«Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος»

«Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος»

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

Όταν άνοιξε το σύνορο–   

Το ’91, με το άνοιγμα των συνόρων, την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος στην Αλβανία, μέσα στο μεγάλο κύμα της φυγής, της εγκατάλειψης του τόπου για μια καλύτερη ζωή, βρέθηκαν και οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες.

Είχαν κάποιους λόγους παραπάνω, απ’ τους Αλβανούς για να πάρουν πιο εύκολα την απόφαση της φυγής. Πήγαιναν στη χώρα τους, στην πατρίδα τους που θα τους αγκάλιαζε στοργικά και ότι συγγενικά πρόσωπα, που βρισκόταν εκεί από παλιά, θα τους προσέφεραν την πρώτη βοήθεια. Θα είχαν πιο εύκολη την πρόσβαση στην Ελλάδα.

Όμως, οι Βορειοηπειρώτες, περνώντας τη διάβαση της Κακαβιάς, συνάντησαν την άγνοια της πατρίδας τους: Δεν τους γνώρισε, δεν τους ξεχώρισε, μάλιστα τους μπέρδεψε με τους Αλβανούς.

Στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στην Αθήνα…, στη γενικότητα κατευθύνθηκαν για στήριξη σε συγγενή, που χρόνια στη σειρά αντάλλαζαν επιστολές, γραμμένες με πόνο, νοτισμένες από δάκρυ.

Φίλος μας εξομολογείται:

-Όταν με ξεπροβόδισαν οι γονείς, μου έδωσαν τα στοιχεία του ξαδέλφου τους στην Αθήνα και μια επιστολή. Στο Περιστέρι βρήκα το σπίτι εύκολα, αλλά γεμάτο. Είχε πάει «όλο» το χωριό. Σε ποιον να άνοιγε και σε ποιον να έκλεινε την πόρτα; Όλοι δικοί του ήταν… Εμένα, μετά το διάβασμα της επιστολής, μου είπε:

-Μη νομίζεις ότι είμαστε πλούσιοι. Ζούμε άνετα, αλλά με πολύ δουλειά.

Λέγοντας μια λαϊκή παροιμία που την είχα ακούσει και στο χωριό μας: «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από τη τσέπη του, μου το έδωσε και συνέχισε:

-Πολλούς χαιρετισμούς στο μπαμπά, πες του είμαστε καλά κι αν έχεις, παιδί μου, κάτι σοβαρό, πέρνα από δω, να δούμε τι θα κάνουμε…

Με ξεπροβόδισε. Το σπίτι του δεν χωρούσε πια άλλους…   

Φωτογραφία: NICOS ECONOMOPOULOS -1991-ΚΑΚΑΒΙΑ

Σχετικά άρθρα: