Ο θάνατος του μπαμπά

Ο θάνατος του μπαμπά

Πώς να ανακαλέσω το γεγονός του θανάτου του πατέρα μου; Μου φαίνεται δύσκολο, φοβιστικό, παρότι έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε. Είναι ένα κεφάλαιο που το έχω κλείσει οριστικά ή μάλλον… δεν το άνοιξα ποτέ. Πόσα πανωφόρια πρέπει να πετάξω από πάνω μου; Δεν ζέμω από πού να το πιάσω και δεν ζέμω επίσης πού θα με βγάλει. Είπα και προηγουμένως ότι το ταξίδι αυτό είναι μοναχικό και δύσκολο και νομίζω ότι όσο πάει γίνεται δυσκολότερο. Ας το προσπαθήσω!

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ να βελτιώσει τα οικονομικά της οικο­γένειας, λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, αποφάσισε, παράλληλα με τη δικηγορία να ασχοληθεί με… τα ταξίδια. Μαζί με δύο άλλους συνεταίρους άνοιξαν στην περι­οχή της  Πλατείας Ομονοίας, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, ένα μεγάλο και κομψό πρακτορείο ταξιδιών. Οι προβλέψεις για το μέλλον της επιχείρησης ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές μιας και η μετανάστευση ήταν πολύ υψηλή από Έλληνες που πήγαιναν στην Αμερική κυρίως, για να βρουν την τύχη τους. Το γραφείο πλαισιώθηκε με υπαλ­λήλους και ο πατέρας μου δούλευε εκεί, παράλληλα με τις νομικές του υποθέσεις. Δούλεψε πολύ και με πάθος, εξαντλώντας τον εαυτό του. Στενάχωρος άνθρωπος και τελειοθηρικός, διέλυσε από την ένταση το στομάχι του. Όλο και συχνότερα είχε αιμορραγίες, έκανε δύο εγχειρήσεις στο στομάχι, αλλά

τα πράγματα δεν καλυτέρευαν. Το στο­μάχι του μπαμπά έγινε το πρόβλημα της οικογένειας. Τι θα πρέπει να τρώει, πώς να το τρώει, πότε να το τρώει. Φάρμα­κα, εμπειρικές συνταγές, γιατροσόφια συγγενών, φίλων και γειτόνων, όλοι και όλα στην προσπάθεια να γίνει καλά ο μπαμπάς και να δυναμώσει. Στα μεσοδια­στήματα από τις κρίσεις δούλευε πολύ. Η μητέρα μου γκρίνιαζε ότι δεν πρόσεχε τον εαυτό του.

Η μητέρα μου, όταν δεν ήταν μπροστά εκείνος, γκρίνιαζε και για άλλα πράγματα. Υποστήριζε με λίγα λόγια ότι τον έφαγε…το πρακτορείο. Υπήρξαν είναι η αλήθεια προβλήματα με τους συνεταίρους, κυρίως προβλήματα αξιοπιστίας. Εκείνοι είχαν χρόνια στην πιάτσα και τους ήταν πολύ εύκολο να ξεγελάσουν έναν καλοπροαίρετο, νομοταγή επαρχιώτη δικηγοράκο. Δεν ξέρω λεπτομέρειες και ποια ήταν η αντιπαράθεση. θυμάμαι μόνο ότι η «δουλειά του μπαμπά» ήταν μόνιμο βάσανο στο σπίτι και ευκαιρία για τη μητέρα μου να «στολίζει» τους συνεταίρους… που κακό χρόνο να ‘χουν… τον έφαγαν τον άνθρωπο.

Η φυσική κατάσταση του μπαμπά δεν ήταν ιδεώδης γι’ αυτό αποφασίστηκε να πάμε οικογενειακούς το καλοκαίρι για λίγο στα Γιάννενα. Στο σπίτι της θείας Ελέ­νης τα πράγματα θα ήταν πιο ξέγνοιαστα, ο αέρας καθαρός, το φαγητό πλουσιότε­ρο. Ο μπαμπάς θα ξεκουραζόταν και εμείς τα παιδιά θα κάναμε τις διακοπές μας.

Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι με τον μπαμπά και είναι ίσως το μόνο που θυμάμαι καλά από τα παιδικά μου χρόνια. Συνήθως επειδή δεν πηγαίναμε κάπου για διακοπές όλη η οικογένεια, είτε ήμασταν όλοι μαζί στο σπίτι είτε πηγαίναμε τα παιδιά μαζί με τη μαμά, για λίγο στα Γιάννενα. Πολύ σπάνια είχαμε κάποια ολιγοήμερη απόδραση, όταν ερχόταν με τα ξαδέλφια μου η θεία Ειρήνη, αλλά τότε ο μπαμπάς δεν ακολουθούσε, γιατί προφανώς δούλευε. Ήμασταν λοιπόν για πρώτη φορά και για τελευταία, μαζί το καλοκαίρι, για τόσες πολλές ημέρες.

Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα λίγο πριν αρχίσουν τα σχολεία, ο μπαμπάς μπήκε και πάλι στο νοσοκομείο. Αυτή τη φορά δεν είχε πρόβλημα από το στομάχι αλλά κάποια άλλα συμπτώματα ασαφή και δυσκολοδιάγνωστα. Έχανε βάρος, δεν είχε δυνάμεις, ανέβαζε πυρετό και… αυτά ήταν που ήξερα εγώ.

Δεν έμαθα ποτέ ακριβώς τι είχε ο πατέρας μου. Μεγάλη γυναίκα πλέον, και εμπλεγμένη σε Ιατρικά πεδία και με αμέτρητους φίλους ειδικούς, ρώτησα, έψαξα, ζήτησα πληροφορίες αλλά δεν φωτίστηκα. «αδιάγνωστος πήγε» έλεγε η μητέρα μου ότι της είχε ομολογήσει ένας από τους γιατρούς που τον εκούραρε. Προφανώς οι διαγνωστικές δυνατότητες την εποχή εκείνη ήταν ελλιπείς και το σύστημα υγείας υποτυπώδες ή ανύπαρκτο. Επιπλέον η οικονομική επιβάρυνση του ασθενή ήταν σοβαρή και έκανε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα.

Με πήγαν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού να τον επισκεφτώ. Μέσα στη ριγέ βυσσινί πιτζάμα του, φαινόταν πολύ αδύναμος και ιδιαίτερα ωχρός. Χάρηκε πολύ που με είδε, με χάιδεψε στα μαλλιά, μου είπε να ζητώ να μου τα χτενί­ζουν πάντα τραβηγμένα πίσω σε κοτσίδες, γιατί μου πήγαιναν πολύ. Αναρωτήθηκε ποιος θα με βοηθάει στα δύσκολα Μαθηματικά που κάναμε στο σχολείο, μιας και ήταν αρχή της σχολικής χρονιάς, αλλά με διαβεβαίωσε ότι θα βγει γρήγορα από το νοσοκομείο για να το αναλάβει εκείνος.

Είναι οι τελευταίες κουβέντες και η τελευταία πολύ καθαρή εικόνα που έχω από τον πατέρα μου. Μετά θυμάμαι… το μαύρο χάος.

Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι ένα βροχερό απόβραδο, στις επτά του Οκτώβρη, στα σαράντα τέσσερά του χρόνια. Από εκείνο το απόγευμα έχασα για πάντα τον μπαμπά μου και για πολύ καιρό και τη μητέρα μου, που γύρισε από το νοσοκομείο στο σπίτι ουρλιάζοντας ασταμάτητα σαν μανιακή. Τον νεκρό δεν τον έφεραν στο σπίτι όπως συνηθίζονταν τότε, προφανώς για να προφυλάξουν εμάς τα παιδιά. Στο σπίτι μας όμως μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, μόλις μαθεύτηκε η απώλεια. Γέμισαν ασφυκτικά τα δωμάτια, οι διάδρομοι ακόμα και τα μπαλκόνια. Μαυροφορεμένοι, έκπληκτοι και συντετριμμένοι όλοι, μας συντρόφεψαν στη μακρύτερη και πιο σκοτεινή βραδιά της ζωής μας. Έβρεξε πάρα πολύ εκείνη τη νύχτα, είπαν ότι η Αθήνα είχε χρόνια να δει τέτοια καταιγίδα και ότι πνίγηκαν άνθρωποι. Το πρωί που φώτισε, η μητέρα μου από τον θρήνο και τον κοπετό ήταν τελείως εξαντλημένη, χαμένη και απόμακρη. Φορούσε ακόμη τα χρωματιστά της ρούχα, που τα θυμάμαι και σήμερα πολύ έντονα. Οι αδελφές της, της έφεραν μαύρα ρούχα, την έντυσαν και της φόρεσαν και την πλερέζα, ένα κολλητό μαύρο καπελάκι στο οποίο στερε­ώνονταν και έπεφτε μπροστά από το πρόσωπο, ένα μαύρο ημιδιαφανές ύφασμα. Ετοιμάστηκαν όλοι στη μεγάλη οικογένεια προσεκτικά, οι γυναίκες σοβαρές και πληγωμένες βοηθούσαν επιπλέον τους άνδρες να ετοιμαστούν, με τις μαύρες γρα­βάτες και τα περιβραχιόνια στο μανίκι. Μια μαυροντυμένη πομπή από σιωπηλούς ανθρώπους, κατέβηκε τις σκάλες του σπιτιού για να συνοδεύσει τους οικείους στο νεκροταφείο για το τελευταίο αντίο. Δυο φιγούρες ξεχώριζαν ανάμεσα σε αυτούς που έφυγαν από το σπίτι. Ήταν οι Κινέζοι γείτονες που τίμησαν με την παρουσία τους την κηδεία, ακολουθώντας σε κάποιον βαθμό τη δική τους παράδοση. Η μαντάμ φόρεσε ολόλευκα ρούχα και ο σύζυγός της την επίσημη στρατιωτική του στολή με όλα τα παράσημά του και το σπαθί του. Εμάς τα παιδιά, δεν μας πήραν μαζί τους. Μια γειτόνισσα η κυρία Ολυμπία με την κόρη της, τη Μαρία, που ήταν η μεγάλη φίλη μου, δεν ακολούθησαν, για να μας προσέχουν.

654565

Ο πατέρας μου, Γιάννης Διαμάντης, συνοδεύει στον Πειραιά και αποχαιρετά πατριώτες πριν μεταναστεύσουν στην Αμερική.

Η καθημερινότητα άλλαξε, πολύς κόσμος μπαινόβγαινε για αρκετό καιρό στο σπίτι, οι δικοί μου ήταν όλοι σαν χαμένοι, απόμακροι και πληγωμένοι και εμείς τα παιδιά, σε πλήρη σύγχυση. Ο θάνατος ενός άνδρα στα σαράντα τέσσερα χρόνια του εκτός από τραγικός, ήταν και ακατανόητος για όλους και πιο πολύ για δύο μικρά παιδιά, τα παιδιά του. Δεν ήταν δυνατόν να το εννοήσουμε. Καταλαβαίναμε μόνο αυτό που βλέπαμε. Μια μητέρα βουτηγμένη στα μαύρα που έκλαιγε, έσκουζε και μοιρολογούσε συνεχώς, οι θείες και η γιαγιά να συμπληρώνουν τον θρήνο, οι άνδρες να προσπα­θούν να συγκρατηθούν και εμείς κάπου εκεί γύρω. Θρήνος, πένθος και σιωπή…

Ήταν σαν να έβλεπες αρχαία τραγωδία! Όταν πολλά χρόνια αργότερα παρακολούθησα παράσταση του Εθνικού θεάτρου με αρχαία τραγωδία, στην Επίδαυρο, δεν ξαφνιάστηκα καθόλου! Η ατμόσφαιρα μου ήταν πολύ οικεία, οι γυναίκες θρηνούσαν και ο χορός μαυροντυμένος, ακολουθούσε και επαναλάμβανε τον θρήνο. Εγώ αυτά τα ήξερα… από πρώτο χέρι, αφού συνέβαιναν μέσα στο σπίτι μου.

