Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Λευτέρης Τάλλιος; Μέρος 3ο

Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Λευτέρης Τάλλιος; Μέρος 3ο

Μια αναθεωρητική προσέγγιση της ιστορίας

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, Διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ

Η αντίδραση της εθνικόφρων πτέρυγας υπό τον Γιώργο Ζώτο

Το στρατόπεδο των εθνικοφρόνων πρέσβευε μια τελείως αντίθετη εναλλαγή: πίστευε ότι το εθνικό μέλλον της περιοχής διασφαλίζετο μέσω της εθνικής συνειδησιακής συγκρότησης όλων των ελλήνων Βορειοηπειρωτών, και όχι του ιδεολογικού τους καθορισμού.

Για τον λόγο αυτό υπό τις οδηγίες του Στρατηγού Ναπολέοντος Ζέρβα και των δύο έμπιστων συνεργατών του, του δροβιανίτη ιατρού εγνωσμένου κύρους Γιώργου Ζώτου και του τραπεζίτη Βασίλειου Σαχίνη διαφάνηκαν οι πρώτες ενέργειες συγκρότησης ενός αντικομουνιστικού μετώπου στη Βόρειο Ήπειρο.

Με πρωτοβουλία του Σαχίνη, τον Ιούνιο του 1943, ιδρύθηκε στα Τίρανα, με κάθε συνωμοτική μυστικότητα το ΜΑΒΗ (Μέτωπο Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου), με εντολή που έφερε ο Σπύρος Κώνστας από το Λάμποβο από το Στρατηγείο του ΕΔΕΣ και ιδρυτές τον Σπύρο Ντάσιο από το Άνω Λάμποβο (ο οποίος τέθηκε επικεφαλής), και μέλη της διοικούσης επιτροπής τον Γιώργο Τάσο (βιομήχανο στην Κορυτσά) από το Λεσκοβίκι, τον Βασίλη Σαχίνη, τον Αναστάσιο Κοκαβέση, πρώην εισαγγελέα από τη Χειμάρα, τον Ηλία Κώνστα από το Άνω Λάμποβο. Όπως φαίνεται, στην κεφαλή της οργάνωσης, με τεράστιο όνομα και ελάχιστη αγωνιστική δράση, δεν υπήρχε κανένας από τις εν γένει ελληνόφωνες περιοχές του Βούρκου και της Δρόπολης (πέρα του Βασίλη Σαχίνη) με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τα λαϊκά της ερείσματα. Όμως, γιατί η οργάνωση ιδρύθηκε στα Τίρανα και όχι στο λίκνο του ελληνισμού; Ο Μαυριδάκης σημειώνει ότι το ΜΑΒΗ προκαλούσε «τρόμο» μόνον λόγο της ιδεολογικής εγγύτητας με το ΕΔΕΣ και επειδή σχετιζόταν με το όνομα του Ναπολέοντος Ζέρβα. Το ΜΑΒΗ είχε ορίσει ως στρατηγείο του τη Γλύνα (Μιχάλης Μαυριδάκης, «Αγώνες φυλής – Εθνική Αντίσταση ΕΔΕΣ ΕΟΕΑ, 1941-1944, Αθήνα 1976, τόμος Α, σ. 335).

Το ΜΑΒΗ υιοθέτησε την πολιτική της κρυψίνοιας, η οποία δεν οδηγούσε πουθενά και για το λόγο αυτό η οργάνωση παρέμεινε σχεδόν φάντασμα όλο το διάστημα της κατοχής. Ο τρόπος στρατολόγησης των μελών ήταν μυστικοπαθής· ορκιζόταν στο Ευαγγέλιο: «Ορκίζομαι ό,τι δω και ό,τι ακούσω δεν θα το πω σε κανέναν ούτε καν στη οικογένειά μου», αναφέρει στις μαρτυρίες του μέλος της οργάνωσης.

Κατά την αρχειακή έρευνα δεν βρέθηκε το καταστατικό της οργάνωσης, ούτε τυχών προκηρύξεις που να αποδεικνύουν την αγωνιστική της λειτουργία, ενώ το ανθρώπινο δυναμικό της δεν υπερέβαινε τα 100-150 μέλη. Το ΜΑΒΗ δεν καταγράφει καμιά παρουσία στις ωσμώσεις της Βάνιστας, του Κρα και της Μεμόραχης. Μετά τη δολοφονία του Βασίλη Σαχίνη, (την 17η Νοεμβρίου 1943) από παράγοντες του αλβανικού ΕΑΜ στο Αργυρόκαστρο, την 3η Δεκεμβρίου 1943 δολοφονήθηκε ο επικεφαλής της οργάνωσης στην περιοχή Χιμάρας, Γιώργος Μπολάνος. Από τον Δεκέμβριο του 1944 ενεργό ρόλο ανέλαβε ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης, γιατρός από το Αργυρόκαστρο, ο οποίος συνελήφθη την 22η Δεκεμβρίου 1945 κατηγορούμενος για κατασκοπεία μαζί με 13 άλλους (μεταξύ των οποίων και ο διδάσκαλος Μιχάλης Βράνος και άλλες γυναίκες) και με την απόφαση 23/25-5-1946 καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέσθηκε με διαταγή του ίδιου του Ενβέρ Χότζα.

