Ο πατέρας

Ο πατέρας

ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Γράφει ο Μηνάς Λέκκας

 Άντεξε ο πατέρας. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια άντεξε, λες και ήταν φτιαγμένος από σίδερο. Και μια από τις τελευταίες μέρες του  Δεκέμβρη του 1969, γύρισε ξανά στο σπίτι του. Κάθισε στην κορφή, δίπλα στο αναμμένο τζάκι και κοιτούσε γύρω του, με μια αμήχανη ερευνητική ματιά, σα να μη πίστευε στα μάτια του. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια μακριά απ’ αυτό το σπίτι, απ’ αυτό το τζάκι. Κλεισμένος σε σιδερόφρακτες, σκοτεινές φυλακές και εξοντωτικά στρατόπεδα. Σαν από θαύμα άντεξε και γύρισε ξανά στο σπίτι του. Τα παιδιά του,  που τα ’χει αφήσει μικρά, είχαν γίνει άντρες και  είχαν κι αυτά παιδιά. Κάποιοι άλλοι ηλικιωμένοι έλειπαν στο αγύριστο ταξίδι. Για μια στιγμή τα μάτια του βουρκώσανε και αυτός που τόσα πολλά δοκίμασε στη ζωή του, δε μπόρεσε να κρύψει δυο δάκρυα  που «πήραν βιαστικά τον κατήφορο». Εγώ τον κοιτούσα κατάματα και προσπαθούσα να διαβάσω στο ωχρό πρόσωπό του, όλη την πονεμένη ιστορία της ζωής του:

Δεν είχαν περάσει δυο χρόνια απ’ την ημέρα που ο Χάρος είχε αρπάξει την καλή του σύζυγο, την πονετική μας μάνα, και τα γεράκια της Ασφάλειας τον άρπαξαν κι αυτόν. Τον άρπαξαν για να τον παραδώσουν κι αυτόν στο Χάρο, μα αυτός δεν  παραδόθηκε. Άντεξε. Μέσα του φώλιαζε η αγάπη για τη ζωή και η πίστη πως κάποια μέρα θα λάμψει η αλήθεια.

Θυμάμαι ένα βράδυ του Φλεβάρη του 1953. Είχε τρεις μέρες που ο πατέρας έλειπε από το  σπίτι. Εμείς, μικρά και ορφανά, ήμασταν ανάστατοι. Το τρίτο βράδυ ο πατέρας γύρισε. Οι αρμοί των χεριών του ήταν πληγιασμένοι. Ήταν σκεπτικός και σιωπηλός. Στις απανωτές μας ερωτήσεις δεν απαντούσε. Μόνον αναβόσβηνε τσιγάρα. Σε αυτές απάντησε μετά από 17 χρόνια, όταν σαν από θαύμα γύρισε ξανά στο σπίτι του και κάθισε δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Και ο πατέρας διηγείται:

