Ο «μεγάλος» Νικίτα Χρουστσόφ και ο «μικρός» Βλαντίμιρ Πούτιν
Οι ριζικά διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές των δύο ρώσων ηγετών στις πυρηνικές κρίσεις επισημάνθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα σε φόρουμ που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για την 60ή επέτειο της αντιπαράθεσης στην Κούβα. Οπως και τότε έτσι και σήμερα από τη μία πλευρά βρίσκεται η Ουάσινγκτον και από την άλλη πλευρά η Μόσχα
Από την 16η έως την 29η Οκτωβρίου του 1962 η ανθρωπότητα ζύγωνε μέρα με τη μέρα στον πυρηνικό όλεθρο, με αφορμή την Kρίση των Πυραύλων στην Κούβα. Σήμερα, 60 χρόνια μετά, η πυρηνική απειλή πλανιέται εκ νέου στον κόσμο. Όπως και τότε έτσι και σήμερα από τη μία πλευρά βρίσκεται η Ουάσινγκτον και από την άλλη πλευρά η Μόσχα. Όμως σε αντίθεση με τον σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος είχε μία ηθική πυξίδα, ο ρώσος πρόεδρος αντιμετωπίζει σήμερα τα πυρηνικά όπλα εντελώς κυνικά.
Ο Χρουστσόφ, αναγνωρίζοντας τον καταστροφικό αντίκτυπο μιας πυρηνικής σύρραξης επικοινωνώντας μυστικά με Τζον Κένεντι στο αποκορύφωμα της Κρίσης των Πυραύλων, επιδίωξε την αποκλιμάκωση. Αντιθέτως ο Πούτιν αναφέρθηκε, δημοσίως μάλιστα, στην προθυμία του να χρησιμοποιήσει «όλα» (περιλαμβανομένων και των πυρηνικών) τα οπλικά συστήματα που διαθέτει η Μόσχα, ξεκαθαρίζοντας την 21η Σεπτεμβρίου, κατά την κήρυξη μερικής επιστράτευσης, ότι δεν μπλοφάρει.
Οι ριζικά διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές των δύο ρώσων ηγετών στις πυρηνικές κρίσεις επισημάνθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα σε φόρουμ που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για την 60ή επέτειο της αντιπαράθεσης στην Κούβα. Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Γκρέιαμ Αλισον, συγγραφέας της κλασικής μελέτης «Essence of Decision: Explaining the Cuban Missile Crisis» (1971), μαζί με την Νίνα Χρούστσεβα, εγγονή του σοβιετικού ηγέτη, και τον Ντέιβιντ Ιγκνάσιους της Washington Post.
Την κρίση του 1962 την προκάλεσε ο Νικίτα Χρουστσόφ, εγκαθιστώντας μυστικά στην Κούβα πυραύλους που μπορούσαν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Αλλά μετά τον ναυτικό αποκλεισμό της νησιωτικής χώρας από τις ΗΠΑ, ο σοβιετικός ηγέτης άρχισε να επιδιώκει την αποκλιμάκωση. Οπότε την 26η Οκτωβρίου, όταν όλα έδειχναν πως η κρίση όδευε προς το αποκορύφωμά της, έγραψε και απέστειλε στον αμερικανό ομόλογό του μια ειλικρινή επιστολή, επισημαίνοντας πως «οι εξοπλισμοί φέρνουν μόνο καταστροφές» και απευθύνοντας έκκληση στον Κένεντι να επιδείξουν αμφότεροι τη σύνεση που αρμόζει σε πολιτικούς ηγέτες.