Στο αντικομουνιστικό μέτωπο συσπειρώθηκαν κυρίως τα χωριά Μπουλιαράτες, Γεωργουτσάτες, Σωτήρα, Βόδριστα, Δερβιτσιάνη, Καλύβια του Πασά, Καλύβια Σούση, Χότζα, τα οποία αναφέρονται ως εστίες αντιδραστικών και αρχειομαρξιστών. Τα χωριά αυτά, αναφέρει χαρακτηριστικά έγγραφο της εποχής, θα μπορούσαν να συνετιστούν, «μόνο με το ξύλο».

Την 2α Αυγούστου 1943, ημέρα Δευτέρα, η συμμορία ενός αιμοδιψή λήσταρχου από το Λιμπόχοβο Αργυροκάστρου ονόματι Νέτζιο Μπεϊλέρι (Nexho Bejleri) εισέβαλε στο βορειοηπειρωτικό χωριό Γλύνα, απήγε με καταφανή επίδειξη βίας, συνέλαβε και στη συνέχεια φόνευσε 28 άμαχους και αθώους άνδρες του χωριού (μερικοί πιστεύουν ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν 26 ή 27 ή και 31), πετώντας τους σε παρακείμενη χαράδρα, πλησίον του χωριού Νεπράβιστα. Μερικοί εξ αυτών θανατώθηκαν διά του λιθοβολισμού· η ηλικία τους κυμαινόταν από 15-55 ετών. Στη συνέχεια, οι σεσημασμένοι εγκληματίες Νέτζιο Μπεϊλέρι, Κιανί Ντάσο (Qani Dasho), Τζαφέρ Μπεκίρι (Xhaferr Beqiri), Χαμπέ Χύσα (Habe Hysa), Φεχμί Κούλα (Fehmi Kulla) και η οργανωμένη δολοφονική σπείρα –αδιάφοροι επί του μακάβριου εγκλήματος– αφαίρεσαν προσωπικά αντικείμενα και τιμαλφή των θυμάτων και αποχώρησαν ανενόχλητοι και ψύχραιμοι.

Ήταν η πρώτη μαζική σφαγή τέτοιων διαστάσεων στο Νότο της Αλβανίας και το ειδεχθέστερο έγκλημα πολέμου έως εκείνη την περίοδο, το οποίο καταγραφόταν στις ελληνόφωνες περιοχές του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Οι δράστες ήταν ληστοσυμμορίτες του κοινού ποινικού δικαίου, ενώ τα ανυπεράσπιστα και έκθετα στην εθνικιστική και ληστρική βία θύματα δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα, δεν είχαν καμιά εμπλοκή σε εχθροπραξίες και δεν ανήκαν σε κανένα πολιτικό σχηματισμό. Οι αλβανοί κομμουνιστές δεν καταδίκασαν ευθέως και ανοιχτά τη σφαγή.

Την 6η Νοεμβρίου 1943 στη 2η συνδιάσκεψη του ΕΑΜ ο Χότζα αναφέρθηκε σε ανοσιουργήματα και βιαιότητες στην [ελληνική] μειονότητα αλλά δεν καταδίκασε τη Γλύνα ούτε και κατονόμασε τους δράστες.

