Ο Θέμο – μυλωνάς
Λεβέντης μυλωνάς ήταν ο Θέμος Ντάκος (Ντάρος), όπως λέει και το τραγούδι. Και Μέγας, όπως τον ήθελε και τον αποκαλούσε το χωριό.
Πήγε δούλεψε μερικά χρόνια στην Αμερική σκληρά. Κι έφερε κάτω, εκτός των άλλων, κι ένα μοτέρ Lister ντίζελ. Με το σκεπτικό να στήσει μύλο. Ως τότε, ο κόσμος πήγαινε κι άλεθε το γέννημά του πέρα στη Ντοφτή. Στο νερόμυλο του Σιώρη. Με το μύλο με μοτέρ – μοναδικός στο είδος του – βόλεψε τη φαμίλια του: Τα οχτώ παιδιά – 6 γιους και δύο θυγατέρες. Ο Γιάννης ήταν ο μικρότερος. Καθάριζε, σχεδόν γυάλιζε το μοτέρ, μ’ ένα πανί. Το κρατούσε σε ετοιμότητα.
– Οψιμάδι – του φώναζε χαϊδευτικά ο πατέρας του! Άρπαξε τη μανιβέλα κι άναψε το μοτέρ. Κι ο μικρούλης το ‘κανε με κέφι.
Στον πόλεμο άλεθε ο μύλος του Θέμου κι έτρωγαν ψωμί κι οι παρτιζάνοι. (Διασυνδέσεις είχε ο μυλωνάς ακόμα και με το Μπεντρί Σπαχίου).
Με τη γενναιόδωρη πράξη του, απέδειξε ότι ήταν πιο παρτιζάνος κι από τους παρτιζάνους του βουνού. Λένε, όσοι γνώρισαν από κοντά πατέρα και γιο, ότι ο Φώτος ήταν πιστό αντίγραφο του Θέμου. Τόσο πολύ του έμοιαζε. Δεν του άφηνε τίποτε.
Παλιάνθρωποι – λήσταρχοι, ένα απόβραδο απαγάγουν το μυλωνά και τον κρύβουν στο Λιαζαράτι. Όλη η δουλειά για ρήτρα. Το αποκούμπι της Θέμοβας ήταν ο παλιός φίλος του Θέμου απ’ αυτό το χωριό, που το ’41, με το χιόνι ως τη μέση, του γλίτωσε τα πρόβατα.
– Φύγε – της λέει ο φίλος – κάθισε στη συκιά του Νιάρτσι και περίμενε. Όπου να ‘ναι κατεβαίνει.
Μέσα στο μισάωρο ο Θέμος βγήκε απ’ τη «λυκοφωλιά».
Ένα άλλο τροπάρι μπαίνουν βίαια οι μπαλίστες στο σπίτι του Θέμου, για να ληστέψουν φλουριά. Η Τούλα τα ‘βαλε κάτω από το φουστάνι. Ένας μπαλίστης, που μυρίστηκε την πράξη, πάει να της βάλει χέρι. Ρίχτηκε η Κατίνα να τον πνίξει. Όταν ξεκίνησαν οι κρατικοποιήσεις, δεν μπορούσε ένα μοτέρ, που κινεί μυλόπετρες και σε κάνει άρχοντα, αφεντικό…, να παρέμενε σε χέρια ιδιώτη.
Πήγαν μια μέρα οι απεσταλμένοι στο μύλο και διατάζουν:
– Σταματήστε τη δουλειά!
Η Τούλα – κόρη του μυλωνά – εκείνη την ώρα γέμιζε με καλαμπόκι το κοφίνι. Όσο είχε αδειάσει το μισό σακί. Το άλλο μισό, γυρίζει τ’ ακουμπά στον ξύλινο μπάγκο κατατρομαγμένη. Σβήνουν το μοτέρ, βγάζουν τους ανθρώπους έξω και κλειδώνουν. Από κει και πέρα ο μύλος του Θέμου έγινε κτήμα του «λαού». Του «πανίσχυρου» κράτους.
Είχε ένα πριόνι, με ξύλινο χερούλι ο Θέμος, κρεμασμένο κάπου στον τοίχο.
– Αυτό πάρτο – του είπαν – .
Ψυχοπλακωμένος ξεπόρτισε από το μύλο του, που ίδρωσε και μάτωσε μια ζωή για να τον φτιάξει. Μόνο με το μπρατσόλι στο χέρι.
Βγαίνοντας, ένας απεσταλμένος, με λειψό μπόι και μαύρη ψυχή, με δερμάτινες μπότες, ψηλές, του δίνει μια στον πισινό με τη λούρα που κρατούσε στο χέρι.
Αυτή, η βάρβαρη, ταπεινωτική κι απάνθρωπη πράξη, πόνεσε περισσότερο το μυλωνά.
– Μέγα – του είπε ένας κομμουνιστής στο καφενείο. – Σου το πήραμε το μοτέρ.
– Τον ανακαφά των παιδιών μου πήρατε, πες καλύτερα. Το ψωμί τους, την ψυχή τους. Αλλά…, δεν πειράζει. Ένα μοτέρ μου παίρνετε, έξι θα μου δώσετε. Όσα παιδιά έχω. Το καθένα, είναι κι ένα ξεχωριστό μοτέρ. Όλα είναι έξυπνα κι εργατικά. Όχι χαραμοφάικα. Σε όποια δουλειά κι αν τα βάλετε, θα γυρίσουν τον τόπο ανάποδα. Ο ικανός ποτέ δεν πεινάει. Δεν χάνεται.
Η συνέχεια της ζωής του μυλωνά ήταν ένα ατέλειωτο βάσανο. Ένα ανθρωποκυνηγητό. Τη 10μελές οικογένειά του τη μάζεψαν κουβάρι στο χειμωνικό. Και το σπίτι του το μετέτρεψαν σε νηπιαγωγείο. Όσες φορές αποσκοπούσαν να επιστρατεύσουν κόσμο για εθελοντισμό, είτε για να πάρουν παιδιά φαντάρους, αυτόν και τον Κύρο Ντάρο, τον αδερφό του, τους έβαζαν 2 – 3 μέρες φυλακή, για εκφοβισμό. Για να στήριζε το σύστημα ο κόσμος, τις πρωτοβουλίες του. Να μην λοξοδρομούσε.
Μετά την κατάσχεση του μύλου, άρχισαν να του αφουγκράζονται το στόμα. Μην «άλεθε» τίποτε σαν χαλασμένος μύλος. Ο Θέμος μετρούσε τις κουβέντες του. Τις πρόσεχε σαν τα μάτια του. Ήξερε, αλίμονο, πολύ καλά, ότι έχουν αυτιά και οι τοίχοι. Ακόμα και μέσα στο σπίτι πρόσεχε. Δεν έβγαζε κακή κουβέντα. Γιατί το τζάκι, μαζί με τον καπνό, βγάζει ντουμάνι πάνω και τους ψιθύρους. Τους πηγαίνει σε ανοιχτά αυτιά… Έπιασε το χαφιέ, που τον βίγλιζε και του τα ‘ριξε κατάμουτρα, μέσα στο πηχτό σκοτάδι:
– Μαύρισες τα μούτρα με τις σπιουνιές. Μην μαυρίζεις τώρα και τα χέρια, με τις άτιμες πράξεις.
Για να αποφύγει την παρακολούθηση, κοίτα τι έκανε ο άνθρωπος! Τα παιδιά, που τα ‘χε στο νηπιαγωγείο, ότι ποιήματα και τραγούδια ξέρανε και δεν ξέρανε, κάθε βράδυ τα έβαζε να τα πουν. Τ’ άκουγαν, τα ξανάκουγαν οι χαφιέδες κι έλεγαν: «Δεν δείχνει δυσαρεστημένος ο μυλωνάς. Στο σπίτι του μόνο χοροεσπερίδα γίνεται…».
Απ’ αριστερά προς τα δεξιά: Οι Σπύρος Ντάκος, Θέμος Ντάρος και Δημήτρης Μύτιλης, σκαλίζουν μυλόπετρες.
Δουλευταράς, σεμνός, ειλικρινής, λιγομίλητος. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί πάνε γάντι στο Θέμο Ντάρο. Ότι θα έκανε το χωριό, θα ρωτούσαν το Μέγα. Τον είχαν σύμβουλο. Μέντορα. Ήξερε πολλά. Του τα έμαθε όλα η ζωή. Στον τόπο του και στο εξωτερικό. Κι όλο έδινε γνώμη.
Το ’46, με την μεγάλη πλημμύρα, το γιοφύρι πλάι στην εκκλησία, έφραξε από μπάζα. Τα νερά του «Μεγαλάκκου» σκαπέτησαν την κοίτη. Σε λίγο, στον Κάτω Μαχαλά, να κινδυνέψουν σπίτια και ζωές. Να χαλαστεί το γιοφύρι, ήταν η γνώμη του χωριού. Αν συμφωνούσε όπως ο Μέγας. Κι ο Μέγας συμφώνησε. Τα νερά, σε συνέχεια, τράβηξαν γραμμή κάτω. Βγήκαν στα Νεβίτικα.
Στα καρναβάλια ντυνόταν «μασκαράς». Σε φωτογραφία του ’33, είναι φορεμένος γαμπρός, με παραδοσιακή στολή και ο Λάκης Μάσσιος, ο σοφέρ, που πήγαινε κι έφερνε κόσμο στα Γιάννενα, νύφη. Με παρέα κυνηγούσε τα πανηγύρια φιρί – φιρί. Άρεσε το γλέντι, το ποτήρι. Στα Χαραλάμπου, λέει του Λάμπη Μουζίνα (Κώτσια):
– Πες της Αθηνάς να μας περιμένει απόψε! Θα ανηφορίσει η παρέα, για ευχή!
– Με τι ετοιμασία, όμως! Η δόγα δεν έχει ούτε ψωμί.
– Θα βολευτούμε.
Πήρε τον πεζόβολο, κατέβηκε στο ποτάμι. Τον ρίχνει μια, τον ρίχνει δυο και τρεις φορές και βγάζει ένα σακούλι ποταμίσιο ψάρι. Με τα ψάρια του Θέμου στρώθηκε στου Μουζίνα αρχοντικά το τραπέζι.
Σε πόλεμο, σε αποκλεισμό, ο δερβιτσώτης δεν πείνασε. Είχε βερεσέ το αλεύρι του από το μυλωνά του. Δώσε και γράψε ήταν ο Θέμος. Άμα είχε, σου ‘δινε και την ψυχή του.
Όμως, ο μόνος που γύρισε τα χρωστικά ήταν ο Σπύρος Ντρίτσος, ο δάσκαλος του χωριού. Τα ‘στειλε ένα απόβραδο με την Αγαθή. Η Θέμοβα, που δεν θυμόταν καν, δεν άπλωνε χέρι.
– Φύγε! – της λέει. – Μην μου κάνεις ζημιά. Δεν θέλω άλλη φυλακή.
– Δικά σας είναι! Πάρτα, σε παρακαλώ! Γιατί αν γυρίσω πίσω με τα χρήματα, δεν με μπάζει σπίτι ο Σπύρος.
Η μόνη οικογένεια, που έμεινε χωρίς χωράφι, χωρίς γη, γιατί οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν να της δώσουν, ήταν του Θέμου. Πήγε η Θέμοβα να ζητήσει το μοιράδι της από αιμοβόρο κομμουνιστή στην πλατεία του χωριού κι εισέπραξε κλωτσιά. Γύρισε σπίτι πονεμένη, πικραμένη και, και, και…
Το νοικοκύρη, τον καπάτσο, πολεμούσαν. Του τεμπέλη τι να του έλεγαν…, τι να του έπαιρναν…;!
Και κάτι άλλο. Σε έγραφα, επιστολές, καταλόγους με πληρωμές για εκκλησιαστικές εργασίες, (ήταν και επίτροπος στην εκκλησία του χωριού ο άνθρωπος του Θεού), βλέπεις καλλιγραφία, που τη ζηλεύεις… Η λουρίδα του ‘36, που μετέφερε τις στροφές από το μοτέρ στις μυλόπετρες του μύλου, διατηρείται ακόμα στο σπίτι του μυλωνά σε καλή κατάσταση. Σαν κειμήλιο. Σαν μια παλιά πικρή ανάμνηση…