«Κύριε Πρόεδρε, εμείς και εσείς δεν πρέπει τώρα να τραβήξουμε τις άκρες του σχοινιού στο οποίο εσείς δέσατε τον κόμπο του πολέμου, γιατί όσο περισσότερο τραβάμε και οι δυο, τόσο περισσότερο θα σφίγγεται ο κόμπος. Και μπορεί να έρθει μια στιγμή που αυτός ο κόμπος θα είναι τόσο σφιχτός που ακόμη και αυτός που τον έδεσε δεν θα έχει τη δύναμη να τον λύσει, και τότε θα χρειαστεί να κόψει αυτόν τον κόμπο, και τι θα σήμαινε αυτό δεν θα σας το εξηγήσω εγώ», έγραψε ο Χρουστσόφ, αναφέροντας στον Κένεντι πως εάν δεσμευόταν να μην εισβάλει στην Κούβα και τερματιζόταν ο αποκλεισμός της, «τότε το ζήτημα των εξοπλισμών θα εξαφανιζόταν», μέσω της απομάκρυνσης των σοβιετικών πυραύλων από τη χώρα του Κάστρο.
Σε άρθρο του ο Ιγκνάσιους προτρέπει τους αναγνώστες του να συγκρίνουν την «δημιουργική ρωσική διπλωματία» του Χρουστσόφ με την αντίδραση του Πούτιν στην Ουκρανία. «Με κάθε απόφασή του έκανε τον κόμπο πιο σφιχτό – κινητοποιώντας τον ρωσικό στρατό, προσαρτώντας κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη και εκτοξεύοντας ιρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον ουκρανικών πόλεων. Καθώς ο Πούτιν σφίγγει τον κόμπο, σύμφωνα με τη μεταφορά του Χρουστσόφ, απειλεί επίσης να τον κόψει – χρησιμοποιώντας πυρηνικά όπλα ενώπιον ενδεχόμενης ήττας», συνοψίζει ο πολύπειρος αμερικανός δημοσιογράφος.
Στο φόρουμ του Χάρβαρντ η Νίνα Χρούστσεβα, καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο The New School της Νέας Υόρκης χλεύασε τον Πούτιν ως έναν μικρόψυχο αντισυνταγματάρχη της KGB που δεν διδάχτηκε το παραμικρό από την κρίση της Κούβας.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι συνέβη πριν από εξήντα χρόνια δεν είναι αποκαλυπτικό όσον αφορά το πώς μια παρόμοια κρίση θα μπορούσε να επιλυθεί μυστικά. Εχοντας υπαινιχθεί, μέσω της επιστολής του, πως διετίθετο να προβεί σε συμβιβασμό, την επομένη ο σοβιετικός ηγέτης δήλωσε πως επρόκειτο να αποσύρει τους πυραύλους του από την Κούβα, εάν ο Κένεντι απέσυρε τους αμερικανικούς πυραύλους από την Τουρκία.
Φυσικά η εν λόγω πρόταση αναστάτωσε ιδιαίτερα τα γεράκια της αμερικανικής κυβέρνησης. Ανησυχούσαν πως η εκτόνωση μέσω μιας διαδικασίας αμοιβαίων υποχωρήσεων θα έπληττε το γόητρο των ΗΠΑ. Τελικά ο Κένεντι απάντησε στην πρώτη επιστολή του Χρουστσόφ, αποδεχόμενος την πρώτη, πιο απλή, περί τερματισμού του ναυτικού αποκλεισμού της Κούβας, πρόταση του σοβιετικού ηγέτη. Συγχρόνως, όμως, ο αμερικανός πρόεδρος έστειλε τον υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και αδελφό του Ρόμπερτ Κένεντι να παραδώσει μια μυστική προσφορά στον σοβιετικό πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον Ανατόλι Ντομπρίνιν: οι ΗΠΑ επρόκειτο να αποσύρουν τους πυραύλους τους από την Τουρκία μέσα σε διάστημα έξι μηνών, εάν και μόνο εάν η Μόσχα δεν αποκάλυπτε τίποτα σχετικό.
