Ο κόκκινος κύκλος

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ Ζ Α Ρ Μ Π Α Λ Α Σ
Μπήκα στους “Δροπολίτες” για την καθιερωμένη κοτόσουπα ή ένα πιλάφι περιποιημένο, που σήμαινε πασπαλισμένο με κομματάκια κρέας και κασέρι. Το λαϊκό εστιατόριο άλλο όνομα έδειχνε η επιγραφή του, άλλιώς το ονομάτισε ο κόσμος, επειδή το δούλευαν Δροπολίτες. Οι περισσότεροι πελάτες του ήταν Βουρκαριανοί. Έπαιρναν το λεωφορείο του Άγη και νάτοι, πρωί – πρωί στην πόλη. Πρώτος σταθμός, το εστιατόριο. Μια ζεστή σούπα ή ένας ζεστός πατσάς κι ένα κρασί ή μια μπύρα άλλαζαν πλήρως τη διάθεση του ανθρώπου. Προπαντός την περίοδο αυτή, που του χωριά αδειάζανε και το ηθικό έπεφτε. Ύστερα είχαν σειρά οι φούρνοι, η “Λαϊκή” για πατάτες και πράσα. Τέλος, περνούσανε από το κατάστημα του γεωπόνου του Βασίλη για σπορίδια και lindan ή στου Λάμπη του κτηνίατρου να προμηθευτούν πενικιλίνες για τα πρόβατα. Ήταν και κάποιοι, που ερχότανε ταχτικότατα, σχεδόν μέρα παρά μέρα. Που τους χάνεις που τους βρίσκεις, στην πόλη. Το περίεργο ήταν ότι αυτοί οι ταχτικοί με άδεια χέρια ερχότανε, με άδεια φεύγανε.
Έριξα μια ματιά τριγύρω. Σε ένα τραπέζι έτρωγαν ο Νάσιος Θωμάς ή Πελεκάνος με τη γριά του, τη Φωτεινή. Χάρηκα που τους είδα.
-Επιτρέπετε ή μήπως ενοχλώ;
-Άσε τις τσιριμόνιες και κόπιασε, είπε σοβαρός ο Νάσιος.
Η Φωτεινή γύρισε το βλέμμα και τον κοίταξε χολιασμένη. Τόσα χρόνια δίπλα του, αν είχε κάτι να του πει, του το έλεγε με το βλέμμα. Δεν είχε φτάσει ακόμα στη μιλιά. Αφού δεν έφτασε μέχρι τώρα, ο καιρός πάει, πέταξε.
-Ξέρω εγώ τι λέω! Απάντησε ο Νάσιος στην ματιά της.
-Πες μου, κυρία Φωτεινή, πως τον άντεξες αυτόν τον ασκιά* δίπλα σου;
Η Φωτεινή που δεν είχε φτάσει ακόμα στη μιλιά, ανασήκωσε το βλέμμα και τα μάτια της ήταν γεμάτα φως. Ένα φως που απλώθηκε και πλημμύρισε όλο το ευγενικό της πρόσωπο. Ήταν περήφανη, που έζησε δίπλα του.
-Εσύ, στο κάτω-κάτω είσαι κι από σόι μεγάλο…, πρόσθεσα.
-Τώρα μάλιστα, έκανε ο Νάσιος. Να σου πω εγώ. Αυτοί είναι φερμένοι από τη Μηλιά. Κακό σόι. Ήρθε ο πρώτος, που λες, όταν χάλασε το χωριό τους. Και μην νομίζεις, μια πιθαμή άνθρωπος ήτανε. Άλλο που παντρεύτηκε τη μαλέκω Τσέπω, γυναικάρα δυο μέτρα και είκοσε πόντους. Έτσι άλλαξε το σόι τους. Εμείς οι “θιγμένοι”, που λες, παίρναμε γυναίκες από το σωρό. Πηγαίναμε στα σπίτια που ήταν γεμάτα με κοπέλες. Από τις πολλές, κάποια θα παίρναμε. Έτσι κι εγώ. Άλλη φυλή εμείς. Σαν η βούλιαρη στο χωράφι, που τραβούσε τζέλια. Μη κοιτάς τώρα που φυλακισμένοι και διαφωτιστάδες γινήκαμε ένα!
Όνομα και πράμα ο Νάσιος Πελεκάνος. Φορούσε πάντα μαύρο κουστούμι, μαύρο κασκέτο. Μαυριδερός κι ο ίδιος και ψηλός, πρώτο μπόι. Σου’ ρχινε μόνο μια ματιά κι ύστερα στη χάση και την πιάση καμιά δεύτερη. Το θεωρούσε χαμένο χρόνο, αφού σε εξερευνούσε με την πρώτη τι καπνό φουμάρεις. Κι η μπάσα φωνή του κροτάλιζε σαν του πελεκάνου. Εξ’ ου και το παρατσούκλι. Το κροτάλισμα του πελεκάνου, εντωμεταξύ, μπορεί να είναι αγάπη, μπορεί και θυμός. Έλα τώρα να τα ξεδιαλύνεις. Με τη φόρα που είχε πάρει, φοβήθηκα για καμιά παρεξέγηση με τη Φωτεινή και πετάχτηκα από πέτρα σε ραϊδιό*.
-Εσύ, που ξέρεις τα πολλά, γιατί λέμε ακόμα “περηφανειά λαζάτικη”;
-Επειδή οι Λαζάτες ήταν φορεμένοι, ποδεμένοι, σιαγμένοι.
-“Ζορκιά γερμάτικη”;
-Ξυπολυσιά.
-Και “ζούρλα αλικάτικη”;
-Αυτό είναι λάθος. Μεγάλο λάθος. Τους Τρεμουλιώτες έπρεπε να πούνε “ζουρλούς”. Τα καλοκαίρια όλοι είχαν δεμένα τα κεφάλια. Από το πολύ το ξύλο. Είχανε λίγο το νερό για πότισμα οι φουκαριάρηδες κι όταν το’ κοβε ο ένας, πήγαινε ο άλλος και του το’ σπαγε το κεφάλι με το παλούκι.
Ο Πελεκάνος ήταν λίγο παλαβός, αρκετά πεισματάρης και πολύ δίκαιος. Είχε δικό του κεφάλι. Αν σου τύχει εποχή, που δέχεται άτομα με “δικά τους κεφάλια”, καλώς. Η ατυχία του Νάσιου ήταν που έπεσε σε εποχή, η οποία μόλις έβλεπε τέτοια κεφάλια, τα έσπαγε.
Σ’ ένα τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού και σχεδόν κάτω από τη σκάλα, τρώγανε δυο καμποχωρίτες, απ’ αυτούς που ερχότανε μέρα παρά μέρα με άδεια χέρια και φεύγανε ξανά με άδεια χέρια. Τους ήξερε ο Πελεκάνος. Όχι μόνο τους ήξερε, αλλά τους το είπε με τη γλώσσα του πελεκάνου. Να πάρουν μια γίδα και να τη βοσκάνε στις οχταριές*. Να πάρουν το τσαπί και να κατεβούν στον κήπο. Κι αν δεν σας κάνει ούτε η γίδα, ούτε ο κήπος, τους είπε, βρείτε ένα δέντρο εκεί στην εκκλησιά σας και μετρήστε τις μερμούντζες*, που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ολημερίς κι ολονυχτίς. Τίμια πράγματα!
Εγώ, όμως, στόχευα για ψηλότερα. Ήθελα να μου αφηγηθεί το πως τότε στα χρόνια του πολέμου οι παρτιζάνοι δεν μπορούσαν να μπουν στο χωριό του, τον Καλαμιώνα, και πως μετά από αρκετές απόπειρες, το πήραν με ένα χορό. Ο Πελεκάνος, όμως, όλο ταρακουνιότανε στην καρέκλα σαν να τοιμαζότανε να πετάξει. Είχαν και δουλειές οι άνθρωποι, δεν θα ασχολιότανε με μένα που δεν τους άφηνα να περάσουν τη μπουκιά κάτω. Αρκέστηκα να ρωτήσω μόνο για τον αδερφό του, τον Τσίλη, που ναι μεν ήταν καλά, όπως είπε, όμως δεν θέλει να αποχωριστεί το σκαλιστήρι, δουλεύει ακόμα στον κήπο, αλλά στα γόνατα.
-Το άλλο, είπε, ανασηκώνοντας τη χερούκλα του δίνοντας σινιάλο στο σερβιτόρο, είναι μεγάλη ιστορία. Βλέπω, δεν αφήνεις τίποτα να πέσει κάτω. Θέλεις να μάθεις για τον “κόκκινο κύκλο”. Άλλη φορά. Ένα θα σου πω τώρα, εγώ ήμουν που βαρούσα την καμπάνα.
-Τα κρασιά δικά μου, είπα στο σερβιτόρο.