Η ειδεχθής σφαγή της Γλύνας προκάλεσε μούδιασμα στα ευρεία κοινωνικά στρώματα με τάσεις αύξησης της ουδετερότητας στον κόσμο. Σε ένα μεγάλο μέρος, όμως, του τοπικού πληθυσμού αφύπνισε και κινητοποίησε τους εθνικόφρονες, οι οποίοι πείστηκαν ότι οι Βορειοηπειρώτες ήταν βορρά στα κανόνια των αλβανών εθνικιστών. Ο Βασίλης Σαχίνης και ο Αντώνης Κυριάκης επικοινώνησαν και σχεδίασαν συγκεκριμένες κινήσεις. Η πλειοψηφία, όμως, του βορειοηπειρωτικού κόσμου συσπειρώθηκε γύρω από τον Γιώργο Ζώτο, ο οποίος θεωρείτο εκπρόσωπος της αστικής κοινωνίας (ο ρόλος του Σαχίνη κρίνεται υποδεέστερος σε σχέση με του ιατρού Γιώργο Ζώτου) αλλά συνοδευόμενος από τους απαξιωτικούς στίχους και λοιδορούμενος από την αριστερή προπαγάνδα ως «Ο Γιώργαρος ο Ζώτος, ο κλέφταρος ο πρώτος». Ο Γιώργος Ζώτος πλαισιωμένος από τον οπλαρχηγό δροβιανίτη επίσης Χρήστο Πύλιο, ο οποίος ανέπτυξε έως το τέλος ανεξάρτητη αγωνιστική δράση, αρνούμενος να τεθεί υπό την αιγίδα του αλβανικού ΕΑΜ, σχεδίασαν την σύμπτυξη ανεξάρτητων εθνικών επιτροπών, αντί των υφιστάμενων ΕΑΜ-ικών εθνικοαπελευθερωτικών συμβουλίων, την κατάλυσή τους και τη διάλυση των ανταρτικών ομάδων, αντί των οποίων θα συγκροτούντο ανεξάρτητες (αυτονομιστικές) εθνικές αμάδες οπλιτών. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Γεωργίου Ζώτου, και κυρίως του Χρήστου Πύλιου, ή οργάνωση ανεξάρτητων εθνικιστικών αντιστασιακών ομάδων μάλιστα με αντιαλβανική αιχμή αποτελούσε επιταγή της εποχής.

Τη συγκρότηση του αναδυόμενου αντικομουνιστικού μετώπου στην ΕΕΜ ορεγόταν η εθνικιστική οργάνωση του Μπαλ Κομπετάρ η οποία την 8η Νοεμβρίου 1943 μέσω του κλιμακίου της του Λιμποχόβου έκανε έκκληση προς τους Δροπολίτες να ενωθούνε με τις δυνάμεις του, αλλά η απάντηση ήταν κάθετα αρνητική. Στη συνέχεια, εν όψει της ισοπεδωτικής ορμής των αλβανών κομμουνιστών, υιοθέτησαν μεθόδους εκφοβισμού, εκβιασμού και πολιτικού εξαναγκασμού να προσεταιρίσουν τους Βορειοηπειρώτες.

Εν τω μεταξύ, το αντικομουνιστικό μέτωπο, το οποίο πρέσβευε αμετακίνητα την επιλογή της αυτοδιάθεσης έως και απόσχισης της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία, την 4η Αυγούστου 1943, δύο μέρες μετά τη σφαγή της Γλύνας, κάλεσε στη Βάνιστα αντιπροσώπους της δημογεροντίας των χωριών της Κάτω Δρόπολης και, δύο μέρες αργότερα, για τον ίδιο σκοπό, συνήλθε η συνάντηση των αντιπροσώπων της Άνω Δρόπολης στο Κρα υπό τον Δημοσθένη Νάτση, διδάσκαλο από το Κλεισάρι (ο οποίος στη συνέχεια διέφυγε στην Ελλάδα) και τον Αθανάσιο Δήμο επίσης από το Κλεισάρι, ο οποίος θανατώθηκε κατά τρόπο μακάβριο στο χωριό του την 21η Ιουνίου 1944, ύστερα από απόφαση πρόχειρου λαϊκού στρατοδικείου αμφιβόλου κύρους στον Θεολόγο. Στη δεύτερη συνάντηση του Κρα –την 6η Αυγούστου 1943– μετέβη εσπευσμένα και ο Λευτέρης Τάλλιος και ο Παναγιώτης Πάνου από το Πωγώνι για να ματαιώσουν κάθε προσπάθεια αντικείμενη στα σχέδιά τους. Τη συνάντηση είχε οργανώσει και πάλι ο Γιώργος Ζώτος. Στην υπαίθρια συνάντηση όπου ο Τάλλιος υποδέχθηκε με αμφιθυμικά συναισθήματα, αντεγκλήσεις, λογομαχίες, ύβρεις και λεκτικές επιθέσεις αμφοτέρωθεν Ζώτου-Τάλλιου, ο Τάλλιος χαρακτήρισε τυχοδιωκτική και επικίνδυνη ενέργεια για τη μειονότητα τη συγκρότηση ανεξάρτητων ένοπλων τμημάτων και εξ αιτίας της ωμής παρέμβασής του η συνάντηση δεν κατέληξε σε οριστικό ψήφισμα.