«Είχαν καιρό, που ο τότε πρόεδρος της Ασφάλειας στο  Αργυρόκαστρο  Μ.Π., μαζί με άλλους ασφαλίτες επέμεναν να με κάνουν πληροφοριοδότη. Είχα ένα μικρό παπουτσίδικο μαγαζί στο Αργυρόκαστρο, κληρονομιά απ’ τον πατέρα μου, που χρόνια εργάζονταν εκεί τσαρουχάς. Είχα και πολλούς γνωστούς και φίλους, που με επισκέπτονταν συχνά στο μαγαζί και κάναμε κουβέντα. Οι ασφαλίτες λοιπόν, ήθελαν να μάθουν τι έλεγαν οι άνθρωποι αυτοί, πολλοί από τους οποίους ήταν σημαδεμένοι από το καθεστώς. Μου τάζανε λαγούς με πετραχήλια. Εγώ δεν παραδεχόμουνα. Δικαιολογόμουν με τα οικογενειακά μου προβλήματα και έσκυβα ολοήμερης στη δουλειά. Αυτοί όμως επιμένανε. Με πιέζανε με παντοίους τρόπους. Και  ψυχολογικά. Περνούσαν από το μαγαζί μου και μου ζητούσαν να τους δώσω καμιά τανάλια η τσιμπίδα. «Μας χρειάζονται για το ζανάτι μας», μου λέγανε και μου τις επέστρεφαν μετά από κάποιες μέρες, με κηλίδες αίματος, αφήνοντας να εννοηθεί πως έβγαζαν στα ζώντα τα δόντια ή τα νύχια κάποιου ανυπόταχτου κρατούμενου. Οι μέρες περνούσαν κι εγώ δεν έδινα τη συγκατάθεσή μου για συνεργασία. Έτσι ένα απόγευμα του Φλεβάρη, καθώς πήρα το δρόμο για το χωριό μου με άρπαξαν και με πέταξαν σ΄ ένα κελί. Τρία μερόνυχτα βασανιστήρια για να υπογράψω μια δήλωση συνεργασίας. Οι χειροπέδες στα χέρια μου σφύχτηκαν μέχρι σημείου που πού μπηχτήκαν στις σάρκες μου.  Στ’ αυτιά μου όμως βούιζε το αρχαίο ελληνικό ρητό: «Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανένας». Την  τρίτη μέρα με άφησαν ελεύθερο με την «παραγγελία», να σκεφτώ καλά και να τους απαντήσω. Εγώ όμως σιωπούσα. Οι μέρες περνούσαν. Εσείς  κοιμόσασταν ξένοιαστα χωρίς να ξέρετε τι σας περίμενε. Ενώ εγώ, μέσα στις νύχτες της αϋπνίας και της αγωνίας είχα κάνει την επιλογή μου. Από τη μια μεριά εσείς ορφανά και απροστάτευτα και από την άλλη η εύκολη ζωή με αντάλλαγμα την προδοσία. Και διάλεξα, όχι χωρίς πόνο την πρώτη. Δύσκολο πράγμα ο συμβιβασμός με τη συνείδηση. Έτσι στις 8 του Απρίλη του 1953,το απόγευμα, μόλις μπήκα στο δωμάτιο μου που έμενα στο Αργυρόκαστρο, ήρθαν και οι αξιωματικοί της Ασφάλειας, που με κυνηγούσαν από  πίσω  και με συλλάβανε. Έτυχε εκεί και η μεγάλη μου θυγατέρα, η Έλλη. Έμπηξε τις φωνές και σωριάστηκε καταγής. Ράγισε η καρδιά μου. Σε λίγη ώρα ήμουν ολομόναχος στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, στο μικρό υγρό κελί. Τρεις μήνες ανακρίσεις και βασανιστήρια για να στήσουν το κατηγορητήριο, έτσι όπως το χρειαζότανε: «Διαφώτιση και προπαγάνδα, διασυνδέσεις με εχθρικές οργανώσεις του στρατηγού Ζέρβα» κ.α. Συνηθισμένες κατηγορίες του καθεστώτος. Στρατοδικείο και 25 χρόνια κάθειρξη. Και όλα  αυτά γιατί αρνήθηκα να γίνω συνεργάτης τους, να πουλήσω τη συνείδησή μου.

Από φυλακή σε φυλακή και από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, 17 ολόκληρα χρόνια είδα και γνώρισα περιστατικά που μου είναι δύσκολο να περιγράψω. Δύσκολα όμως και να τα ξεχάσω. Πάντως εγώ πέρασα μέσα απ’ αυτή την κόλαση και βγήκα νικητής. Νικημένοι βγήκαν αυτοί που με ρίξανε εκεί μέσα», κατέληξε την πρώτη αφήγησή του ο πατέρας.

Ακούγοντάς τον, μετά από 17 χρόνια, το βράδυ εκείνο του Δεκέμβρη του 1969, στο μυαλό μου στριφογύριζαν κάποιοι στίχοι, που είδαν το φως της δημοσιότητας 22 χρόνια αργότερα, όταν το δικτατορικό καθεστώς της βίας είχε πλέον καταρρεύσει:          

Οι χειροπέδες σφίγγονταν κι αυτός έλεγε «όχι»
Μέσα στις σάρκες μπήγονταν, «ΟΧΙ» και πάλι αυτός
Πιο δυνατά απ’ τα σίδερα τα χέρια του δεσμώτη,
Που ως Προμηθέας στέκεται στον Τύραννο ομπρός.

 Αργυρόκαστρο 05.01.1995       

Σχετικά άρθρα: