδίου στις χώρες του ανατολικού συγκροτήματος και μάλιστα μία έρευνά του για τους έλληνες πρόσφυγες στις χώρες αυτές είχε προκαλέσει αναστάτωση.
Εντύπωση προκαλούσαν οι αναφορές του στην κομμουνίστρια συγγραφέα Έλλη Αλεξίου (αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πρώτης συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη) η οποία υπεραμυνόταν με ζέση τον Νίκο Ζαχαριάδη (τον θεωρούσε επιτομή φιλολογικού ύφους και γλωσσικής επάρκειας). Ο Βάσος Τσιμπιδάρος ήταν ανιψιός του Παναγιώτη Τσιμπιδάρου (γιος του αδελφού του) ο οποίος, μετά το 1945, είχε διατελέσει διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός», γνωστή για το οξύ ύφος της κατά της Αριστεράς και την εμπάθεια κατά της Αλβανίας. Το αίτημά του απερρίφθη, αλλά ο δημοσιογράφος, τον Μάρτιο του 1957, υπέβαλε εκ νέου αίτηση, η οποία αυτή τη φορά εγκρίθηκε άμεσα και χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, παρότι τα Τίρανα μέμφονταν τον Τσιμπιδάρο στους σοβιετικούς κατηγορώντας τον για την εμφανή εχθρότητά του εις βάρος της Αλβανίας και ότι με το δημοσιογραφικό του έργο συσκοτίζει την αλήθεια, εμφανιζόμενος επιθετικός και μεροληπτικός, εμποδίζοντας έτσι την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων.
Στα Τίρανα τον υποδέχθηκε ο γνωστός Σεμσί Τοτοζάνι (Shemsi Totozani, τότε λειτουργός του Υπουργείου Εξωτερικών) ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στη συνάντηση της Κονίσπολης (1943) και τη συνομολόγηση της περίφημης «Απόφασις». Ο Τοτοζάνι γνώριζε ελληνικά και αργότερα «μαρτύρησε» και ο ίδιος στις φυλακές του κομμουνιστικού καθεστώτος. Τον συνόδευε ο διερμηνέας Γιώργος Κωστάκης από τη Γοραντζή. Περιηγήθηκε δέκα ημέρες στην Αλβανία, επισκεπτόμενος το Αργυρόκαστρο και το χωριό Δερβιτσιάνη.
Στο Αργυρόκαστρο συναντήθηκε επανειλημμένως με τον εξαίρετο ιατρό επιστήμονα Αλέξανδρο Καλυβόπουλο, ο οποίος τότε είχε αναλάβει διευθυντής της παθολογικής κλινικής του νεόδμητου νοσοκομείου Αργυροκάστρου (έως το 1949 εκεί είχαν νοσηλευθεί πολλοί έλληνες τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ). Στις συζητήσεις ο Καλυβόπουλος εμφανίσθηκε πολέμιος «της ελληνικής αντίδρασης» κατηγορώντας τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους ότι διασαλεύουν την γαλήνευση της ζωής των Ελλήνων της Αλβανίας προβάλλοντας παράλογες αξιώσεις. Εξύμνησε το νοσοκομείο στο οποίο υπηρετούσε και, διατεινόμενος ότι διαθέτει τον πλέον σύγχρονο ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό, επισήμανε με βλοσυρό βλέμμα ότι τα ελληνικά νοσηλευτικά ιδρύματα υστερούν απέναντί του (!). Δεν παρέλειψε να του αναφέρει, όμως, ονόματα ελλήνων συναδέλφων του στην Ελλάδα. Ο Τσιμπιδάρος δεν τον πίστεψε και στα ρεπορτάζ του έκανε λόγο απορημένος για τη στάση του Καλυβόπουλου, τον οποίο χαρακτήρισε «αινιγματικό», ενώ έγειρε ερωτηματικά η «διφορούμενη συμπεριφορά του». Οι συναντήσεις αυτές στάθηκαν μοιραίες για τον μεγάλο ιατρό. Η παρακολούθηση παρείχε όλα τα στοιχεία των «περιέργων συζητήσεων» στην αλβανική ασφάλεια.
Ποιος ήταν όμως ο Αλέξανδρος Καλυβόπουλος; Ο Καλυβόπουλος γεννήθηκε το 1885 στο Βουλιαράτι και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μερικώς στη Γαλλία. Ιατρός εγνωσμένου κύρους, αλλά με αναπτυγμένο το εθνικό φρόνημα, κατέστη στιβαρή επιστημονική και κοινωνική προσωπικότητα στο Αργυρόκαστρο, όπου κλήθηκε να ασκήσει το επάγγελμα του παθολόγου, αμέσως μετά τις σπουδές του και το σύντομο πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη.