Δεν μπορώ να θυμηθώ και να περιγράφω τα συναισθήματά μου για τον θάνατο του πατέρα μου. Ήμουν σε προεφηβική περίοδο και ήταν ήδη όλα μπερδεμένα. Δεν ήταν πένθος, ήταν… τίποτε, ένα ατελείωτο τίποτε, λες και δεν υπήρχε χώρος για συναίσθημα. Μια τρυφερότητα και νοιάξιμο για τον μικρότερο αδελφό μου, είναι το μόνο που μπορώ να ανασύρω. Απουσία συναισθήματος; Δεν αισθανόμουν τίποτε για κανέναν άλλον ή μήπως δεν ήξερα να τα αναγνωρίζω; Ήμουν τελείως χαμένη, νόμιζα ότι κανένας δεν ασχολείτο μαζί μου, δεν ενδιέφερα κανέναν και αυτό μου έφερνε… μοναξιά. Ατέλειωτη, βαριά και ασήκωτη μοναξιά, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Έξω από το σπίτι, στη γειτονιά, στο Σχολείο, στα μαγαζάκια της γειτονιάς, στο «ευρύτερο» δηλ. περιβάλλον μου, με έβλεπαν σκεπτικό και μαραμένο, με λυπόντουσαν και έλεγαν πίσω από την πλάτη μου… το καημένο το ορφανό. θύμωνα πάρα πολύ! Στην απαίσια αυτή λέξη «ορφανό», που με ακολούθησε και με σημάδεψε, θα επανέλθω.

Γιατί δεν θυμάμαι τα συναισθήματά μου; Πού ήταν ο πόνος; Είχα αναισθητοποιηθεί ή μήπως δεν είχα καταλάβει τι σήμαινε ο θάνατος του μπαμπά μου; Είναι σίγουρο ότι τότε δεν ήξερα να επικοινωνώ με το συναίσθημά μου και αν καμιά φορά καταλάβαινα τι μου συμβαίνει δεν είχα με ποιον να το μοιραστώ. 0 αδελφός μου ήταν μικρός, φίλες δεν είχα κοντά μου, κανένας δεν με βοηθούσε να καταλάβω. Επιπλέον κανείς δεν με ρώτησε, «εσύ πώς αισθάνεσαι;».

Δεν τολμώ να δώσω ερμηνείες για το τίποτε που αισθανόμουν. Ούτε λύπη, ούτε αγωνία και βεβαίως ούτε χαρά!! Όλα έγιναν μια ισοηλεκτρική γραμμή που είχε μακρά διάρκεια και τάση να επανεμφανίζεται, να δημιουργείται ξανά και ξανά στη ζωή μου. Άδειασμα, αμηχανία, απορία, απώλεια προσανατολισμού ή απλώς απώλεια… Με λίγα λόγια τι σημαίνει θάνατος για ένα παιδί δέκα χρονών!!! Δεν αισθάνομαι ασφαλής και ικανή να εμπλακώ σε αναλύσεις. Άνθρωποι που ξέρουν περισσότερα για την ψυχολογία του παιδιού που υπόκειται σε μια σοβαρή απώλεια, μου λένε ότι η συγκρότηση της μετέπειτα ζωής μου, δίνει καθαρές ερμηνείες… Προσωπικά δεν έχω ερμηνεύσει τίποτε ξεκάθαρα.

