Πώς και ποιοι εκτέλεσαν τον Βασίλειο Σαχίνη;
Η σύλληψη και η εκτέλεση του Βασίλη ΣΑΧΙΝΗ, στο βιβλίο του Χριστόφορου Θ. ΛΑΖΑΚΗ: «ΑΛΒΑΝΙΑ – Η ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΟΤΗΤΑΣ», περιγράφεται ως εξής:
«Οι πρώτοι αντάρτες της Τσέτας χτυπούν με θυμό τις αρβύλες τους στα γκαλντερίμια του Αργυροκάστρου. Νάτοι, χτυπούν τώρα την πόρτα του Βασίλη ΣΑΧΙΝΗ. Δύο πόδια σταθερά ακούγονται μέσα και σε λίγο η πόρτα είναι ολάνοιχτη:
«Τι θέλετε;»
«Το Βασίλη ΣΑΧΙΝΗ, εντώ, είναι;»
«Μάλιστα. Εγώ είμαι.»
Ο Βασίλης χαιρέτησε τη μάνα του κι ακολούθησε τους Αλβανούς οπλισμένους. Σε λίγο έμπαινε στο Λύκειο της πόλης, όπου είχε εγκαταστήσει το Αρχηγείο της η Τσέτα. Ένα ανάστημα αλύγιστο, ένα πρόσωπο αγέρωχο που το στόλιζε και στην επιθανάτια αυτή στιγμή το πικρό χαμόγελο του ήρωα, η ειρωνεία στο θάνατο. Άγρια κατσουφιασμένα μούτρα μπροστά του, χέρια βρόμικα, π’ αγκάλιαζαν επιδεικτικά τα ντουφέκια τους και καθισμένος στη μέση ο αρχηγός τους Ισλάμ Ραντοβίτσκα με τους Μπεντρί Σπαχίου, Κεμάλ Καραγκιόζι κ.ά, να χαϊδεύει με ανατολίτικη ηδυπάθεια τ’ ανάρια γένια του. Γνωστό μούτρο στον τόπο, απ’ τη φασιστική του δόξα, καλοπληρωμένο όργανο του Μουσολίνι. Έριξε μια ύπουλη ματιά στο Βασίλη και του σφύριξε την πρώτη φράση του:
«Συ μεγκάλο άντρωπο. Κάνομε αρχηγό μας. Ο, ας το τώρα το Ελλάντα, πάει αυτό. Μεις κερδίσαμε το πόλεμο.»
Ο ΣΑΧΙΝΗΣ καλοζυγιατής της αλβανικής πονηριάς δεν δοκίμασε καθόλου να ξεφύγει απ’ τη δύσκολη θέση του, αλλά στην έμμεση απειλή, απάντησε με τον αντρίκιο τρόπο του, που δεν κλονιζόταν ποτέ στους κινδύνους:
«Κάποιον αγώνα κάναμε όλοι μας, αλλά οι δρόμοι μας είναι τελείως αντίθετοι. Σεις αγωνίζεστε με τον τρόπο σας για την Αλβανία. Εμείς τίμια κι ανδρικά για την πατρίδα μας.»
Ο ΣΑΧΙΝΗΣ με μια του μονάχα λέξη μπορούσε να βγει μέσα από τον τάφο που του έσκαψε το ελληνικό ΕΑΜ, και διατάχθηκε η Τσέτα να τον γεμίσει με το ολύμπιο κορμί του. Μπορούσε να υποχωρήσει, αν έκανε απόλυτα στροφή, προδίδοντας τη Βόρειο Ήπειρο. Άγνωστες αμαρτωλές, διπλωματικότητες αυτές για μια ατέλειωτη ζωή σαν τη δική του, στεφανωμένη απ’ τις αυτοθυσίες και τον αλύγιστο ανδρισμό.
Ο Ισλάμ Ραντοβίτσκα, ήξερε καλά τι θα πει γνήσια ελληνική άρνηση, είχε μετρήσει χρόνια τώρα το Βασίλη ΣΑΧΙΝΗ. Πέταξε μια αρβανίτικη υπουλότητα το τελευταίο μίσος:
«Είσαι λεύτερο.»
Ο Βασίλης την τραγική συνέχεια τη γνώριζε και την εκτίμησε όπως αρμόζει στον ήρωα. Την καρτερούσε ήρεμα γιατί ήξερε πως κάποτε θα φθάσει. Και τη στιγμή που έβγαινε ακλόνητος απ’ το σχολείο, δύο ριπές πολυβόλου αντήχησαν παράξενα στις πρώτες αμφίβολες ώρες του φθινοπωριάτικου πρωινού. Το γερό κορμί του γονάτισε και ξάπλωσε στον κατήφορο. Δύο – τρεις σφαίρες σφηνώθηκαν στο πλούσιο κρανίο του κι άλλες πίσω απ’ την πλάτη του. Άπλωνε βαριά σ’ ολόκληρη τη Δρόπολη με το πέσιμο του ήλιου στ’ Αργυρόκαστρο η θλιβερή είδηση:
Τον Βασίλη μας τον σκότωσε η Τσέτα …»
Υ.Γ. Στη φωτογραφία: Ελένη Κόρρε, Βασίλειος Σαχίνης, Νεοκλής Κόρρες, Κατίνα και Νίκη Κόρρε, 1926.