Κατά το διάστημα της Κατοχής οι Ιταλοί τον εξόρισαν στο Μιλάνο μαζί με άλλους επιφανείς βορειοηπειρώτες διανοούμενους (κυρίως εκπαιδευτικούς), ένεκα της φιλελληνικής στάσης του κατά την επέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, αλλά και επειδή είχε εξελιχθεί σε ηγετική μορφή της ελληνικής κοινότητας, πλούσιος και ευυπόληπτος.
Μετά την Κατοχή ο Καλυβόπουλος αντιτάχθηκε στην κομμουνιστική ιδεολογία, αποστρεφόμενος κάθε μορφή πολιτικού απολυταρχισμού, πρεσβεύοντας τη δημοκρατική χρήση και την κοινοβουλευτική δημοκρατία στη συγκρότηση της κοινωνίας.
Με την πάροδο του χρόνου, ως ιατρός με προβαλλόμενη υπόληψη και μορφή με επιβολή ο Καλυβόπουλος καθίστατο υπολογίσιμος πόλος συσπείρωσης για την βορειοηπειρωτική μειονότητα. Αυτό δεν άρεσε στην υψηλή πολιτική τάξη η οποία, μετά τις συναντήσεις του με τον έλληνα δημοσιογράφο και τα καυστικά δημοσιεύματά του στην «Απογευματινή», αποφάσισε να τον παρακολουθήσει μέσω δύο «επιστήθιων φίλων» του, συνεργατών της ασφάλειας με τα ψευδώνυμα «Νήσος Σάσων» (Ishulli i Sazanit) και «Όρος Τομόρι» (Mali i Tomorrit), με τη διαδικασία «της ενεργούς επεξεργασίας του παρακολουθούμενου» (perpunimi aktiv i objektit).
Λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση του Τσιμπιδάρου και ενώ η «Απογευματινή» δημοσίευε τα όχι ευκαταφρόνητα ρεπορτάζ του από την Αλβανία, την 16η Μαΐου του 1958 η ασφάλεια Αργυροκάστρου άνοιξε φάκελο φρονημάτων και αντικαθεστωτικής δράσης του 73-άρη τότε επιστήμονα. Και για να μην γίνει αντιληπτή όλη η διαδικασία πρακτορικής παρατήρησης με το διάταγμα 2825 της 22ης Δεκεμβρίου του 1958 η Λαϊκή Βουλή του απένειμε ειδική διάκριση για την «αποδοτική και χρήσιμη συνδρομή του ως γιατρού στην οργάνωση και την εφαρμογή της ιατρικής επιστήμης».
Η παρακολούθηση απέβη άκαρπη, αλλά και πάλι την 3η Ιουλίου του 1960 ο Καλυβόπουλος συνελήφθη και την 5η Ιανουαρίου του 1962 το Στρατοδικείο Τιράνων τον καταδίκασε με 18-ετή ειρκτή. Ο Καλυβόπουλος απέρριψε με εγκαρτέρηση όλες τις αποδιδόμενες κατηγορίες εις βάρος του ως εχθρός του λαού, τις οποίες όρισε ως σαχλές σκευωρίες, ψευδείς και συκοφαντικές. Ως οπαδός του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώπιον της αλβανικής ανάκρισης, εξήρε αταλάντευτα και αμετανόητα το έργο του, ο οποίος πολλαπλασίασε την ελληνική επικράτεια και αγνόησε τη ρητορική μίσους και τη βλασφημία των αλβανών τιτλούχων για τον μεγάλο έλληνα πολιτικό άνδρα και ηγέτη.
Οδηγήθηκε στις φυλακές στο Μπουρέλι. Είναι αξιοπερίεργο ότι ως έγκλειστος ιατρός νοσήλευε με μεγαλοψυχία τους καταδότες του. Όταν αποφάσισε να αυτοκτονήσει, κάλεσε τους ρωμαιοκαθολικούς ιερείς και τους παρήγγειλε μετά τον θάνατό του να διαθέσουν στους ταλαίπωρους συγκρατούμενούς του όλα τα υπάρχοντά του: ρούχα και τροφή. Αυτοκτόνησε έγκλειστος διά της απεργίας πείνας το 1963 σε ηλικία 78 ετών!
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Aπό: http://blog.literatus.gr/