«Ποιος θα μαζέψει τις ελιές;»

«Ποιος θα μαζέψει τις ελιές;»

Με αυτό το –ρητορικό– ερώτημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μιλήσει για μια ευαίσθητη ισορροπία που κατά την άποψή του θα πρέπει να διατηρηθεί ως προς το ευρωπαϊκό μεταναστευτικό ζήτημα. Αυστηρή αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης μεν, καθώς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν φτάσει στα όριά τους με τις παράλληλες κοινωνίες, τον πολυπολιτισμικό κατακερματισμό και την διάρρηξη της συνοχής που προκαλείται από τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις του μεταναστευτικού φαινομένου. Διευκόλυνση της νόμιμης μετανάστευσης ταυτοχρόνως, ώστε η Ευρώπη να απαντήσει στο άλλο μεγάλο της ζήτημα, την δημογραφική συρρίκνωση, και το συνεπακόλουθο έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας.

Η θέση της κυβέρνησης δεν είναι καινούργια. Την ακούμε τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού χτυπούν την πόρτα της ελληνικής οικονομίας. Τον περασμένο Απρίλιο, ο υπουργός εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης ανακοίνωσε στην βουλή πως έχουν συναφθεί ήδη 2 διακρατικές συμφωνίες με την Αίγυπτο και το Μπαγκλαντές για την εισαγωγή εργατικών χεριών στην Ελλάδα, ότι μια ακόμα βρίσκεται στα σκαριά με την Ινδία, ενώ διερευνώνται και οι περιπτώσεις της Γεωργίας, των Φιλιππίνων, του Βιετνάμ και της Αρμενίας.

Το ζήτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο: αφ’ ενός οι ελλείψεις δημιουργούν επιτακτική, και άμεση ανάγκη –μιλάμε για φέτος, και όχι σε βάθος χρόνου όπου άλλες πολιτικές μπορούν να αποδώσουν. Αφ’ ετέρου, η πολιτική υποκατάστασης της εγχώριας εργασίας στο χωράφι, την οικοδομή, την βιομηχανία ή τον τουρισμό κλείνει πάνω από τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα. Το πρόβλημα δεν λύνεται, όμως, αλλά αντίθετα παροξύνεται όσο τα χρόνια περνούν.

Αυτό συμβαίνει γιατί η άποψη πως η μετανάστευση θεραπεύει το δημογραφικό έλλειμμα και τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας (και συνακόλουθα στα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων θα πρόσθετε κανείς) είναι δομικά εσφαλμένη. Λειτουργεί μεν ως παυσίπονο καθώς οι άμεσες ανάγκες καλύπτονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό προσωρινά, ωστόσο, το ζήτημα σε βάθος χρόνου επιμένει.

Το τι συμβαίνει στο χωράφι είναι ενδεικτικό ώστε να κατανοήσουμε γιατί: η φθηνή εργασία που παρέχεται μέσω της μετανάστευσης λειτουργεί εδώ και χρόνια αποτρεπτικά για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Εκεί που άλλες χώρες πρωτοστατούν στην εφαρμογή ολοκληρωμένων συστημάτων που εισάγουν τις αυτοματοποιήσεις στις καλλιέργειες –με αισθητήρες, drones, και εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης για την βελτιστοποίηση των ποτισμάτων, την διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους, την λίπανση και τους ψεκασμούς, η Ελλάδα επιμένει στο ″μοντέλο Μανωλάδας”: εντάσεως εργασίας, εξαρτημένο από την διατήρηση των μισθών στο κατώτατο επίπεδο, που φυτοζωεί εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητά του από τις αγροτικές επιδοτήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πριν από ένα ή δύο χρόνια, οι εργάτες της ελαιοπαραγωγής, προερχόμενοι μέχρι πρότινος ως επί το πλείστον από την Αλβανία, εγκατέλειψαν μαζικά την χώρα για να αναζητήσουν εργασία στην Ιταλία και την Ισπανία που πληρώνουν υψηλότερα μεροκάματα.

Ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι εθίζονται στην λογική των φθηνών εργατικών χεριών. Το ίδιο εθισμένη είναι και η κυβέρνηση: είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς «πως θα μαζευτούν οι ελιές;» όταν ένα πολύ μικρό κλάσμα και μόνον των πόρων του ταμείου ανάπτυξης έχουν διοχετευθεί για τον εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Όμως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της γεωργίας απαιτεί άλλα επίπεδα κυβερνητικού συντονισμού, νομοθετικής αποτελεσματικότητας, υλοποίησης των όσων θεσπίζονται στην πράξη. Εν τέλει κανείς κάνει ό,τι μπορεί: οι συμφωνίες με το Μπαγκλαντές είναι μάλλον στο εύρος του βεληνεκούς των υφιστάμενων κυβερνητικών δυνατοτήτων και όχι βαθύτερες τομές. Ο πήχης βρίσκεται πολύ χαμηλά.

Υπάρχουν και επιπρόσθετα ζητήματα: η διάκριση μεταξύ νόμιμης και παράνομης μετανάστευσης είναι αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για μια βιώσιμη πολιτική. Δεν είναι μόνον η παράνομη μετανάστευση που τροφοδοτεί τις παράλληλες κοινωνίες, την γκετοποίηση και τον πόλεμο αξιών της πολυπολιτισμικότητας. Είναι και η νόμιμη, όταν προέρχεται από περιοχές που βρίσκονται μέσα στο ”ισλαμικό τόξο”. Επομένως, πρέπει επιπροσθέτως να υπάρξει ένα όριο απέναντι στο ίδιο το Ισλάμ· προς το παρόν, όμως, την εξέλιξη αυτή μπλοκάρουν οι οπαδοί των ανοιχτών συνόρων και της πολυπολιτισμικότητας που λειτουργούν κατασταλτικά, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, είναι κάτι σαν το ιερατείο του Μεσαίωνα. Η διαπίστωση του προφανούς, ότι το Ισλάμ θρυμματίζει με την επιθετικότητα και την μονολιθικότητά του την βάση αξιών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αντιμετωπίζεται ως έγκλημα καθοσιώσεως.

Η εξάρτηση της Ευρώπης από τα ξένα εργατικά χέρια, έχει καταστεί επιπλέον και αντικείμενο γεωπολιτικής εργαλειοποίησης. Η Τουρκία έχει κατανοήσει πλήρως την αμφίσημη στάση της Ευρώπης επί του θέματος, ότι την ίδια στιγμή θέλει, και δεν θέλει μετανάστες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί ταυτοχρόνως να εκβιάζει τους ευρωπαίους αξιωματούχους ότι ”θα ανοίξει την στρόφιγγα”, και από την άλλη, να διεισδύει στους κόλπους των μουσουλμάνων μεταναστών με σκοπό να τους μεταβάλει σε ”στρατηγική μειονότητα” μέσα στην Ευρώπη.

Εν κατακλείδι: η διαχείριση του μεταναστευτικού από την κυβέρνηση παραμένει έρμαιο μιας αυτοκτονικής λογικής, που παρά τα γεγονότα του Έβρου, ή του τι συντελείται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στις μέρες μας, επιμένει να την θεωρεί πανάκεια για την επίλυση υπαρξιακών ζητημάτων για την χώρα, όπως είναι το δημογραφικό ή η διατήρηση της όποιας παραγωγικής βάσης. Η τοποθέτησή της, όμως, στερεί πολύτιμο χρόνο, πόρους, προσοχή από τις πολιτικές που θα λύσουν επί της ουσίας το ζήτημα και στα δύο μέτωπα. Παράλληλα, η θέση αυτή ενισχύει την γεωπολιτική ευθραυστότητα της χώρας, διότι, κάποιοι κρατούν στα χέρια τις εφοδιαστικές αλυσίδες του ανθρώπινου δυναμικού της.

Για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα. Πρέπει κάτι να κάνουμε ώστε τις ελιές να μπορεί να τις μαζέψουν τα σύγχρονα μηχανήματα που έχουν αρχίσει να τις μαζεύουν στην Ιταλία και την Ισπανία. Παράλληλα, ναι· η νόμιμη μετανάστευση οφείλει να δώσει τις πιο άμεσες λύσεις. Ωστόσο, πρέπει να υπάρξει επιτέλους μια λυσιτέλεια μεταξύ των διάφορων, κρίσιμων εθνικών αλλά και των ευρωπαϊκών στοχεύσεων. Υπάρχει η Αρμενία, και η Γεωργία, υπάρχουν και οι Χριστιανοί της Μέσης Ανατολής που αγωνίζονται να παραμείνουν στις εστίες τους στη Συρία, την Αίγυπτο, και τον Λίβανο, αλλά και της Αφρικής ακόμη. Η εποχιακή εργασία στην Ελλάδα, ή ακόμα και μονιμότεροι δεσμοί, ενισχύουν και τις κοινότητες αναφοράς τους πίσω στην πατρίδα. Και με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος στις περιοχές αυτές.

Εν κατακλείδι, η μετανάστευση μπορεί να πάρει μορφές που ενισχύουν την εθνική αυτοδυναμία, και άλλες που την χαντακώνουν. Μπορεί να αποβεί υπερ της πρώτης, όταν η μεταναστευτική πολιτική διέπεται από την λογική των ορίων, διαθέτει σαφείς προσανατολισμούς για την πολιτιστική ενότητα της κοινωνίας, το γεωπολιτικό επίδικο, και προβαίνει σε σωστή ιεράρχηση ανάμεσα στις πιο άμεσες ανάγκες σε φτηνά εργατικά χέρια, και των πιο απώτερων, για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής. Για να υλοποιηθεί, όμως, αυτό το αισιόδοξο σενάριο, χρειαζόμαστε μια πολιτική ηγεσία που μπορεί να πάει πολύ πιο πέρα από το να αναρωτιέται ποιος θα μαζέψει τις ελιές.

Γιώργος Ράκκας, Δρ. κοινωνιολογίας – Πολιτικός αναλυτής

huffingtonpost.gr