Την 8η Αυγούστου 1943 συνήλθε η πολυσυζητημένη ευρεία υπαίθρια συνάντηση (δεν ήταν ούτε συνέδριο, ούτε συνδιάσκεψη) των αντιπροσώπων της περιοχής των Ριζών και του Βούρκου υπό την πρωτοβουλία και χορηγία πάντα του Γιώργου Ζώτου. Την έναρξη της συνάντησης κήρυξε ο διδάσκαλος Νικόλας Κώτσης, ενώ κύριος εισηγητής της συνάντησης ήταν ο ίδιος ο Γιώργιος Ζώτο,ς ο οποίος ανέπτυξε τους σκοπούς της προσπάθειάς του, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι με αυτούς του Κρα: τόνισε την ιδέα της ουδετερότητας και τη συγκρότηση ανεξάρτητων αυτονομιστικών ένοπλων μαχητικών ομάδων ατάκτων για την προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των ελληνικών πληθυσμών και την άμεση ανάγκη της ίδρυσης ενός ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου. Σύμφωνα με την αντίληψη του Ζώτου για τη σφαγή της Γλύνας κομμουνιστές και μπαλίστες βαρύνονταν με την ίδια ευθύνη. Η πλειοψηφία των παραβρισκόμενων εκφράσθηκαν αλληλέγγυοι με τον Ζώτο. Ενώ η συνάντηση ήταν σε εξέλιξη, κατά το μεσημέρι κατέφτασε κλιμάκιο του αλβανικού ΕΑΜ με τους Λευτέρη Τάλλιο, Παναγιώτη Πάνου και Γιώργο Γουμένη, πλαισιωμένους από τους Αλέξη Γιάνναρη και Παναγ. Παπαδημητρίου, (του ελληνικού ΕΑΜ) κ.ά. Και πάλι ο Τάλλιος, [σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες: Κυργιάννης (1981), Δαλιάνη (2000)] μαζί με τον ίδιο τον Γιάνναρη παρενέβη με το γνωστό βίαιο λεκτικό ύφος τους καταφερόμενοι κατά του Ζώτου, τον οποίο κατηγόρησαν ως εκπρόσωπο των μεγαλοσυμφερόντων της μειονοτικής μπουρζουαζίας, ο οποίος διατηρούσε καταστήματα και εργοστάσια στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο, προκάλεσε αναστάτωση. Στην αποστροφή του λόγου, απευθυνόμενος προς τους παρισταμένους, ο Τάλλιος τόνισε: «Αυτός είναι ο Ζώτος που σας εμπαίζει εσάς τους φτωχούς!».

Για όλες αυτές τις διαδοχικές συναντήσεις, Βάνιστας, Κρα και Μεμμόραχης –υπήρξαν και άλλες στη Γλύνα, και στα χωριά του Πωγωνίου– δεν διαθέτουμε αποδεικτά τεκμήρια παρά αποσπασματικές προφορικές μαρτυρίες, οι οποίες μάλιστα ελέγχονται ως άκρως αντικρουόμενες και αποκλίνουσες, άρα παρατίθενται με κάθε επιφύλαξη. Δεν υπάρχουν πρακτικά και δεν γνωρίζουμε ποιες αποφάσεις ελήφθησαν, εάν πραγματικά ελήφθησαν δεσμευτικές αποφάσεις. Σε κάθε περίπτωση, βασικός στόχος των συναντήσεων ήταν η κατάλυση των υφιστάμενων εθινικοαπελευθερωτικών συμβουλίων, τα οποία λειτουργούσαν υπό την αιγίδα του αλβανικού ΕΑΜ και η οργάνωση, αντί αυτών, των εθνικών επιτροπών αντίστασης, η διάλυση των ανταρτικών ομάδων του ΕΑΜ και η ίδρυση αντ’ αυτών ανεξάρτητων ένοπλων τμημάτων αυτοάμυνας. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Κυραγιάννη ο ρόλος του Λευτέρη Τάλλιου ήταν αποτρεπτικός στην φιλόδοξη πρωτοβουλία της ομάδας του Γιώργου Ζώτου, ενώ σύμφωνα με τον Γκουβέλη-Παπά ανύπαρκτος. Μάλιστα οι Γκουβέλης-Παππάς διατείνονται ο Τάλλιος δεν παρίστατο καν στη Μεμόραχη (!!)

