Στο νησί των Φαιάκων, ανάμεσα σε Βορειοηπειρώτες
Γράφει
ο Μηνάς Λέκκας
Βυθισμένο στο πράσινο της ελιάς και του κυπαρισσιού και ξαπλωμένο στη γαλανή αγκαλιά της θάλασσας που αιώνες τώρα το γλύκονανουρίζει, το φιλόξενο νησί των Φαιάκων, καλωσορίζει καθημερινώς περιηγητές απ’ όλο τον κόσμο. Ίσως να μοιάζει κάπως υπερβολικό, είναι όμως γεγονός πως ο μαγευτικός ουρανός αυτού του νησιού διασχίζεται καθημερινώς, μέρα και νύχτα, σχεδόν κάθε 20 λεπτά, από αεροπλάνα που φέρνουν και ξεπροβοδούν τουρίστες από και προς όλα τα μέρη του πλανήτη μας. Στα λιμάνια του, τα επιβατικά και τα φεριμπότ, κουβαλούν κι άλλους, εκατοντάδες περιηγητές καθημερινά. Οι γκρουπιέρες, (έτσι λέγονται τα κορίτσια, υπάλληλοι των ξενοδοχείων, που ασχολούνται με την υποδοχή, την κατανομή και την εγκατάσταση των τουριστών), είναι “πνιγμένες” στη δουλειά.
Ο πληθυσμός του νησιού που ανέρχεται στις 150 χιλιάδες, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού τριπλασιάζεται. Και θα ακούσεις στους δρόμους, στα μπαρ και στις καφετέριες ένα διάλογο, ένα τραγούδι ή μια πλατιά συζήτηση στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γιαπωνέζικα, γερμανικά, κινέζικα… σε όλες της γης τις γλώσσες. Και θα δεις στον περίπατο έναν ξανθό Άγγλο παντρεμένο με μια συμπαθητική σγουρομάλλα νέγρα, έναν Γιαπωνέζο να ερωτοτροπεί με μια μελαχρινούλα Ελληνίδα, ένα ασπρόμαυρο ζευγάρι Αμερικανών, ένα … και θα γκρεμιστεί μέσα σου το παραμύθι του ρατσισμού που χρόνια καλλιέργησε το καθεστώς που βασίλεψε. Τα πεντακάθαρα ακρογιάλια του νησιού είναι κατάσπαρτα με τουριστικά ξενοδοχεία τριών, τεσσάρων και πέντε αστέρων.
Έξω από την πόλη βρίσκεται ένα τουριστικό χωριό που φέρει το όνομα Κοντόκαλι. Εκεί στο απάνεμο, μικρό λιμανάκι του, σου προσελκύει την προσοχή ένα δάσος από κατάρτια, που κουνιούνται ελαφρά, καθώς τα κύματα χτυπούνε χαϊδευτικά τα τουριστικά κότερα που είναι δεμένα το ένα πλάι στο άλλο εκεί στο μόλο. Το καθένα κι ένα όνομα. Ονόματα αρχαίων Θεών και Ηρώων. Πόσα είναι; Εκατό, διακόσια, τριακόσια; Δύσκολο να τα μετρήσεις. Καθώς τα βλέπεις όμως, το ένα πλάι στο άλλο να κουνιούνται ασίγαστα, σου μοιάζει πως Θεοί και Ήρωες πιασμένοι χέρι – χέρι, σιγίζονται και λιγίζονται σ’ έναν ατέλειωτο χορό, εκπληρώνοντας έτσι κάποια τρελή επιθυμία του μεγάλου Ποσειδώνα.
Μπορείς όμως να περιγράψεις όλες τις φανταστικές ομορφιές του νησιού και τα αξιόλογα ιστορικά, αρχαιολογικά και τουριστικά του θέρετρα; Τον Ύψο, τις Μπενίτσες, το Κανόνι, το Αχίλλειον, το Ποντηκονήσι, τους Παξούς και τόσα άλλα; Δύσκολα. Χρειάζεται πολύ χαρτί. Χρειάζεται ακόμη και η πένα σου να μετατραπεί σε πινέλο μεγάλου καλλιτέχνη και πάλι θα αναλάμβανες μεγάλη ευθύνη. Λίγες μόνον σειρές για να αποκτήσει ο αναγνώστης μας μια εικόνα για τη δυναμικότητα της ζωής στο ανήσυχο αυτό νησί. Εξάλλου και ο σκοπός του γραπτού μου είναι άλλος, γι’ αυτό και θα ξαναγυρίσω στο Κοντόκαλι, στο τουριστικό αυτό χωριό με το όμορφο λιμανάκι, που έχει την ιδιαιτερότητα να υποδέχεται και να φιλοξενεί πολλούς Βορειοηπειρώτες.