Τον πατέρα μου τον αναζήτησα πολλές φορές στη ζωή μου… Μου έλειψε ο μεγάλος φίλος, η σοβαρή και τεκμηριωμένη άποψη, η κατεύθυνση, η πλάτη, το στήριγμα, όλα αυτά που πιθανόν αποτελούν τον καμβά για να αναπτυχθούν ομαλά τα παιδιά. Πρόλαβα να κρατήσω κάτι ή έπρεπε τελικά να τα ανακαλύψω και να τα στήσω όλα μόνη μου;

Η γειτονιά, ή μάλλον οι γυναίκες της γειτονιάς, στήριξαν πολύ την οικογένειά μας, στον θάνατο του μπαμπά. Οι γειτόνισσες μάς έβαζαν να φάμε, από το φαγητό που έφερναν μαγειρεμένο και για πολύ καιρό έρχονταν στο σπίτι μας επίσκεψη, κάθε απόγευμα μέχρι το βράδυ. Δεν άφηναν τη μητέρα μου ποτέ μόνη, αλλά διακριτικά με το ένα ή άλλο πρόσχημα έρχονταν τη συντρόφευαν, τη βοηθούσαν ή απλά ήταν εκεί στήριγμα και παρηγοριά. Έλεγαν ιστορίες άσχετες, καμιά φορά πιπεράτα ανέκ­δοτα, κοτσομπολιά της γειτονιάς και του περίγυρου. Οι μεγαλύτερες στην ηλικία, όσμωναν τη σοφία που τους είχε χαρίσει η ζωή με τα βάσανά της. «Ο γείτονας είναι καλύτερος και από αδελφός» έλεγε η γιαγιά μου και η παροιμία σε αυτήν την πε­ρίπτωση βρήκε τη δικαίωσή της. Ο θάνατος ήταν μια εμπειρία που βιωνόταν στους κόλπους της «κοινότητας» της οικογένειας, των στενών συγγενών και των γειτόνων. Τότε γνώρισα όλη τη γειτονιά ή μάλλον τις νοικοκυρές που ζούσαν με τις οικογένειές τους γύρω από το σπίτι μας σε μια μεγάλη ακτίνα και τις θυμάμαι μία-μία με τα μικρά τους ονόματα. Τις μνημονεύω σε ένδειξη σεβασμού και τιμής, πρώτα τι μεγα­λύτερες, την κυρία Ολυμπία, την κυρία Άννα, την κυρία Φιλίτσα, την κυρία Καίτη, την κυρία Ελευθερία και αρκετές ακόμη που μας στήριξαν τότε. Υπήρχαν και οι κόρες τους συνομήλικες περίπου με τη μητέρα μου, η Νίκη, η Ελένη, η Σοφία, η Φρόσω.

Η Κινέζα συγκάτοικος ήταν σχεδόν πάντα εκεί. Διακριτικά, συνεσταλμένα, αμί­λητα, ήταν μια γυναίκα ανάμεσα στις άλλες που συνέβαλε με την παρουσία της. Η μητέρα μου και η Κινέζα, παρά τα προβλήματα της συνεννόησης, έχτισαν σιγά – σιγά μια καλή σχέση, ήρθαν κοντά και στήριξαν η μία την άλλη στις δύσκολες καταστά­σεις που βίωναν. Είχαν βλέπεις και οι δύο να διαχειριστούν τα πένθη τους από την απώλεια των δικών τους, η μία από τον θάνατο, η άλλη από την απόσταση. Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιήσουν έγιναν και πιο δημιουργικές. Η μία μάθαινε στην άλλη Ελληνικά, από το αλφαβητάρι της πρώτης Δημοτικού και η άλλη σκοτωνόταν να τη διευκολύνει, τελειώνοντας πολλές εξωτερικές της δουλειές. Ξόδευαν χρόνο στην κουζίνα ανταλλάσσοντας μαγειρικές εμπειρίες. Η Κινέζα όταν έβγαινε για ψώνια, αγόραζε λουλούδια και στόλιζε μόνη της με ευλάβεια θα έλεγα, το βάζο που ήταν δίπλα στη φωτογραφία του πατέρα μου. Όταν ήρθε η ώρα της αναχώρη­σής τους για την Κίνα, όλοι ήμασταν λυπημένοι αλλά ζήσαμε τον συγκλονιστικό αποχαιρετισμό των δύο φιλενάδων. Δεν έφευγε η μία από την αγκαλιά της άλλης!!!