Πέρασε ο χειμώνας, πέρασε κι η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τα καράβια του. Συνωστισμός στις προβλήτες, τσάντες στο τελωνείο, λεωφορεία στη σειρά, έτοιμα να παραλάβουν κόσμο, κι άλλα που έμπαιναν στο λιμάνι, να άδειαζαν και να πάρουν μιαν ανάσα. Ανάμεσά τους κι η γριά “Σταμάτω”, το καράβι της γραμμής που τους χειμώνες κράταγε ψηλά την τιμή των άλλων πλεούμενων. Έπεφτε η κίνηση, σκορπίζονταν τα άλλα. Αυτή εδώ, σαν οι σπουργίτες. Οι Βουρκαριανοί της είχαν αδυναμία. Φέρε τους εσύ το καλύτερα πλοίο, αυτοί προτιμούσαν τη “Σταμάτω” τους. Κι ας έτριζαν καμιά φορά τα κόκαλά της, όταν τη χτυπούσε ο πουνέντες. Τους θύμιζε τη γιαγιά του καπετάνιου. Τους ανέβαζε το γόητρο. Ένιωθαν περήφανοι. Τόσους αιώνες πάλευαν με τη βούλιαρη να κατακτήσουν τα χωράφια. Τώρα είχε έρθει ο καιρός να κατακτήσουν και τη θάλασσα. Αυτά έλεγαν και γύριζαν τις “πουτσιαρέσιες” τη μια μετά την άλλη. “Πουτσιαρέσιες” έλεγαν τις μπύρες.
Πάντα με κέντριζε η δυναμικότητα του λιμανιού, τα χρώματα, η βιασύνη για κάτι που μπορεί να σου γλιστρήσει, η στιγμιαία επαφή των ματιών και των σωμάτων, η θάλασσα πιο πέρα, που επιτέλους είχε γίνει αληθινή. Κάποτε είχα την εντύπωση πως ήταν μια απέραντη πεδιάδα, που φύτρωνε μόνο το γαλαζωπό λουλούδι της ερημιάς. Ακουμπούσα στα μεταλλικά κάγγελα και καθώς ο δρόμος ήταν σε ψηλότερο επίπεδο, αγνάντευα εκεί κάτω την ίδια τη δημοκρατία με τις μύριες αποχρώσεις της. Μια τέτοια μέρα, ενώ όλα στο λιμάνι ήταν ένας πραγματικός ίλιγγος, τα μάτια μου έπεσαν σε έναν άνθρωπο ακίνητο. Ψηλός, μαύρο κουστούμι, μαύρο κασκέτο. Ο Πελεκάνος, είπα, με κάποια ανησυχία, αλλά και χαρά. Κατέβηκα, τον πλησίασα.
-Μου’ φυγε η “Σταμάτω”, είπε. Ένας κολιτσίδας μου βγήκε αμπροστά και με κατσιμπόδισε. Μωρέ να, του είπα, μου φεύγει το καράβι, το βιολί του αυτός. Ο άνθρωπος είναι κακός. Κοιτάει τον εαυτό του. Αν μου βρεις έναν που δεν κοιτάει τον εαυτό του, να μου γράψεις γράμμα.
-Και τώρα;
-Στις 2 η ώρα, είπανε. Τηλεφώνησα στο γιο μου στην Κέρκυρα για το χουνέρι με τον κολιτσίδα
-Καφέ;
Μπήκαμε στο καφενείο, που καθώς από τις τρεις μεριές αγνάντευε θάλασσα και ουρανό, έμοιαζε σαν να ήτανε χτισμένο στον αέρα. Παραγγείλαμε δυο τούρκικους κανονικούς και δυο ρακιά. Το καφενείο μια ανέβαινε και μια κατέβαινε σαν να λικνίζονταν κι αυτό όπως τα πλεούμενα. Εγώ αγωνιούσα κλεισμένος μέσα στον “κόκκινο κύκλο”.
Ο Καλαμιώνας, το χωριό του Πελεκάνου, ήταν καταμεσής του κάμπου. Μεγαλοχώρι, σκληρό, ατίθασο. Πριν από λίγα χρόνια, όταν ακόμα τα χωράφια δεν ήταν δικά τους, αλλά κοινά, κρεμάγανε ένα σακούλι στο λαιμό γεμάτο λιθάρια και κατέβαιναν νύχτα στα καλαμπόκια για κλέψιμο. Αν τους έβγαινε από καμιά μεριά ο αγροφύλακας, του κοκκινίζανε το κεφάλι. Αυτά στο έδαφος, αλλά η αντίδρασή τους εκτείνονταν και στον αέρα. Ένα αεροπλάνο, απ’ αυτά τα ψεκαστικά, αλώνισε τη μια μέρα πάνω από τους αγρούς, ήρθε και τη δεύτερη και συνέχισε να πετάει χαμηλά και να σκούζει σαν δαιμονισμένο. Ένας δεκαπεντάχρονος, παίρνει το όπλο του πατέρα, βγαίνει στο αγνάντιο και του τη μουμπούνισε. Το ψεκαστικό με τις τρύπες στην ουρά, ευτυχώς προσγειώθηκε στο χωμάτινο διάδρομο του Βρυωνίου και το πήγανε για επισκευή. Ο δκαπεντάχρονος δοκίμασε τρεις-τέσσερις νύχτες τι εστίν βερύκοκο, απ’ αυτά που μεγαλώνουν άνευ ακτίνας φωτός, στα μπουντρούμια και τόσο. Αφήστε τον να μεγαλώσει, είπαν. Κλεισμένος στον κόκκινο κύκλο είναι, πού θα πάει!
Αυτό ήταν το χωριό στο οποίο δεν μπορούσαν να μπούνε οι παρτιζάνοι. Σε όλα τα άλλα, του βουνού και του κάμπου, είχαν μπει και τα κάνανε δικά τους. Εδώ τα βρήκανε μπαστούνια. Δεν γίνονταν λόγος για επίθεση με τα όπλα. Απλώς, να πάρουν επαφή με τον κόσμο. Την πρώτη φορά, τρεις παρτιζάνοι κι ο επικεφαλής τους τέσσερις, έφτασαν στην πλατεία, ειδοποίησαν για συνάντηση με το λαό και περίμεναν. Την ώρα που κάποιοι χωριανοί βγήκαν από τα σπίτια και πλησίαζαν στην πλατεία, η καμπάνα της Αγίας Βαρβάρας άρχισε να χτυπάει σαν δαιμονισμένη. Σταμάτησε η καμπάνα κι αμέσως μετά ακούστηκε φωνή νεανική, δυνατή.
-Γερμανοί πέρασαν το ποτάμιιιιιι!
Κι ύστερα πάλι η καμπάνα. Συναγερμός!
Ένας γερμανικός λόχος που είχε στρατοπεδεύσει στο Μετόχι, απέναντι, σε ύψωμα, όλον τον κάμπο τον είχε στην παλάμη του. Είχε στήσει τους όλμους και τα κανόνια και πότε-πότε έστελνε τις οβίδες στα χωριά. Για εκφοβισμό. Στη Λεύκα, είχαν σκοτωθεί δυο γυναίκες, που έτυχε να περνούν ζαλωμένες ξύλα, τη στιγμή, που έπεσαν οι οβίδες. Έκαναν και επιδρομές στα χωριά προς κυνήγι παρτιζάνων. Στο Μαρμαρίτσι βρήκαν έναν γέρο έξω από την καλύβα του. “Partixhan?Partixhan?” τον ρώτησαν. Αν είδε δηλαδή παρτιζάνους. Ο γέρος, που ζύγιζε από τη λαφρή*, χτύπησε το στήθος και τους είπε “Εγώ partixhan”. Τον θέρισαν επί τόπου με το αυτόματο.
Μόλις ακούσανε το “Οι Γερμανοί πέρασαν το ποτάμι”, ο κόσμος σκορπίστηκε τρομαγμένος. Μαζί τους και οι τέσσερις παρτιζάνοι, που χώθηκαν στις σκλήθρες του βάλτου και λούφαξαν. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα. Ούτε μπότα, ούτε “Partixhan”, ούτε πυροβολισμός. Βγήκαν από το καταφύγιο και ξεκίνησαν για το Στύλλο, που ήταν το Αρχηγείο τους. Όταν μετά από μέρες, επέστρεψαν ξανά στον Καλαμιώνα κι έπαθαν το ίδιο χουνέρι, πείστηκαν πως ήταν αντιπερισπασμός. Ο επικεφαλής τους, ένας διανοούμενος με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, Σπύρο τον λέγανε, το πήρε προσωπικά.
