«Σωστές πράξεις είναι εκείνες που σου επιτρέπουν να κοιμηθείς ήσυχος τη νύχτα!»

Συγνώμη, αλλά σήμερα θα ταράξουμε τα κόκκαλα του μπαρμπα – Στυλιάνη Στόλη από την Πέπελη (του παππού). Θα αναπαραστήσουμε κομμάτι – κομμάτι τη ζωή του μέσα σε ένα σεμνό κείμενο, όπως σεμνός ήταν κι ο ίδιος. Σε σύντομο κείμενο, διότι και εκείνος λιγομίλητος ήταν. Μιλούσε σιγά και κατέληγε στο συμπέρασμα:
«Εγώ το είπα κι όποιος επιθυμεί, έχει αφτιά κι ακούει!»
Γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και από τα οχτώ χρόνια του παράτησε το σχολείο και πάει να φυλάξει τα βόδια στο αχούρι του Γκογκόνη, στο Σέλωμα.
Στα δέκα του, μαζί με τον παιδικό φίλο του, τον Χρήστο Κυρούση, άφησαν το χωριό και οδοιπορούντες έφτασαν στο Σκάλωμα. Ένα σαπιοκάραβο τους έβγαλε στην Πάτρα κι από κει στον Πειραιά, όπου τον υποδέχτηκε ο πατέρας του. Δούλεψε στην Αθήνα δέκα χρόνια ξυλουργός. Τη νύχτα συνέχιζε σχολείο. Τότε η Αθήνα ήταν «μακριά» από τον Πειραιά και για να φτάσει στη δουλεία, όπως έλεγε, περνούσε λόφους και βουναλάκια.
Όταν κόντευε η μέρα να πάει φαντάρος κι είχε απέναντι τον αυστηρό νόμο του βασιλιά: «όποιος δεν παρουσιάζεται…, του κατάσχεται το σπίτι…», υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη γενέτειρα, για να υπηρετήσει.
Σαν τελειώνει τη θητεία, επιστρέφει στο χωριό, παντρεύεται, δημιουργεί και δένεται στενά με την οικογένειά του. Ασχολείται με τα λίγα χωράφια, αλλά εξασκεί και το επάγγελμα του ξυλουργού. Πολλά προπολεμικά αρχοντικά της Πέπελης έχουν την δική του σχολαστική δουλειά. Μετέφερε στην Πέπελη την εμπειρία της Αθήνας.
Πήγε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου δούλεψε μικρέμπορας σε μαγαζί του. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον υποχρέωσε να γυρίσει πίσω στο χωριό.
Τα φθινοπώρια, μετά τον πόλεμο, με συγχωριανούς του, για να αποφύγουν την πείνα, έτρεχαν στα χωριά του Βούρκου, απ’ όπου προμηθευόταν ρύζι ανεπεξέργαστο. Ο πολυμήχανος Στυλιάνης τότε κατασκεύασε ένα ιδιόμορφο ντ(ρ)ουμπέκι για το τράξιμο (ξεφλούδισμα) του ρυζιού.
Όταν η Πέπελη κάηκε, πρωτοστάτησε στην συγκρότηση και διηύθυνε μια μικρή ταξιαρχία οικοδόμων με κτίστες, σοβατζήδες κι ο ίδιος μαραγκός. Με χρηματοδότηση της UNRRA εντός τριών ετών ανοικοδόμησαν και εξωράισαν όλα τα καμένα σπίτια. Μόνοι τους αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, εκτελεστές.
Ο μπαρμπα – Στυλιάνης, ήταν άριστος πελεκάνος, γλύπτης της πέτρας, στόλιζε τα αγκωνάρια των οικοδομών, όμως τα ξυλόγλυπτά του σε ταβάνια, σε πορτοπαράθυρα, αλλά και πατώματα, θα παραμείνουν άξια δείγματα της προσφοράς του.
Βοήθησε στον εξωραϊσμό των καμένων σπιτιών της Γλύνας, εργάστηκε σε οικοδομές του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα πάνω από 25 χρόνια. Ταξίδευε με τα πόδια, συχνά τη νύχτα επί 7-8 ώρες ή πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα που μετέφεραν καυσόξυλα για να επισκέπτεται την οικογένειά του στο χωριό που λάτρευε.
Στο αποκορύφωμα της επαγγελματικής του καριέρας, μην αντέχοντας άλλο το αποπνιχτικό περιβάλλον, τη ζωή της πόλης, μπήγει το σκεπάρνι στην κολώνα της σκάλας που κατασκεύαζε, παρατάει τα πάντα και γυρίζει οριστικά στην Πέπελη.
Ανακατασκευάζει το σπιτικό του, ξεχερσώνει τους κήπους του και τον περιβάλλον χώρο. Χωρίζει το κήπο σε σποριές και σε κάθε μια, με τη βοήθεια και του γιού του γεωπόνου, σπέρνει και ένα είδος λαχανικών. Παραπλεύρως επίσης κι όλα τα είδη των καρποφόρων δέντρων.
Και στο χωριό, λίγες οι συναναστροφές του, οι απαραίτητες, μόνο με όσους ζητούσαν τη βοήθεια ή την συμβουλή του. Αγανακτούσε μέσα του από την ασυδοσία και την αθλιότητα των δρώμενων. Συχνά – πυκνά ξεσπούσε μόνο με την ρήση «ο κόσμος πάσχει και δικαίως θα καταστραφεί». Αφοσιωμένος να βοηθά τους αδύναμους, τους ευπαθείς, αγαπούσε τους ανθρώπους όλων των φυλών, όπως έλεγε, όμως απεχθανότανε την παρουσία κολάκων υποκριτών, ψευτών και καταδοτών. Πάντα συμβούλευε: «Σωστές πράξεις είναι εκείνες που σου επιτρέπουν να κοιμηθείς ήσυχος τη νύχτα».