Είναι νύχτα, 10 του Μάη. Από μια αίθουσα εστιατορίου, πλάι στο στενό γεμάτο κίνηση δρόμο, ακούγεται ο γλυκός ήχος ενός κλαρίνου και οι γνωστές μελωδίες του γεμάτου ζωντάνια ηπειρωτικού τραγουδιού. Γίνεται γάμος. Παντρεύεται ο Βασίλης Λύτης, από την Καλογοραντζή. Η νύφη απ’ την Πολύτσανη. Και μέσα στην ευρύχωρη σάλα Βορειοηπειρώτες και Κερκυραίοι, προσκεκλημένοι στο γάμο τρων και πίνουν, χορεύουν, τραγουδούν και συζητούν. Τους βλέπεις και αισθάνεσαι ανακούφιση. Μέσα σου ζωντανεύει η ιδιαίτερη σου πατρίδα, η γενέτειρά σου με όλο της το μεγαλείο. Ζωντανεύουν τα αλώνια και τα χοροστάσια του χωριού σου, που στους αιώνες κράτησαν ζωντανή την πλούσια μας παράδοση, τους χορούς και τα τραγούδια μας.
Ποιος όμως, είναι ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών που ζουν και εργάζονται σήμερα στην Κέρκυρα; Η υπάλληλος του Γραφείου Αλλοδαπών, χωρίς να κρύψει την έκπληξή της μας λέει: «Όταν μοιράσαμε τα Δελτία Αλλοδαπών, αυτά που συνηθίσαμε να τα λέμε κάρτες, υπολογίζαμε γύρω στις δυο χιλιάδες. Μείναμε έκπληκτοι όταν ο αριθμός αυτός έφθασε και ξεπέρασε τις πέντε χιλιάδες».
Ναι. Πάνω από πέντε χιλιάδες Βορειοηπειρώτες από τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και τη Χιμάρα ζουν και εργάζονται σήμερα στο φιλόξενο αυτό νησί. Εκείνο όμως που σε εντυπωσιάζει, είναι πως μόνον από ένα χωριό, από την Καλογοραντζή της Κάτω Δρόπολης, βρίσκονται εδώ γύρω στα εξήντα άτομα. Εδώ τους αποκαλούν, «τα παιδιά της Γοραντζής», ενώ στην Καλογοραντζή, «τα παιδιά της Κέρκυρας».
Και πως έτυχε να έρθουν τόσα πολλά παιδιά από ένα και μόνον χωριό; Έχει κι αυτό τη δική του ιστορία: Τον Ιούνιο του 1990, όταν το πληγωμένο θεριό του ολοκληρωτικού καθεστώτος χτυπούσε αλύπητα κάθε ύποπτη κίνηση, ο Παναγιώτης Λέκκας από την Καλογοραντζή, μη βρίσκοντας άλλη διέξοδο από την ασφυξία που του προκαλούσε το απολυταρχικό σύστημα, πήδησε τα ψηλά και αιχμηρά σίδερα της Ιταλικής Πρεσβείας στα Τίρανα και βρέθηκε πληγωμένος στην αυλή της. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ακολούθησε η μεγάλη έξοδος στις πρεσβείες. Μετά τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν ο Πάνος βρίσκεται σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων στο Μπάρι της Ιταλίας.
Ο προορισμός του όμως ήταν άλλος. Και το γενναίο αυτό παιδί δραπετεύει απ’ το στρατόπεδο, πηδάει σ’ ένα ελληνικό φορτηγό καράβι που ήταν αραγμένο στο λιμάνι και μετά μεγάλων περιπετειών φθάνει στο στόχο του, στην Ελλάδα. Εν τέλει φθάνει στην Κέρκυρα. Οι φίλοι του όμως ήταν στο χωριό και εκεί δρούσαν. Ο θρύλος της καμπάνας, που ανεβοκατέβαινε μερόνυχτα με τη σειρά, είχε αναστατώσει το χωριό. Το καθεστώς έχανε τον έλεγχο και τα παιδιά, το ένα πίσω από τ’ άλλο, σαν οι χάντρες ενός κεχριμπαρένιου κομπολογιού, έφθαναν στην Κέρκυρα. Ο Πάνος, τους φιλοξενούσε όλους με τη σειρά. Φρόντιζε να εγκατασταθούν, φρόντιζε για εργασία και στέγαση. Αργότερα ο ένας τραβούσε τον άλλο κι έτσι σήμερα στην Κέρκυρα βρίσκονται δεκάδες παιδιά από την Καλογοραντζή.
