Ο Μιχάλης Μάνος αγαλλιάζει μα και θλίβεται

Ο Μιχάλης Μάνος αγαλλιάζει μα και θλίβεται

Γράφει

ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΡΜΠΑΛΑΣ

Δεν θυμάμαι πού και πότε άκουσα την πληροφορία ότι ο Μιχάλης Μάνος ήταν ο ιδρυτής του περιοδικού «Ηπειρωτική Εστία». Ίσως όλως τυχαίως σε κανένα καφενείο. Ίσως σε ταξίδι με το λεωφορείο Άγιοι Σαράντα-Αθήνα και τανάπαλιν. Ίσως σε καμιά από τις πάμπολλες και αγωνιώδεις διαδρομές στα πνευματικά πεδία της Μειονότητας. Ομολογώ πως κατά καιρούς είχα ξεφυλλίσει αρκετά από τα τεύχη του περιοδικού, δίχως να ρωτώ ποιος είναι ο ιδρυτής. Άλλο ήταν εκείνο που με βασάνιζε: Να βρω μια πόρτα για να περάσω στις προηγούμενες γενιές μας, που τόσο μας λείπανε. Αυτή η έλλειψη έκανε τραγική τη μοίρα της δικής μου γενιάς. Λες και η γενιά μου δεν είχε φυσική συνέχεια. Δεν είχε καταβολές, αλλά είχε γεννηθεί πάνω σε μια πέτρα κι έπρεπε να πορευτεί σαν μοναχικός διαβάτης, που δεν πρέπει να ξέρει από που έρχεται και για πού τραβάει.

Θυμάμαι, όμως, το πώς έλαμψε απότομα το όνομα Μιχάλης Μάνος, που μέχρι τότε έστεκε θολό και κουρνιασμένο στις άκρες του μυαλού μου. Το ίδιο συναίσθημα υπερηφάνειας ένιωσα κι όταν έμαθα ότι στην άλλη άκρη του Ελληνισμού, στην ξακουστή Αλεξάνδρεια, ο δροβιανίτης Στέφανος Πάργας είχε ιδρύσει λογοτεχνικό περιοδικό, στο οποίο δημοσίευε ποιήματα, μεταξύ άλλων, κι ο μοναδικός Κ.Π.Καβάφης.

Το βιβλίο «Ευλογημένα χώματα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε σελιδοποίηση και επιμέλεια του Γιώργου Μύτιλη, φέρει επιτέλους σε μας την πλήρη εικόνα του έξοχου αυτού πατριώτη. Δάσκαλος, δημοσιογράφος, ποιητής, ερευνητής των παραδόσεων και της τοπικής γλωσσικής διαλέκτου, αθεράπευτος εραστής της Δερβιτσάνης και όλης της Δρόπολης ο Μιχάλης Μάνος, άνθρωπος του πνεύματος, αλλά και της πράξης, ταγμένος στον αγώνα για την πραγματοποίηση των υψηλών ιδανικών του τόπου του. «Βίγλα, ταμπούρι άπαρτο/ η εθνική ψυχή σου/ χρόνια στις μπόρες δέρνεσαι/ μα θαρθει η λύτρωσή σου», γράφει σε ένα από τα πολλά ποιήματά του, που έχουν ως κεντρικό μοτίβο τον τόπο και τη μοίρα του. Κι αλλού, στα δημοσιογραφικά του κείμενα με την μεγαλύτερη γεωγραφία και την μεγαλύτερη γκάμα θεματολογίας, και συγκεκριμένα στο κείμενο, «Θεσσαλία-Μετέωρα», λέει: «Με δέος, θαυμασμό και κατάνυξη στέκεσαι, ψυχή μου ονειροπόλα, μπροστά στους πανήψηλους και απόκρημνους βράχους των Μετεώρων, που λες και υψώνονται στον ουρανό σαν βραχίωνες τεντωμένοι σε μια αιώνια δέηση προς τον δημιουργό».

Θέλω να πιστεύω ότι στα χρόνια της Δημοκρατίας επήλθε η συνένωση των γενεών μας. Γνωρίσαμε τους πωγωνίσιους Οικονομίδηδες (πατέρα και γιο) με τα κατάπληκτικά τους διηγήματα, τους τόσους πολλούς Δροβιανίτες με τα φιλοσοφικά πονήματα, τις γλωσσικές, λαογραφικές και αρχαιολογικές έρευνες, τους Δροπολίτες ποιητές και πεζογράφους και άλλες ηγετικές προσωπικότητες, που με υψηλό τίμημα φέρανε εις πέρας το μεγάλο εγχείρημα της σχολικής απεργίας του 1934. Τους Δερβιτσανιώτες Γιάννη Λίλη και Μιχάλη Μάνο. Τους Βασίλειο Μπαρά και Κατίνα Παπά από την περιοχή του Θεολόγου.

Είμαι σίγουρος ότι η ψυχή του Μιχάλη Μάνου ψηλά στους ουρανούς που βρίσκεται, αγαλλιάζει για την συνένωση των γενεών μας, αλλά ταυτόχρονα θα θλίβεται καθώς αντικρίζει την εικόνα του αγαπημένου του τόπου. Εδώ ο αγώνας για ευημερία και καλύτερη ζωή νίκησε κατά κράτος την αγάπη για τα χώματα. Τα χώματα, πάνω στα οποία δεν φύονται πια φωνές, τραγούδια και χοροί. Χρόνο με το χρόνο, το ένα στρώμα της σιωπής πιάνει το άλλο, όπως το νέο χιόνι πιάνει το παλιό.

Σχετικά άρθρα: