Ο παπάς Βασίλης Έξαρχος – Εξαίρετος ιερέας, αγαθός άνθρωπος
Του ΑΛΕΚΟΥ ΧΑΤΖΗ
Πλάι στο σπίτι του Σιάμου, περιτριγυρισμένο από καρυδιές και συκαμιές, βρίσκεται ένα μικρό σπιτάκι. Γειτνιάζει με τα σπίτια του Ντόλου και του Τσίνη και μπροστά είναι ένα αλωνάκι. Αυτό είναι το σπιτάκι του Μπαρδάκα που ο Παπά Βασίλης Έξαρχος έζησε τον αιώνα του. Άξιος της μεγάλης παράδοσης της Πολύτσανης που ανά τους αιώνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της Ορθοδοξίας. Ο Παπά Βασίλης έδωσε την δικιά του λαμπρή παρουσία, εξαίρετος ιερέας και πνευματικός πατέρας, αφιερώνοντας όλη του την ζωή στα ιερά πιστεύω του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Υπήρξε ένας αξιολάτρευτος ιεροκήρυκας. Υπήρξε μαχόμενος ιερέας. Στα μεγάλα γεγονότα του αγώνα για την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου το 1914, ο Βασίλης Έξαρχος μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς και με πρωτοστάτη τον εθνάρχη μας, τον οπλαρχηγό Γρηγόρη Κιτσάτη, έλαβε ενεργό μέρος σε αυτόν τον ιερό αγώνα στο Μέτωπο της Ερσέκας. Βρίσκονταν πάντα στις επάλξεις αυτού του αγώνα ακόμα και στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια.
Προσωπικά με τον Παπά Βασίλη είχα μια ιδιαίτερη σχέση. Με αγαπούσε ενώ εγώ έθρεφα γι’ αυτόν έναν απέραντο σεβασμό. Διατηρώ στην μνήμη μου ολοζώντανη την εικόνα του μεγάλου ευγενέστατου αυτού ιερέα, του αείμνηστου θείου μας. Ψηλός, πάντα χαμογελαστός, με φωτεινό πρόσωπο και καθαρό βλέμμα, που με την παρουσία του εντυπωσίαζε του πάντες. Φρόνιμος, τίμιος, αγαθός. Άνθρωπος του Θεού.
Ο ζήλος μου για την παιδεία και οι επιτυχημένες σπουδές μου συνέβαλαν στο να με αγαπήσει και να με εκτιμήσει περισσότερο. Συζητούσαμε σαν δύο καλοί φίλοι για όλα τα θέματα, ακόμα και φιλοσοφικού περιεχομένου. Του άρεσε ο διάλογος, ήταν πολύ ανοιχτός. Είχε τα πιστεύω του, αλλά σεβόταν και τα πιστεύω των άλλων σαν ένας πραγματικός δημοκράτης. Είχε αποφοιτήσει κάποιο σχολαρχείο, όμως κατείχε ευρεία μόρφωση. Ήταν πραγματικά ένας αυτοδίδακτος διανοούμενος, άνθρωπος των γραμμάτων. Δεν είχε καμιά σχέση με τα καφενεία, τα ποτά και παρόμοιες ασχολίες. Ο καλύτερός του φίλος ήταν το βιβλίο. Πολλές φορές που τον επισκεπτόμουν, τον έβρισκα διαβάζοντας, σκυμμένο πάνω στο βιβλίο. Με έχει εντυπωσιάσει η μεγάλη ευγένειά του. Όταν τον έβρισκα διαβάζοντας ξάπλα στο μιντέρι, αφού σε καλωσόριζε με ένα γλυκό χαμόγελο, σηκώνονταν και σε υποδέχονταν ευγενέστατα.
Κάποτε τον επισκέφτηκε ο γνωστός θεολόγος από το Ελμπασάν, ο Θεοφάνης Πόπας, ο οποίος εργαζόταν στην Ακαδημία Επιστημών των Τιράνων και κάλυπτε θέματα εικονογραφίας. «Στην Πολύτσανη, μου λέει βρέθηκα μπροστά σε μια εικόνα που ούτε μπορώ να την φανταστώ. Πήγα σιωπηλά για μια επίσκεψη στο σπίτι του παπά Βασίλη. Μια τέτοια εικόνα πνευματικού πατέρα, ενός ευγενέστατου κυρίου, για μένα που είχα επισκεφτεί όλη την Αλβανία, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Τον θαύμασα και του είπα: με τέτοιους η Ορθοδοξία ποτέ δεν χάνεται. Τον φίλησα με σεβασμό και αγάπη αυτόν τον ιερέα – μνημείο, που μου θύμισε τους πατέρες της θεολογικής σχολής που σπούδασα». Ο παπά Βασίλης, εκτός από θείος ήταν και ο πραγματικός μας πνευματικός πατέρας. Απλόχερα μας προσέφερε πρόσφορα που πήγαινε ο κοσμάκης κάθε γιορτή και κάθε Κυριακή. Εμείς, τα παιδιά, αυτά τα σιταρένια κουλουράκια τα περιμέναμε με μεγάλη χαρά. Η γενναιοδωρία της φτώχειας είναι το κάτι άλλο. Από οικονομικής άποψης, η οικογένειά του δεν διέφερε πολύ από την δικιά μας. Πορεύονταν με τα ψίχουλα του παπά. Η γενναιοδωρία τους ήταν μεγάλη. Ότι ήταν δικό τους, ήταν και δικό μας…
Από: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΛΙΤΣΑΝΗΣ ΠΩΓΩΝΙΟΥ