Συνεπώς, το καλοκαίρι του 1943 διαφάνηκε καθαρά η διαχωριστική γραμμή: από τη μια οι αριστεροί, οι οποίοι πρέσβευαν την ιδεολογική (κομμουνιστική) συσπείρωση και από την άλλη οι εθνικόφρονες, οι οποίο πρέσβευαν την (εθνική) συνειδησιακή συγκρότηση, ως εχέγγυο της μελλοντικής επιβίωσης του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού. Η τομή αυτή σηματοδοτεί, με όλες τις ιδιαιτερότητες για το βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, τον μετέπειτα αέναο ταξικό αγώνα και την πολιτική οξύτητα που χώριζε τους κομμουνιστές από τους εθνικόφρονες.

Το θνησιγενές Αρχηγείο της Ελληνικής Μειονότητας της Κονίσπολης

Σε κάθε περίπτωση, η έντονη κινητικότητα του στρατοπέδου του Γιώργου Ζώτου επέφερε καρπούς. Την 10η Αυγούστου 1943 η διαβόητη δι-εθνική συνάντηση της Κονίσπολης με τη συμμετοχή αντιπροσώπου του Απελευθερωτικού Μετώπου της Θεσπρωτίας, του Απελευθερωτικού Μετώπου Ελλάδος, Αλέξη Γιάνναρη, του Απελευθερωτικού Μετώπου Αλβανίας Χακί Ρουσίτι, των απεσταλμένων της Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας για την περιφέρεια Αργυροκάστρου Ρετζέπ Πλάκου (Rexhep Plaku) και Κεμάλ Καραγκιόζη, στην ουσία υιοθετήθηκε το πνεύμα των αποφάσεων της Μεμόραχης. Η συνάντηση αποφάσισε τη σύνθεση μιας επιτροπής (η οποία ονομάσθηκε «Αρχηγείο») όπου συμμετείχαν ένας Αλβανός, ένας Έλληνας των συνεργαζόμενων ελληνολβανικών οργανώσεων, ένας εκπρόσωπος από κάθε μειονότητα, ελληνική και αλβανική (εννοούσε τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας), καθώς και ένας βρετανός απεσταλμένος, ο οποίος θα καλείτο μόνον από τις ίδιες τις μειονότητες εάν παρίστατο ανάγκη. Η σύμπτυξη του ανεξάρτητου «Αρχηγείου της Ελληνικής Μειονότητας» υπό τους Αριστοτέλη Χαρμπάτση για τη Μειονότητα (ο οποίος καταδικάσθηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αργυρόκαστρου και εκτελέσθηκε την 4η Σεπτεμβρίου 1946 στο Αργυρόκαστρο κατηγορούμενος ως φορέας του ελληνικού σοβινισμού), Ταχίρ Ντέμι (Tahir Demi) (Αλβανία) και Άγγελου Δημητρίου για την Ελλάδα, ήταν μια απροσδόκητη εξέλιξη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις, υπαγόμενες στο Αρχηγείο, θα καλούντο Αντιφασιστικά Ανταρτικά Σώματα (ΑΑΣ) και δεν θα έφεραν διακριτικά σημάδια (ούτε αστέρι, ούτε άλλο διακριτικό), σε αντιδιαστολή προς τις ανταρτικές ομάδες του ΕΑΜ που είχαν στο πηλήκιό τους κόκκινο αστέρι. Ο Λευτέρης Γκουβέλης ορίσθηκε Διοικητής Φρουράς του Αρχηγείου, ενώ ο Λευτέρης Τάλλιος ανέλαβε την επιμελητεία του, ήτοι ένα ρόλο περιφερειακό στη στρατιωτική ιεραρχία. Συνεπώς, ο Τάλλιος μερίζεται την ίδια συνδρομή –και «ενοχή»– με τον καταδικασθέντα σε θάνατο αργότερα Χαρμπάτση. Υπό τη διοίκηση του Αρχηγείου –το οποίο δεν ανέπτυξε αγωνιστική δράση– εντάχθηκε η ανταρτική ομάδα της Δρόβιανης (όχι του Χρήστου Πύλιο), ενώ τα άτακτα σώματα του κρανιώτη ευφυούς οπλαρχηγού Θύμιου Λώλη, (εξέχουσα προσωπικότητα του Βούρκου), του Σταύρου Κόκκαλη και του Γιάννη Παπά, απείθησαν και ακολούθησαν ανεξάρτητη πορεία –στην ουσία υπό τις διακριτικές εντολές του Στρατηγού Ζέρβα–, όπως και του Χρήστου Πύλιου. Επιδίωξη των τμημάτων αυτών ήταν ο επιχειρησιακός έλεγχος της περιοχής και η έμμεση διοικητική υπερίσχυση, σύμφωνα με τις εντολές από το στρατηγό Ζέρβα μετά την κατοχή, η διάλυση των αρτιϊδρυθέντων εθνικοαπελευθερωτικών (λαϊκών) συμβουλίων και η αντικατάστασή του με τις Επιτροπές του Εθνικού Αγώνα (ΕΕΑ), όπως όριζε η συνάντηση της Μεμόραχης.

Η «Απόφασις» της Κονίσπολης (έτσι ονομάσθηκε) και οι συνακόλουθες διακηρύξεις χαρακτηρίσθηκαν αρχικά από τους κομμουνιστές και των δύο χωρών ως σταθμό στην αδελφική συνεργασία κατά του φασισμού και την επίλυση των εθνικών ζητημάτων (της ελληνικής μειονότητας και των μουσουλμάνων Τσάμηδων αντιστοίχως), τα οποία παραπέμπονταν προς οριστική διευθέτηση μετά την απελευθέρωση. Σύμφωνα με την αρχική κομμουνιστική εκτίμηση Ελλήνων και Αλβανών, η συνάντηση της Κονίσπολης αποτελούσε τη σωτηρία της Ελληνικής Μειονότητας. Απεναντίας, εκ των υστέρων για τον υπόλοιπο ελληνικό αστικό κόσμο οι αποφάσεις της συνιστούσαν οφθαλμοφανή εθνική μειοδοσία.

Η στρατιωτική ηγεσία του αλβανικού ΕΑΜ έκανε αποδεκτή την «Απόφασι» και σχετικά ενημέρωνε το λαό της μειονότητας ο Γιάνναρης την 3η Σεπτεμβρίου 1943 με πομπώδη μάλιστα τρόπο.

Στη συνέχεια, και από τις ίδιες τις τοπικές κομμουνιστικές ηγεσίες των δύο χωρών, η «Απόφασις» κρίθηκε «σοβαρή πολιτική διολίσθηση» και αντίθετη προς το πνεύμα των προηγούμενων αποφάσεων των κομμουνιστικών οργανώσεων των περιφερειών Αργυροκάστρου και Ιωαννίνων και, συνεπώς, η συμφωνία ακυρώθηκε μονομερώς, αρχικά από την Περιφερειακή Επιτροπή Αργυροκάστρου και στη συνέχεια από την Πανηπειρωτική Επιτροπή του ΕΑΜ. Οι ίδιοι ο μειονοτικοί κομμουνιστές σε ετεροχρονισμένο υπόμνημα (1949) χαρακτήρισαν σοβαρό πολιτικό ατόπημα τη συμφωνία της Κονίσπολης.

Τέλος, καθώς η κατάσταση, είχε οξυνθεί και διαφαίνονταν σημάδια ανοιχτής εμφύλιας σύρραξης, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΑ δια του σκληροπυρηνικού Χακί Τόσκα (Haki Toska διέταξε την απομάκρυνση του κλιμακίου του ελληνικού ΕΑΜ τον Απρίλιο του 1944.

Ήταν σαφές ότι οι συμφωνίες δεν συνιστούσαν κοινωνικό συμβόλαιο και δεν υιοθετούνταν από τα ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα, καθώς η απήχησή του ήταν περιορισμένη και η διάρκειά του βραχύβια. Ο ίδιος ο Ρετζέπ Πλάκου καταδικάστηκε σε θάνατο τον Δεκέμβριο του 1946 από το στρατοδικείο Αργυροκάστρου ως εχθρός του λαού, αλλά η ποινή μετριάσθηκε και αποφυλακίσθηκε το 1956. Είναι ενδεικτικό ότι στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης δεν γινόταν καν μνεία στη συμφωνία της Κονίσπολης.

Επαγωγικώς, η θνησιγενής συμφωνία της Κονίσπολης δεν μπορούσε να έχει -και εν τοις πράγμασι δεν είχε- καμιά προοπτική εφαρμογής υπό τη λυσσώδη εθνικιστική ορμή των αλβανών κομμουνιστών.