Την τρίτη φορά ήρθε στην πλατεία του Καλαμιώνα με περισσότερους παρτιζάνους. Είχε το σχέδιο του. Όλα έγιναν με τη σειρά τους. Ειδοποίηση στο χωριό, μάζωξη των Καλαμιωτών, χτύποι της καμπάνας, σύνθημα ”Οι Γερμανοί πέρασαν το ποτάμι”, σκόρπισμα του κόσμου. Οι παρτιζάνοι, όμως, δεν κουνήθηκαν. Ούτε φώναξαν, πού πάτε, μωρέ, μη φεύγετε, είναι ψέματα. Την ώρα που ο κόσμος έτρεχε κι όπου φύγει-φύγει, οι παρτιζάνοι έστησαν χορό. Τον έσερνε ο Σπύρος με τα κορακάτα μαλλιά.
Μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα.
-Εγώ γύρισα πρώτος, είπε ο Πελεκάνος. Εγώ που χτύπαγα μανιασμένος την καμπάνα και φώναζα “Οι Γερμανοί πέρασαν το ποτάμι”. Γύρισα, τους είδα, τους καμάρωσα και ασυναίσθητα μπήκα στο χορό. Μου άρεσαν αυτά τα παιδιά. Το’ λεγε η καρδιά τους. Πως το λένε, άμα ιδώ λεβεντιά, γένομαι άλλος άνθρωπος! Ο επικεφαλής των παρτιζάνων, άτιμη ράτσα, με έβαλε να σύρω το δεύτερο χορό. Όσο να ρίξομε τον πρώτο χορό, πλησίασαν κι άλλοι χωριανοί, ξεθάρρεψαν μπήκαν κι εκείνοι. Βούιξε η πλατεία.
Ένα πουλί θαλασσινό
κι ένα πουλί βουνίσιο,
σαϊνι, Μάρκο Μπότσαρη
Κατά το σούρουπο, που σκόλασε η γιορτή, εγώ σμίχτηκα με τα παιδιά αυτά και το άλλο πρωί ξημέρωσα παρτιζάνος. Περάσαμε βουνά και ποτάμια, και μάχες και ψείρες. Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος, πήγα στη σχολή, έγινα αξιωματικός. Τρία χρόνια στο Ελμπασάν, δυο στην Αυλώνα. Τον έκτο στις περιβόητες φυλακές του Μπουρέλι. Ο άλλος με ακούμπησε δυο φορές. Μια στο παρτιζάνικο, μια στο Μπουρέλι. Δεν ξέρω γιατί με άφησε εμένα και πήγε παραπέρα, διάλεξε καλύτερους, φαίνεται
-Ποιος άλλος;
-Ο θάνατος
Η “παλαβομάρα”, “το πείσμα” και το “δίκιο” ήταν αφορμή. Η αιτία ήταν ο κόκκινος “κόκκινος κύκλος”. Ο Καλαμιώνας είχε μπει από τότε στον κόκκινο κύκλο. Στα μετέπειτα χρόνια απλώνανε το χέρι και αρπάζανε πότε από έναν και πότε από δυο. Για τον Πελεκάνο, το κεφάλαιο του παρτιζάνικου είχε ξοδευτεί. Η “νότια”, όπως είπε εκείνος είχε ξηραθεί. Δεν μπορείς να είσαι αξιωματικός του λαϊκού στρατού και ταυτόχρονα να κατάγεσαι από χωριό κλεισμένο σε κόκκινο κύκλο. Ένα γράμμα από το χωριό προς το διοικητή της Μεραρχίας, ήταν η χαριστική βολή για τη μοίρα του. Τον κάρφωνε ως το άτομο, που χτύπαγε την καμπάνα και φώναζε “Γερμανοί πέρασαν το ποτάμι”.
-Και ποιος το υπόγραφε, αν θέλεις να ξέρεις; Ο ίδιος που με έστελνε να χτυπάω την καμπάνα και να φωνάζω.
Στο βλέμμα, που επιτέλους αξιώθηκε να μου ρίξει, δεν είδα καμιά κακία. Όταν περπατάς στα ογδόντα, ο κόσμος δεν είναι πλουμερός, είναι μονόχρωμος. Η “Σταμάτω” φάνηκε να μπαίνει στο λιμάνι κι ο κόσμος ταρακουνήθηκε. Σηκωθήκαμε κι εμείς. Κατεβήκαμε τις σκάλες.
-Που λες, είπε ο Νάσιος, η “Σταμάτω” θα μας πάρει όλους και θα μας βγάλει απέναντι. Αυτή δεν ξέρει από κόκκινους κύκλους. Σαν ο άλλος.
Δεν γύρισε να με κοιτάξει.
Από το βιβλίο με διηγήματα “Ο κόκκινος κύκλος” του Ανδρέα Ζαρμπαλά, εκδόσεις Ελληνική Εταιρεία ΑΕ, Νίκας