Αν θέλεις να τους συναντήσεις έλα στο Κοντόκαλι, στη Μπυραρία του Άγγλου, όπως συνηθίζουν να τη λένε κι εκεί θα τους βρεις όλους: τον Πέτρο Τζιάτζιο, που από τους πρώτους εγκαταστάθηκε εδώ οικογενειακώς, το Βάσο Λέκκα, κι αυτός οικογενειακός, τα αδέρφια και ξαδέρφια Μπίρνιου, Μούσκα, Βασιλειάδη, Μητσούλη, Ντούλε… Άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, πίνουν τη συνηθισμένη τους μπυρίτσα. Σερβιτόρος είναι ο Ορέστης Γκίνης από τη Βάνιστα, που με τα σπαστά αγγλικά του και το περιποιημένο μούσι του, μοιάζει ο πιο προσαρμοσμένος στο περιβάλλον.
Οι περισσότεροι δουλεύουν στις οικοδομές. Δεν είναι λίγοι όμως κι’ εκείνοι οι Βορειοηπειρώτες που εργάζονται σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ, σε μηχανουργεία και ξυλουργεία και μέχρι και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Κέρκυρας, όπου εργάζεται ο ταλαντούχος φλαουτίστας Αριστοτέλης Μπακίρης. Κι’ αυτός από την Καλογοραντζή.
Όλοι τους είναι χαρούμενοι και αισιόδοξοι και το εκφράζουν στις καθημερινές τους συζητήσεις. Προχθές το βράδυ όμως ήταν όλοι τους ανήσυχοι και πολύ στενοχωρημένοι. Δυο φίλοι τους, συγχωριανοί τους, ο Γιάννης Κάτσης και ο Ρολάντης Πάσχος, τραυματίστηκαν βαριά σε τροχαίο ατύχημα. Ήταν μεσάνυχτα και το λυπηρό μαθεύτηκε την άλλη μέρα. Ο Πάνος άφησε το μεροκάματο κι έτρεξε από νωρίς στο νοσοκομείο. Ο Γιάννης, που το μηχανάκι γινόταν άνεμος στα χέρια του, βαριά πληγωμένος έφυγε αεροπορικώς για την Αθήνα, ενώ ο Ρολάντης πιο ελαφριά, έμεινε στο νοσοκομείο της Κέρκυρας.
Μέρες ολόκληρες οι συζητήσεις και η αγωνία των «παιδιών της Κέρκυρας» στριφογυρίζουν γύρω από το θλιβερό αυτό γεγονός. Πέρασαν κι άλλες, κι’ άλλες μέρες και τα πληγωμένα παιδιά άνοιξαν τα μάτια τους. Άνοιξαν και χαμογέλασαν και τα πρόσωπα όλων των παιδιών. Έκδηλα τα αισθήματα αλληλεγγύης. Η καθημερινότητα επανέρχονταν και πάλι στην παλιά της τροχιά. Τα πρωινά είναι όλοι τους βιαστικοί. Τρέχουν στις δουλειές τους για να ξαναγυρίσουν τ’ απογεύματα κουρασμένοι και να ξανασυναντηθούν το βράδυ στο γνωστό τους στέκι και να τα πουν, να κουβεντιάσουν και πάλι για τις δουλειές τους, για τα μελλοντικά τους σχέδια, τα όνειρά τους, για τις αγάπες τους, για το χωριό τους. Εχ, να ‘μουνα τώρα στο χωριό μου, στο πέτρινο το αλώνι μου, κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής μου, να έκανα ένα τσιγάρο και να ανάπνεα αχόρταγα τον καθαρό αέρα που κατεβάζει το βουνό! Λέει ο Μιχάλης Μπίρνιος, ένα γεροδεμένο παλικάρι, που με τα χρήματα που έχει αποταμιεύσει, βιάζεται να γυρίσει στο χωριό του και να χτίσει ένα νέο, μοντέρνο σπίτι. Τον ακούω και στ’ αυτιά μου βουίζει η μελωδική φωνή της μεγάλης Σοφίας Βέμπου:
“Xωριό μου, χωριουδάκι μου
και πατρικό σπιτάκι μου.
Όλο τον κόσμο γύρισα,
κοντά σου ξαναγύρισα.“
Κέρκυρα 03.07.1992