«Εχετε τον λόγο μου και αυτό είναι αρκετό….εάν δημοσιεύσετε οποιοδήποτε έγγραφο που θα υπαινίσσεται μια συμφωνία, τότε θα ακυρωθεί», είπε ο Ρόμπερτ Κένεντι στον ρώσο πρεσβευτή, όταν εκείνος του παρέδωσε μια σύνοψη της μυστικής συμφωνίας στην οποία είχαν καταλήξει οι δύο πλευρές. Τελικά οι Σοβιετικοί δεν αποκάλυψαν το παραμικρό και οι Αμερικανοί απέσυραν τους πυραύλους τους από την Τουρκία τον Απρίλιο του 1963.
Στους μήνες που ακολούθησαν μετά την εκτόνωση της κρίσης ο Χρουστσόφ και ο Κένεντι συνέχισαν να ανταλλάσσουν επιστολές μυστικά με στόχο την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Τον Μάιο του 1963 ο σοβιετικός ηγέτης αποδέχτηκε την πρόταση του αμερικανού προέδρου για απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, ο Κένεντι εκφώνησε την περίφημη ομιλία του στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, δηλώνοντας ότι «ο ολοκληρωτικός πόλεμος δεν έχει νόημα» στην πυρηνική εποχή και ότι τα κράτη θα πρέπει να αποφεύγουν να επιβάλλουν «μια επιλογή μεταξύ μιας ταπεινωτικής υποχώρησης και ενός πυρηνικού πολέμου».
Σε αντίθεση με τον Χρουστσόφ, φαίνεται πως ο Πούτιν ούτε εμπιστοσύνη ούτε ενσυναίσθηση μπορεί να επιδείξει. Οσο επιδεινωνόταν η κρίση στην Ουκρανία, τόσο πιο αδιάλλακτα και επιθετικά καθίσταντο τα σχόλια του ρώσου προέδρου για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, καταλήγοντας να υποστηρίζει πως η Δύση επιδιώκει «να αποδυναμώσει, να διχάσει και τελικά να καταστρέψει τη χώρα μας», υπενθυμίζει ο Ιγκνάσιους. Ολοκληρώνοντας το κείμενό του γράφει πως η πιο συγκινητική περιγραφή όσον αφορά την αξιοπρέπεια του Χρουστσόφ προήλθε από την Τζάκι Κένεντι.
Μετά τη δολοφονία του συζύγου της, του απέστειλε μια επιστολή, ευχαριστώντας τον σοβιετικό ηγέτη που έστειλε έναν ειδικό εκπρόσωπο στην κηδεία του JFK. «Εσείς και εκείνος ήσασταν αντίπαλοι, αλλά ήσασταν σύμμαχοι όσον αφορά την πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν πρέπει να ανατιναχθεί», έγραψε η χήρα του Κένεντι.
«Ο κίνδυνος που προβλημάτισε τον σύζυγό μου ήταν ότι ο πόλεμος μπορεί να ξεσπάσει όχι τόσο από τους μεγάλους όσο από τους μικρούς. Ενώ οι μεγάλοι άνδρες γνωρίζουν την ανάγκη για αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση – οι μικροί άντρες μερικές φορές κινητοποιούνται περισσότερο από τον φόβο και την υπερηφάνεια», πρόσθεσε η Τζάκι Κένεντι και σύμφωνα με τον Ιγκνάσιους το σχόλιό της θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στον σημερινό ρώσο πρόεδρο. «Ο Χρουστσόφ υπήρξε ένας μεγάλος άνδρας, στο μυαλό, στο σώμα και στην καρδιά. Ο Πούτιν σε αυτήν τη κρίση υπήρξε πράγματι πολύ μικρός», καταλήγει ο αρθρογράφος της Washington Post.
Στο εξώφυλλο: «Ο Χρουστσόφ υπήρξε ένας μεγάλος άνδρας, στο μυαλό, στο σώμα και στην καρδιά. Ο Πούτιν σε αυτήν τη κρίση υπήρξε πράγματι πολύ μικρός» |CreativeProtagon FOCUS
Protagon.gr