Η μητέρα μου είναι εκεί και δεν είναι. Κάνει ανόρεχτα όλα αυτά που πρέπει να κάνει στο σπίτι, δεν βγαίνει έξω παρά μόνο για να πάει στο νεκροταφείο, και κάθε απόγευμα, για πολύ καιρό, δέχεται συλλυπητήριες επισκέψεις. Μετά όταν μένουμε μόνοι, κλαίει, κλαίει, κλαίει. Στο σπίτι τηρούνται όλα τα έθιμα του πένθους, στην αυστηρότερή τους εκδοχή. Οι καθρέφτες είναι σκεπασμένοι με λευκά σεντόνια, για τουλάχιστον σαράντα ημέρες, το ραδιόφωνο σφραγίζεται σχεδόν μόνιμα, σερ­βίρεται μόνο καφές και κονιάκ, οι γυναίκες, γιαγιά, θείες, ξαδέλφες, φοράνε όλες μαύρα, με κορυφαία τη μητέρα μου που φορά ακόμη και μαύρη ρόμπα. Δεν ξέρω πόσο κράτησε η κατάσταση έτσι, αλλά νομίζω ότι τα σαράντα του μπαμπά ήρθαν και πέρασαν χωρίς να αλλάξει κάτι δραστικά. Μετά ήρθαν εκείνα τα επαναλαμβα­νόμενα μνημόσυνα, τρίμηνα, εξάμηνα, εννιάμηνα, ετήσιο και πάει λέγοντας. Ήταν επίσης των ψυχών, η ημέρα της ονομαστικής εορτής του μπαμπά ή των γενεθλίων του, η Μεγάλη Παρασκευή και κάθε φορά με την κάθε ευκαιρία ετοιμαζόταν το στάρι για τα κόλλυβα που θα διαβάζονταν από τον παπά. Κάθε Σάββατο ανεξαιρέ­τως και για τρία τουλάχιστον χρόνια, η μόνιμη έξοδός μας ήταν η επίσκεψη στο τρίτο νεκροταφείο, στον τάφο του μπαμπά. Έπλενε το άσπρο μάρμαρο, το στό­λιζε με λίγα λουλούδια και πάλι κλάματα, θρήνος και σιγανό μοιρολόι, να μην ξαποσταίνει κανείς ποτέ από το πένθος.

Τα μαύρα ρούχα της μητέρας μου με σημάδεψαν. Μου ήταν αδύνατο να τη βλέπω, από τότε και στο εξής μαυροντυμένη, έστω και αν φορούσε απλώς το επίσημο μαύρο ταγιεράκι της. Όταν μετά από είκοσι πέντε χρόνια πέθανε η γιαγιά μου, ήταν δεδομένο και αυτονόητο ότι η μητέρα μου θα μαυροντυνόταν, για να τιμήσει τη μητέρα της. Τη θερμοπαρακάλεσα να μην τα φορέσει και στη θέση της να τα φορέσω εγώ, για όσο χρόνο θα ήθελε. Το εννοούσα και ήμουν έτοιμη να το κάνω, φθάνει να μην την έβλεπα πάλι μαυροφορεμένη. ΙΊεριέργως το κατάλαβε και το σεβάστηκε. Φόρεσε μαύρα για ελάχιστες ημέρες!

Προσπαθώ να κλείσω το κεφάλαιο «θάνατος του μπαμπά» αλλά δεν τα καταφέρνω… ούτε στο κείμενο αλλά ούτε και στην ψυχή μου.

Στην εικόνα στο εξώφυλλο: Ο πατέρας μου στο πρακτορείο ταξιδιών, δεξιά.

Από το βιβλίο της Ανθούλας – Διαμάντη Κηπιώτη, «Πανωφόρια»

Σχετικά άρθρα: