Ο Πασχάλης
Τηλέμαχος Κώτσιας
Διήγημα
Το καλύτερο βόδι της περιοχής ήταν ο Πασχάλης. Είχε γίνει
γνωστός, όχι μόνο στο χωριό του, στο Βουλιαράτι, αλλά και στα
διπλανά, στη Βόδρισα, στο Ζερβάτι, μάλιστα και πέρα από το ποτάμι,
στο Ραντάτι, στην Επισκοπή, ακόμα και μέχρι τα παραδίπλα που
ανήκαν στην ελληνική επικράτεια, Αργυροχώρι, Χρυσόδουλη, μέχρι
και Ξερόβαλτο.
Την άνοιξη, όταν ο ιδιοκτήτης του όργωνε τα χωράφια τον έκανε
ζευγάρι με το Μελίσση, το παλιό βόδι του γείτονα δίπλα, στο οποίο ο
Πασχάλης έμαθε να κρατάει το ζυγό και να τραβάει το αλέτρι.
Από νεαρό δαμάλι ακόμα διακρινόταν για το σώμα του, το κανναβί
του τρίχωμα που γυάλιζε και τα ορθά του κέρατα, που σπάνια τα
χρησιμοποιούσε. Ήταν φρόνιμος, άδειαζε το παχνί του αδιαμαρτύρητα,
έβοσκε στο λιβάδι χωρίς να χάνεται και να τον ψάχνουν. Την άνοιξη,
όταν τελείωνε το όργωμα των χωραφιών του, ο ιδιοκτήτης τον δάνειζε
στον ιδιοκτήτη του Μελίσση για να οργώσουν και εκείνου τα χωράφια.
Στην συνέχεια τον νοίκιαζε σε συγχωριανούς και σε κοντοχωριανούς. Ο
Πασχάλης με την νεανική του φούρια και με το τεράστιο σώμα έσερνε
με ευκολία το αλέτρι και βοηθούσε το έτερο βόδι του ζευγαριού.
Καμάρωνε το πρωί όταν τον έζεφταν, όταν του περνούσαν τη ζεύλα στο
λαιμό, βάζοντας πάνω της τα σκιαδούκλια για να μη ζυγοτρίβεται, και
ύστερα του περνούσαν το ζυγό, που τον δεχόταν φυσιολογικά, καθώς
κανείς δεν του είχε πει ότι ο ζυγός ήταν το σύμβολο της σκλαβιάς. Ο
Πασχάλης ήξερε να ζυγοκρατάει σωστά, να βαδίζει ευθεία στην
αυλακιά, να υπακούει στις προσταγές του ζευγίτη. Αντάλλαγμα ήταν το
γεμάτο παχνί, που κάτω από το τριφύλλι έβρισκε και κάτι σπάνιες
λιχουδιές: πίτουρα ή καλαμπόκια.
Όλο το καλοκαίρι έβοσκε αμέριμνος στο βοϊδολίβαδο, στάλιζε στο
βοϊδομάντρι και το φθινόπωρο συμμετείχε στα οργώματα για τη σπορά
των δημητριακών` ύστερα ξεχειμώνιαζε στο ζεστό κατώι με το σανό, τα
φύλλα από τις καλαμποκιές και το μποζά εξασφαλισμένο.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που χανόταν στη βοσκή και περνούσε τα
σύνορα του χωριού ή και του κράτους, οι χωρικοί τον περιμάζευαν με
αγάπη και τον οδηγούσαν στον ιδιοκτήτη του. Τον γνώριζαν ακόμα και
οι χωροφύλακες των δυο χωρών. Σπάνια τον τρύπαγε το βουκέντρι για
να σπεύσει το βήμα του, μα και όταν συνέβαινε αυτό, γινόταν ελαφρά,
όσο να τον υπενθυμίσει.
Εκείνη όμως την άνοιξη, ενώ οι ορμές προμήνυαν ότι πλησίαζε η
ανοιξιάτικη σπορά, κάτι άλλο συνέβαινε. Ακούστηκαν μια μέρα
πυροβολισμοί` πολύ αταίριαστοι ήχοι μέσα σε εκείνο το ειδυλλιακό
τοπίο: φωνές, ουρλιαχτά. Άγνωστοι μπήκαν στο κατώι και τον έβγαλαν
έξω με αγριοφωνάρες, πράγμα αδιανόητο, γιατί ο Πασχάλης ήταν
υπάκουος από μόνος του. Άλλα πού να ήξερε το βόδι ότι οι Γερμανοί
μάζευαν τα ζώα για τις ανάγκες του στρατού τους και τα οδηγούσαν
στα σφαγεία. Στην πλατεία του χωριού είδε κι άλλα βόδια, γνωστά τα
περισσότερα. Είδε αγελάδες και μοσχάρια. Οι Γερμανοί στρατιώτες τα
έκαναν κοπάδι και τα κατέβασαν κάτω στη Λαμπάδα, στον δημόσιο
δρόμο. Εκεί ενώθηκαν με άλλα κοπάδια από τη Βόδριστα, το Βοδίνο
και τα οδήγησαν προς την Κακαβιά για να τα περάσουν στην Ελλάδα.
Εκεί άρχισε η καταμέτρηση, η ταξινόμηση και τα ζώα σε απόγνωση
δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν μέσα στην αγένεια και στις
αγριοφωνάρες των ανθρώπων. Μια τα χώριζαν ανά φύλο, μια ανά
ηλικία. Ο Πασχάλης πεινούσε, διψούσε και ήταν από τις λίγες
περιπτώσεις που είχε εκνευριστεί. Η συμπεριφορά εκείνων των
ανθρώπων ήταν απαράδεκτη για τα βόδια. Το σώμα του Πασχάλη
ξεχώριζε μέσα στο κοπάδι σαν το ψηλότερο βουνό. Το μάτι του είχε
αγριέψει. Αντιλαμβανόταν ότι εκείνοι οι κακοί άνθρωποι τον κοίταζαν
με περιέργεια και με κάποιο θαυμασμό και κάπου στο βάθος του
αγαθού βλέμματός του κρυβόταν κάποια περιφρόνηση για εκείνους
τους ένστολους κακούργους, παρόλο που δεν ήξερε γερμανικά για να
καταλάβει τα λόγια του στρατιώτη που τον είπε διασταύρωση με
ελέφαντα.
Θα περνούσαν από μια στενή πύλη για να διαβούν τα σύνορα, που ο
Πασχάλης ποτέ δεν είχε χρειαστεί: περνούσε πάντα ελεύθερα κάτω από
το ποτάμι. Αυτή τη φορά όμως οι ένστολοι – τους μίσησε μεμιάς – τον
διέταξαν, πρώτον αυτόν, να περάσει την πύλη, σε μια γλώσσα που του
ήταν εχθρική, άγνωστη.
Ο Πασχάλης δίσταζε και ύστερα ένιωσε πάνω στο κορμί του ένα
δυνατό ραβδί. Ξαφνιάστηκε. Η υπομονή του εξαντλήθηκε. Σήκωσε το
κεφάλι και όρμησε με τα κέρατά του στον άνθρωπο, ο οποίος μετά βίας
τον απέφυγε. Ύστερα έτρεξε και έφυγε τον κατήφορο προς τα πίσω.
Ο Γερμανός έβγαλε το περίστροφο και τον σημάδεψε. Μέσα στην
οχλαγωγία ακούστηκε ένας κρότος. Ο Πασχάλης συνέχιζε να τρέχει
μέχρι που χάθηκε πίσω από τις σκόνες.
Λένε ότι ο Γερμανός θαύμασε το σώμα του, τη φούρια του, το
τρέξιμό του, και πυροβόλησε στον αέρα. Ας γλίτωνε μια ωραία θεϊκή
ύπαρξη από το μακελάρη του στρατού, ίσως να είπε μέσα του, σε μια
ύστατη αίσθηση ανθρωπισμού.
Άλλοι λένε ότι η σφαίρα πέτυχε τον Πασχάλη στο μηρό, αλλά την
αγνόησε. Σιγά το βουκέντρι! Επέστρεψε στο σπίτι του και ο ιδιοκτήτης
τον αγκάλιασε κι έκλαψε. Ο Πασχάλης τον έγλυψε με τη βοϊδόγλωσσά
του.
Πάντως εκείνη τη χρονιά τα χωράφια της Άνω Δρόπολης έμειναν
χέρσα. Ο Πασχάλης δεν είχε παρέα να οργώσει.