Ο περίπατος της Κυριακής

Τη ρώτησε όλο περιέργεια μια φίλη της πάνω σε κουβέντα για τις παραδόσεις μας:
Ποιος σε έχει μάθει να στολίζεις τις νύφες;
-Τα χέρια μου και η γνώμη μου. Τότε ήτανε δρόμος στου Μήλου, δεν ήτανε η σάλα. Περνούσα με το κιρτσαλωτό μαντίλι. Μου έλεγε η Άφρω του Μήλου σαν παρέα που ήμασταν:
-Όταν έρχεσαι για νερό αστράφτει ο δρόμος. Πώς το δένεις έτσι το μαντίλι σου! Σου πρέπει κακά η φορεσιά.
-Πίκα που να σε βαρέσει – της έλεγα εγώ, γελώντας.
Όλη τη Δερβιτσάνη έχω φορέσει. Έχω βγει και στα γειτονικά χωριά. Στόλιζα και κερνούσα, αντί να με πλήρωναν. Πού δεν έχω πάει…
Το χωριό μας ήταν το μοναδικό στην περιοχή, που έκανε περίπατο κάθε Κυριακή. Πότε ήμουν εγώ αρραβωνιασμένη; Το ‘49. Αρχή ήμασταν εμείς στον περίπατο. Ο Κίτο Ντέντες, ο Γιάννη Μπίρνιος … Σαν ο Ντόνη Πίτσαρης ήταν ο Μήτρος, συνέχεια μπλέκονταν σε νταλαβέρια, πάντρευε κόσμο. Έκανε καλά, όχι ψέμα. Γίνονταν και βλάμης μετά. Κι εγώ διάολος από την τρύπα μου. Άφηνα στη σαμαρίτσα τη μητέρα μου με τα μωρά μου κι έτρεχα πίσω του. τον ακολουθούσα. Είχαμε περάσει καλά. Χαιρόμασταν.
Απόσπασμα από «Το βιβλίο της μάνας μου»
07.04.2025