Τέλος, η δράση του Αρχηγείου διήρκεσε ενάμιση μήνα, από τον Αύγουστο έως τα μέσα Οκτωβρίου του 1943. Στη συνέχεια, οι Αλβανοί εξαπέλυσαν ανήλεο κυνηγητό εναντίον των πρωτεργατών και των υπαγόμενων σ’ αυτό στρατιωτικών σωμάτων. Σημειώθηκαν αιματηρές αψιμαχίες και ασκήθηκε ωμή βία από επιλεγμένα ένοπλα τμήματα, τα οποία αναπτύχθηκαν σε όλη την περιοχή. Οι ένοπλες εθνικιστικές ομάδες υπό τον Χρήστο Πύλιο υποχώρησαν στη Δρόβιανη, ενώ στον Θεολόγο συγκρούσθηκαν με το τάγμα «Τσαμουριά» (Çamëria) και διαλύθηκαν. Οι αρχηγοί Γιώργος Ζώτος και Λευτέρης Γκουβέλης αφοπλίσθηκαν και παραπέμφθηκαν σε λαϊκό δικαστήριο στη Δρόβιανη την 4η Νοεμβρίου 1943, του οποίου παρίσταντο οι οπλαρχηγοί Μουσταφά Ματοχίτι (Mustafa Matohiti) και ο Γιάχο Γκιολίκου (Jaho Gjoliku) της Επιχειρησιακής Ζώνης Αυλώνας Αργυροκάστρου, ενώ ο Τάλλιος ανέλαβε τον περιφερειακό ρόλο του απλού διερμηνέα. Βασικοί κατηγορούμενοι: Γιώργος Ζώτος, Λευτέρης Γκουβέλης, Ορέστης Αναστασιάδης, Βαγγέλης Λίλης και Ιωάννης Παππάς. Όμως χάριν της άμεσης παρέμβασης του δροβιανίτη κομμουνιστή Λευτέρη Κονόμη (και γείτονα του Γιώργου Ζώτου) αποσοβήθηκε η θανατική καταδίκη των κατηγορούμενων, αλλά την επαύριον, την 5η Νοεμβρίου 1943 οι Αλβανοί θανάτωσαν εκδικητικά στη Λεσινίτσα τον δημοδιδάσκαλο Γεώργιο Λίτσα. Ο Γιώργος Ζώτος, ο Λευτέρης Γκουβέλης, ο Νικόλαος Κώτσης, ο Ορέστης Αναστασιάδης και οι υπόλοιποι Δροβιανίτες, όπως και ο Νίκος Λαζόπουλος, ο Δημοσθένης Νάτσης, ο Μιλτιάδης Γκιώκας, ο Θωμάς Υφαντής κατέφυγαν στην Ελλάδα και ενώθηκαν με τα τμήματα του ΕΔΕΣ, καταταγμένοι σε δυο ξεχωριστούς λόχους υπό τους Σπύρο Λίτο ταξίαρχο ε.ά. και Ιωάννη Βίδελη, ο οποίος σκοτώθηκε στην Καστροσυκιά της Πρεβέζης κατά τις ενέργειες δολιοφθοράς εναντίον των Γερμανών την 6η Ιουλίου 1944. Σύνδεσμος με τους Βορειοηπειρώτες εναπομείναντες στην πατρίδα ανέλαβε ο Νικόλας Παπαγιάννης (Λεσινίστα), τον οποίο συνέλαβαν οι κομουνιστές και τον εκτέλεσαν τον Ιούλιο του 1944. Ο Γιώργος Ζώτος, μετά από μια σύντομη παραμονή στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε βραδύτερα στην Αίγυπτο όπου διατηρούσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του. 

Μια άλλη κατηγορία εθνικοφρόνων παρέμειναν αγωνιζόμενοι στις περιοχές δράσης τους. Παρέμειναν στη βάση τους στα χωριά Αλίκου-Βρυώνι, έξω από την πόλη των Αγίων Σαράντα, κοντά στη Γκιάστα, όπου υπήρχε βαρύ πυροβολικό του εχθρού, οι άτακτοι ένοπλοι του οπλαρχηγού Θύμιου Λώλη, στιγματισμένοι από την έξαλλη προπαγάνδα του αλβανικού ΕΑΜ, το οποίο, σε μια προκήρυξη στις αρχές Νοεμβρίου 1943, τον κατηγορούσε αβάσιμα για συνέργεια με τους Γερμανούς. Οι σποραδικές ομάδες εθνικής αντίστασης συνέχισαν ασυντόνιστα της δράση του και την 14η Μαρτίου 1944 έπεσε και το τελευταίο προπύργιο των εθνικοφρόνων, το χωριό Αλήκο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγες μέρες πριν, στις αρχές Αυγούστου του 1943, εκπρόσωποι του αλβανικού ΕΑΜ και του Μπαλ Κομπέταρ συνήλθαν στη Μούκιε (Mukje) και αποφάσισαν την ένωση σε ένα κοινό μέτωπο αντίστασης και τη σύμπτυξη μιας ενιαίας Επιτροπής για τη Σωτηρία της Αλβανίας. Το ΚΚΑ, ύστερα από υποδείξεις των Γιουγκοσλάβων –ενώ αποδέχθηκε στην αρχή τις αποφάσεις– στη συνέχεια ακύρωσε μονομερώς της Συμφωνία. 

Στο ίδιο πνεύμα, λίγους μήνες βραδύτερα εκπρόσωποι των Αλβανών του Κόσοβου και των Σέρβων της περιοχής συνήλθαν στο Μπούγιαν (Αλβανία) από την 31η Δεκεμβρίου 1943 έως την 2η Ιανουαρίου 1944, παρισταμένου και του βρετανού απεσταλμένου στην περιοχή. Κατά την έννοια των αποφάσεων της συνάντησης, η περιοχή του Κοσόβου και της Μετοχία προσδοκούσε στην ένωση με την Αλβανία και ο μόνος δρόμος για την εκπλήρωση της επιθυμίας αυτής ήταν ο κοινός αγώνας με τους υπόλοιπους λαούς της Γιουγκοσλαβίας εναντίον των κατακτητών για την απόκτηση της ελευθερίας και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και της απόσχισης. Η εφημερίδα Ζëri i Popullit (7η Φεβρουαρίου 1944), επικροτούσε τις αποφάσεις του Μπόυγιαν (Bujan) και έκανε ιδιαίτερη μνεία στο νευραλγικό σημείο της ένωσης της περιοχής με τον εθνικό της κορμό. 

Έτσι ματαιώθηκε κάθε προσπάθεια οργάνωσης ανεξάρτητων αυτονομιστικών ομάδων, οι οποίες στην ουσία λειτουργούσαν υπό την αιγίδα του ΕΔΕΣ και του Στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα.

Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία της Κονίσπολης -για το βραχυπρόθεσμο διάστημα στο οποίο κατίσχυσε- αναρρίπισε τις ελπίδες ότι μετά τον πόλεμο ο βορειοηπειρωτικός πληθυσμός μπορούσε να ευελπιστεί σε κάποια μορφή αλλαγής του διοικητικού και εθνολογικού του καθεστώτος.

Η τύχη των πρωταγωνιστών

Πρωτεργάτης της συμφωνίας της Κονίσπολης υπήρξε ο Αλέξης Γιάνναρης, από το κλιμάκιο του ΕΑΜ Ηπείρου ως πολίτικός συντονιστής, ο Παναγιώτης Παπαδημητρίου, ως στρατιωτικός παράγοντας και ο Κώστας Βαταβάλης, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1943 εγκαταστάθηκαν στη Βόρειο Ήπειρο να συντονίσουν τις ενέργειες συνεργασίας του ελληνικού ΕΑΜ με το αντίστοιχο αλβανικό. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1944, κηλιδωμένος από τους ίδιους τους αλβανούς κομμουνιστές, ως φορέας σοβινιστικών προθέσεων, ο Γιάνναρης αποσύρθηκε προσωρινά και στη συνέχεια επιβίωσε της απόπειρας δολοφονίας την 2η Μαΐου 1945 στα Ιωάννινα. Βραδύτερα, την 14η Μαρτίου 1947, συνελήφθη στην Αθήνα ενώ υπηρετούσε ως δάσκαλος (μια μέρα πριν είχε κληθεί από την ηγεσία της ΚΕΒΑ για πιθανή συνεργασία), κατηγορούμενος για προδοσία στην υπόθεση της συνεργασίας των δυο ΕΑΜ και εκποίηση των εθνικών συμφερόντων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, αλλά το Στρατοδικείο της Άρτας τον απάλλαξε από τις κατηγορίες τον Μάιο του 1948 (εν μέσω της εμφυλιακής σύρραξης), αλλά καταδικάσθηκε για άλλες αποδιδόμενες κατηγορίες. Μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη της Άρτας υπήρξε και ο δικηγόρος Γιάννης Διαμάντης από τη Δερβιτσιάνη, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ελλάδα μετά την υποχώρηση των Γερμανών, σύμφωνα με μαρτυρίες του ιδίου του Γιάνναρη.

Ο Κώστας Βαταβάλης, από το Ζαγόρι Ιωαννίνων, απόφοιτος Στρατιωτικής Σχολή, ως ανθυπολοχαγός, χρημάτισε Διοικητής του Τάγματος “Θανάσης Ζήκος” από τον Ιανουάριο του 1944 έως τον Απρίλη τον 1944, οπότε εκδιώχθηκε και αυτός κακήν κακώς από το Αλβανικό Γενικό Επιτελείο του Αλβανικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού. Μετά τον εμφύλιο βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, αλλά το 1960, απογοητευμένος και μεταμελημένος, αυτοκτόνησε.

Συνεχίζεται…

media.literatus.gr

Σχετικά άρθρα: